Ο «ταξιδιώτης του παντός» στο Ηρώδειο
«Ταξιδιώτης του παντός / μ’ ένα μεθυσμένο πιάνο / μια κιθάρα κι από πάνω / τη γνώμη τού καθενός» είναι τα λόγια που επιλέγει ο Δήμος Μούτσης ως τα πλέον ικανά να περιγράψουν την παρουσία του στο ελληνικό τραγούδι που «ταξιδεύει» από τα λαϊκά του «Αγιου Φεβρουάριου» (1971) και του «Συνοικισμού» (1972) ως τους δίσκους της προσωπικής του τραγουδοποιίας «Φράγμα» (1981) και «Να» (1987). «Στου προφήτη Ηλία», «Πήρες τον μεγάλο δρόμο», «Στην Ελευσίνα μια φορά», «Μακρινή της αγάπης ώρα», «Αυτά τα χέρια», «Σ’ έβλεπα στα μάτια», «Μη μου χτυπάς τα μεσάνυχτα την πόρτα», «Ερηνούλα», «Το όνειρο» είναι μερικοί από τους μελωδικούς σταθμούς μιας διαδρομής που προξενεί στον αναγνώστη την απορία: Ολα αυτά δικά του είναι; Ολα αυτά και ακόμη περισσότερα είναι δείγματα της μοναχικής πορείας ενός ανθρώπου που το έργο του είναι πιο γνωστό από τον ίδιο. Οσο ηχηρά είναι τα τραγούδια του στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού τόσο μοναχική είναι η δική του πορεία μια στάση σιωπής που σπάει με τις δύο εμφανίσεις του συνθέτη στο Ηρώδειο την Κυριακή 18 και τη Δευτέρα 19 Ιουλίου.
Στις δύο συναυλίες του συνθέτη δόθηκε μεγάλη δημοσιότητα και προσδόθηκε ο χαρακτήρας της «επιστροφής». «Αν όσοι λένε “επιστροφή” εννοούν ότι έρχομαι από κάπου όπου βρισκόμουν και δεν έγραφα, αυτό δεν το έχω νιώσει ποτέ» λέει ο συνθέτης, ξεκαθαρίζοντας ότι και οι περίοδοι απουσίας του από τις ζωντανές εμφανίσεις (από το 1984 έχει να δώσει συναυλία σε ανοιχτό αθηναϊκό χώρο!) αποτελούν για εκείνον στιγμές μουσικής δημιουργίας. «Από κοσμικής πάντως πλευράς, θα έλεγα ότι η “επιστροφή” δείχνει να έχει ενδιαφέρον» συμπληρώνει. Το ίδιο ενδιαφέρον εμφανίζει και το πρόγραμμα που θα παρουσιάσει στις δύο συναυλίες του Ηρωδείου: οι λαϊκές επιτυχίες του ’70 και οι μπαλάντες του ’80 θα χωρέσουν στην ίδια σκηνή. Για εκείνον προσωπικά ο ένας ήχος δεν αναιρεί τον άλλο. «Αρκεί να σύρεις το δοξάρι επάνω σε μια χορδή και ο ήχος από μόνος του θα σε οδηγήσει κάπου. Αν κάποιος έχει υψηλή ποιότητα την εμπεριέχει σε ό,τι και να κάνει» εξηγεί. Και οι δύο πλευρές της τέχνης του όμως έδωσαν σε εκείνον την ίδια αμοιβή. Δεν κέρδισε χρήματα από τα λαϊκά τραγούδια και μοναξιά από τις εσωστρεφείς μπαλάντες: «Και όταν έγραφα τον “Αγιο Φεβρουάριο” και όταν έγραφα το “Μια φυσαρμόνικα που κλαίει” το ίδιο κόστος είχα» ομολογεί, τονίζοντας ότι αυτό είναι θέμα χαρακτήρα αλλά και εποχής: «Ολοι είμαστε κληρωτοί της εποχής μας και από αυτή την καραβάνα τρεφόμαστε. Από το σημείο αυτό αρχίζει το κόστος. Είναι φορές όπου ένιωσα επιτακτική την ανάγκη να βγω από αυτή την κατάσταση γιατί το ξόδεμα ήταν μεγάλο. Οσες φορές όμως δοκίμασα δεν μπόρεσα να το πετύχω». «Εξελίχθηκαν μόνο τα μηχανήματα»
«Κληρωτό μιας εποχής» φαίνεται ότι είναι όμως και το ελληνικό τραγούδι. «Ο ήχος και το ύφος του σημερινού τραγουδιού είναι ίδια με εκείνου της δεκαετίας του ’70» εντοπίζει ο συνθέτης, προσθέτοντας ότι το μόνο που εξελίχθηκε είναι τα μηχανήματα των στούντιο παραγωγής και τα στερεοφωνικά συστήματα των ακροατών. Καμία άλλη αλλαγή, καμία ελπίδα; «Η ελπίδα βρίσκεται στην υπερηφάνεια μερικών δημιουργών» λέει λακωνικά, γεγονός που υποδηλώνει την απαισιοδοξία του σχετικά με το τραγούδι σήμερα. «Πάντα τα άσχημα τραγούδια ήταν περισσότερα από τα καλά» διευκρινίζει. «Το να υπάρχουν βέβαια τρεις καλές παραγωγές στις 10 κάτι που συνέβαινε παλιά είναι άσχημο. Αλλά το να υπάρχουν στις 100 παραγωγές τρεις που να είναι της προκοπής πράγμα που συμβαίνει σήμερα είναι ολέθριο». Η εκτίμησή του είναι βεβαίως αυστηρή αλλά αυτό δεν αφορά μόνο τις πρόσφατες αλλά και τις παλαιότερες δισκογραφικές δουλειές. Πρόσφατα δήλωσε ότι θεωρεί κακής ποιοτικής στάθμης τον κύκλο τραγουδιών «Μικρά Ασία» των Απόστολου Καλδάρα – Πυθαγόρα που είχε κοινή θεματολογία με τον δικό του «Αγιο Φεβρουάριο». «Μια κοινή θεματολογία σε δύο έργα δεν σημαίνει τίποτε, ούτε πολύ περισσότερο καθαγιάζει τίποτε. “Σ’ αγαπώ” λέει ο Σαίξπηρ. “Σ’ αγαπάω μ’ ακούς” λέει και το λαϊκόν άσμα». Δεν θέλει όμως το ίδιο ευθαρσώς να εντοπίσει αρνητικά δείγματα της σημερινής δισκογραφίας. «Με το να πω ονόματα, διευθύνσεις και τηλέφωνα δεν θα βγει τίποτε. Ούτε εκείνοι θα διορθωθούν ούτε και το τραγούδι». Η βασικότερη ένστασή του δεν έγκειται στα «υποπροϊόντα που απλά και μόνο επειδή φαίνονται τόσο πολύ κάνουν μπαμ μπορεί ο καθένας εύκολα να τα πετάξει. Το πρόβλημα βρίσκεται σε όλα αυτά τα “δήθεν”, τα “κίτρινα” που καλυπτόμενα πίσω από μια επίφαση κουλτούρας εμφανίζονται και συμμετέχουν παντού». Συνεργασία με καταξιωμένουςκαλλιτέχνες
Ισως η κριτική αυτή στάση απέναντι στο «νέο ελληνικό τραγούδι» τον οδήγησε στην επιλογή καταξιωμένων (με 30ετή καριέρα ο καθένας) ερμηνευτών για τις συναυλίες του Ηρωδείου. «Τον Δημήτρη Μητροπάνο τον ξαναγάπησα. Οταν ήρθε σπίτι για την πρώτη πρόβα ήταν σαν να μην είχε περάσει ούτε μια ημέρα από τον “Αγιο Φεβρουάριο”. Η μόνη διαφορά από τότε είναι ότι τώρα εκείνος έχει γυναίκα και παιδιά και εγώ γυναίκα και έναν σκύλο ποιμενικό καυκάσιο! Για τη Δήμητρα Γαλάνη τι να πω; Δεν χαθήκαμε ποτέ. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Σπουδαία τραγουδίστρια, νομίζω ότι γεννήθηκε για να τραγουδάει» λέει και τα μάτια του λάμπουν ιδιαίτερα, ίσως επειδή εκείνος της έδωσε το πρώτο της τραγούδι στη δισκογραφία «Κάποιο τρένο» (σε στίχους Νίκου Γκάτσου) το 1968. «Το ότι την ανακάλυψα δεν είναι και τόσο σπουδαίο» απαντά σε σχετική ερώτηση. «Ξέρετε τι έλεγε ο Μιχαήλ Αγγελος; “Παίρνω ένα κομμάτι μάρμαρο, το στρέφω κατά την Ανατολή, βλέπω το άγαλμα να υπάρχει μέσα και το μόνο που κάνω είναι να βγάζω τα περιττά κομμάτια από γύρω του”».
Υπάρχουν σήμερα τραγουδιστές οι οποίοι διαθέτουν την ίδια πρωτογενή αξία ώστε ο συνθέτης να πρέπει απλώς να αφαιρέσει τα «περιττά κομμάτια»; «Για γυναίκες δεν ξέρω να σας πω. Οι περισσότερες τραγουδίστριες σήμερα είναι ανατολίτισσες και λάγνες με ψηλές φωνές που δεν ταιριάζουν στο δικό μου ύφος. Από άντρες ένας τραγουδιστής που μου αρέσει είναι ο Μανώλης Λιδάκης. Είναι ευαίσθητος. Αυτό το “Αστρα μη με μαλώνετε” το ακούω και παθαίνω». Τέτοιες φωνές τον κάνουν να σκέφτεται την επάνοδό του στην ενεργό… δισκογραφία. Η υψίφωνος Τζούλια Σουγλάκου, η οποία θα συμμετάσχει στις δύο συναυλίες ερμηνεύοντας αποσπάσματα από το έργο «Τετραλογία» (1975), ήταν για εκείνον αποκάλυψη κατά τις πρόβες. «Ισως να γράψω για εκείνη μια σειρά από έξι τραγούδια. Είναι κάτι που το σκέφτομαι πολύ. Επίσης τώρα που ξανασυνάντησα τον Δημήτρη Μητροπάνο μπήκα στον πειρασμό να σκεφτώ μια συνεργασία. Ισως να κάνουμε μαζί έναν λαϊκό δίσκο». Ισως πάλι να μην κάνει τίποτε από αυτά. Ισως να κλειστεί στον εαυτό του, δημιουργώντας χαμηλόφωνα μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ώσπου να αποφασίσει να δώσει πάλι κάποια συναυλία και να τον θυμηθούν τα μέσα. Αυτό είναι το λάθος. «Τέτοιους ανθρώπους πρέπει να τους θυμόμαστε τον καιρό που λείπουν. Γιατί όταν λείπουν είναι μεγάλο το κενό που δημιουργούν» όπως σχολίασε συνάδελφός του.



