«Το να πάψει να υπάρχει το ΝΑΤΟ δεν είναι ένα ρεαλιστικό σενάριο. Αυτό είναι κάτι που ο πρόεδρος Τραμπ το γνωρίζει καλά και θα φανεί στη σύνοδο της Χάγης» τονίζει μιλώντας στο «Βήμα» ο ερευνητής του Γερμανικού Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων και ειδικός στις διατλαντικές σχέσεις, Ντόμινικ Τόκσντορφ.

«Αυτό που θα απασχολήσει περισσότερο τις εργασίες της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ είναι το ύψος της οικονομικής συμβολής του κάθε κράτους-μέλους» εκτιμά ο Ντόμινικ Τόκσντορφ.
Η στάση του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ έχει προκαλέσει έντονη ανησυχία στα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ σχετικά με το μέλλον της συμμαχίας, και η Ευρώπη καταβάλλει προσπάθειες να αναβαθμίσει την άμυνά της ώστε να μην βρεθεί εκτεθειμένη σε κινδύνους.
Ωστόσο, ο συνομιλητής μας εκτιμά ότι οι ΗΠΑ δεν θα αποχωρήσουν από τη συμμαχία. «Αυτό που θα απασχολήσει περισσότερο τις εργασίες της συνόδου κορυφής είναι το ύψος της οικονομικής συμβολής του κάθε κράτους-μέλους, καθώς η κυβέρνηση Τραμπ έχει επανειλημμένα απαιτήσει το 5% του ΑΕΠ κάθε χώρας να πηγαίνει για τις αμυντικές της δαπάνες. Νομίζω ότι εκεί θα δούμε μια διαπραγμάτευση, καθώς ειδικά οι ευρωπαϊκές χώρες φαίνονται διατεθειμένες να αυξήσουν σημαντικά τις αμυντικές τους δαπάνες, αλλά βρίσκονται πολύ μακριά από το 5%. Ισως ένας στόχος γύρω στο 3,5% να ήταν πιο ρεαλιστικός».
Οσον αφορά το ζήτημα της Ουκρανίας, ο Τόκσντορφ θεωρεί ότι δεν είναι πολύ πιθανό να υπάρξει συμφωνία ειρήνης πριν από τη σύνοδο του ΝΑΤΟ, ενώ αμφιβάλλει ιδιαίτερα και για το εάν οι ευρωπαίοι εταίροι θα θέσουν το ζήτημα της ένταξής της στη βορειοατλαντική συμμαχία στο τραπέζι των συζητήσεων. «Θεωρώ ότι θα προσπαθήσουν να είναι διπλωματικοί με τον Τραμπ έτσι ώστε να μη διακινδυνεύσουν κάποια σημαντική ρήξη» τονίζει.
Το εάν στη συμφωνία ειρήνης για την Ουκρανία θα περιλαμβάνεται η συνέχιση της ενταξιακής της πορείας στην ΕΕ είναι ένα διαφορετικό ενδεχόμενο, το οποίο θεωρείται πιο εφικτό συγκριτικά με εκείνο της ένταξης στη συμμαχία.
Παράλληλα, χώρες όπως η Γερμανία επιθυμούν να παίξουν έναν πιο ενεργό ρόλο όσον αφορά την άμυνα της Ευρώπης και σύμφωνα με τον Τόκσντορφ «η Γερμανία οφείλει να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ευρωπαϊκή άμυνα. Βλέπουμε μάλιστα ότι η νέα κυβέρνηση δίνει μεγάλο βάρος σε αυτή την προσπάθεια. Βασική πρωτοβουλία άλλωστε ήταν η κατάργηση του φρένου χρέους, η οποία δίνει τη δυνατότητα για πολύ μεγαλύτερες επενδύσεις στον τομέα της Αμυνας».
«Η Γαλλία επιθυμεί μεγαλύτερη ανεξαρτησία της ΕΕ από τις ΗΠΑ και πιέζει προς αυτή την κατεύθυνση. Από την άλλη πλευρά, δεν βλέπω την κυβέρνηση Μερτς διατεθειμένη να κάνει κάτι τέτοιο»
Επίσης, ο γερμανός ερευνητής στέκεται στο γεγονός ότι, τουλάχιστον στην παρούσα φάση, φαίνεται να υπάρχει σύμπνοια πάνω στο ζήτημα μεταξύ της πολιτικής ελίτ της χώρας. «Βέβαια η αύξηση των επενδύσεων δεν είναι από μόνη της αρκετή. Θα πρέπει να υπάρξουν και σημαντικές δομικές αλλαγές έτσι ώστε οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις να αλλάξουν επίπεδο» προσθέτει.
Τι μέλλει γενέσθαι στην Ευρώπη σε περίπτωση που οι στρατιωτικές δυνάμεις των ΗΠΑ αποφασίσουν να αποχωρήσουν από το έδαφός της; Ο ερευνητής του Γερμανικού Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων αναφέρει πως αυτή τη στιγμή όλα δείχνουν πως η Αμερική θα μειώσει την παρουσία της αλλά δεν θα απεμπολήσει πλήρως τον ρόλο της στην προστασία της Γηραιάς Ηπείρου.
«Παρά το γεγονός ότι η Γαλλία αλλά και η Βρετανία διαθέτουν σε κάποιον βαθμό πυρηνικό οπλοστάσιο, το να μπορέσει να εξοπλιστεί η Ευρώπη τόσο όσο χρειάζεται ώστε να υποκαταστήσει την αμερικανική πυρηνική ομπρέλα είναι μια διαδικασία που απαιτεί πολλά χρόνια για να ολοκληρωθεί» προσθέτει.
«Παράλληλα», συνεχίζει, «βλέπουμε ότι η ΕΕ έχει εκπονήσει κάποια πολύ φιλόδοξα σχέδια σχετικά με την αναβάθμιση της άμυνάς της, όπως τη Λευκή Βίβλο για την Αμυνα και το ReArm Europe. Το εάν και σε ποιον βαθμό θα εφαρμοστούν αυτά τα σχέδια όμως είναι μια άλλη συζήτηση. Ιδιαίτερα όσον αφορά την εφαρμογή τους μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια της διακυβέρνησης Τραμπ, νομίζω ότι το χρονικό διάστημα δεν είναι αρκετό ώστε να ολοκληρωθούν τόσο μεγάλης κλίμακας στόχοι» αναφέρει.
Ενα άλλο σημαντικό ζήτημα αφορά το κατά πόσο τα κράτη-μέλη της ΕΕ είναι διατεθειμένα στο σύνολό τους να αυξήσουν τις δαπάνες τους αλλά και το εάν θα δράσουν συντονισμένα σε επίπεδο ένωσης. «Νομίζω ότι όλοι αντιλαμβάνονται τη δυναμική που δημιουργούν οι κοινές πρωτοβουλίες, οι οποίες σου δίνουν τη δυνατότητα να μπορείς να αγοράζεις φθηνότερα τους απαραίτητους στρατιωτικούς εξοπλισμούς» αναφέρει ο γερμανός διεθνολόγος.
Επίσης, θεωρεί κομβική τη στάση που θα έχει η ΕΕ αλλά και η νέα γερμανική κυβέρνηση απέναντι στις ΗΠΑ: «Είναι εμφανές ότι η Γαλλία επιθυμεί μεγαλύτερη ανεξαρτησία της ΕΕ από τις ΗΠΑ και πιέζει προς αυτή την κατεύθυνση. Από την άλλη πλευρά, δεν βλέπω την κυβέρνηση Μερτς διατεθειμένη να κάνει κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, η εκτίμησή μου είναι πως θα προσπαθήσει να είναι πιο κοντά στην κυβέρνηση Τραμπ, διατηρώντας τις καλές σχέσεις. Αυτό φαίνεται τόσο από τις επιλογές του καγκελάριου Μερτς στα πρόσωπα που στελεχώνουν την κυβέρνησή του όσο και από τα μέχρι τώρα δείγματα γραφής της πολιτικής του» εξηγεί.






