Tο να πάρει μια κυβέρνηση περισσότερες ψήφους ύστερα από τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης είναι κάτι σπάνιο, αλλά έχει ξαναγίνει. Στις εκλογές του 2000 ο Κώστας Σημίτης είχε πάρει πιο πολλές ψήφους από το 1996 και προσπέρασε τη Νέα Δημοκρατία στο νήμα. Και η κατάρρευση του κόμματος της αντιπολίτευσης είναι κάτι που έχουμε ξαναδεί: το 1977 είχε καταρρεύσει η ΕΔΗΚ και είχε χάσει 9 μονάδες, τις οποίες καρπώθηκε το ΠαΣοΚ που ανέβηκε στη δεύτερη θέση. Το απόλυτο παράδοξο έγινε στις εκλογές του 2012, όπου η ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά, που ήταν από το 2009 στην αντιπολίτευση, έχασε παραπάνω από 14,5 μονάδες, αλλά ήταν πρώτο κόμμα! Η εποχή των μνημονίων είχε αρχίσει με έναν πολιτικό σεισμό, αλλά σε εκείνες τις εκλογές όλοι περίμεναν την κατάρρευση των παραδοσιακών κομμάτων αφού είχε προηγηθεί η χρεοκοπία. Υπό αυτό το πρίσμα, είναι πρωτοφανές αυτό που συνέβη με τον ΣΥΡΙΖΑ. Oχι γιατί το σχεδόν 11,5% που έχασε σε σχέση με τέσσερα χρόνια πριν είναι τεράστιο, αλλά γιατί δεν υπήρχε υποψία πως θα προκύψει. Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε πως ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε και σχεδόν 5% μεταξύ 2015 και 2019, τότε μιλάμε όχι για ήττα αλλά για συρρίκνωση και μάλιστα σε εποχές κανονικότητας. Χωρίς να έχει προκύψει δηλαδή ένα νέο όμορο κόμμα με ρεύμα, χωρίς μνημόνια και αγανακτισμένους και χωρίς πόλωση.

Ο καθένας εξηγεί ό,τι έγινε από τη σκοπιά του: έτσι είναι η πολιτική. Αλλοι κατηγορούν τον Αλέξη Τσίπρα για το γεγονός ότι επέτρεψε τη διγλωσσία, άλλοι για την κακή του καμπάνια που επικεντρώθηκε στην ανάδειξη του Πρωθυπουργού ως ένα είδος Βελζεβούλ (που ήταν και σατανικός αλλά και ανίκανος!) και άλλοι στέκονται στα προεκλογικά λάθη. Εγώ βλέπω κάτι πιο απλό: πως ο Τσίπρας, τα στελέχη του και ο ΣΥΡΙΖΑ συνολικά παρασύρθηκαν από ένα είδος εικονικής πραγματικότητας, δίνοντας ειδικό βάρος στο Διαδίκτυο και στα περίφημα social media. Που χτίζουν μεν πολιτικές καριέρες, πλην όμως δεν είναι ο πραγματικός κόσμος. Το τίμημα αυτής της κατανόησης πληρώθηκε πολύ ακριβά την περασμένη Κυριακή – και δεν παίρνω και όρκο ότι υπάρχει όντως κατανόηση.

Ολη η αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να είχε για τέσσερα χρόνια έναν και μόνο στόχο: τα likes στο Facebook και τα retweets και τις «καρδούλες» στο Twitter – τελευταία και τη δημιουργία «ακολούθων» στο TikTok. Η αλήθεια είναι πως αρκετοί πολιτευτές κατάφεραν να πάρουν το «χρίσμα» για να μπουν σε ψηφοδέλτια χάρη στο Διαδίκτυο. Επίσης χάρη σε αυτό πολλοί έχουν εξασφαλίσει τη σταθερή παρουσίαση των απόψεών τους, αλλά και έναν κόσμο που αυτές μοιάζει να τις περιμένει. Είναι π.χ. πολύ χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις του Παύλου Πολάκη αλλά και της Ελενας Ακρίτα: αν τα social media δεν υπήρχαν, δεν ξέρω αν θα υπήρχε και τόσος κόσμος να ασχολείται μαζί τους. Αλλά η συνεχής ενασχόληση με αυτά, όσο και αν έκανε καλό στους ίδιους, δεν έκανε καλό στον ΣΥΡΙΖΑ: ίσα-ίσα. Οι δικές τους προσωπικές απόψεις συχνά ήταν ίδιες με αυτές του κόμματος, όχι όμως πάντα. Αλλά στον κόσμο του Διαδικτύου όλα γίνονται ένα. Και έτσι, ενώ ο Πολάκης π.χ. εισπράττει από τον λαό του τα likes του, ο ΣΥΡΙΖΑ εισέπραξε τη δυσφορία της τοξικότητάς του.

Στον κόσμο του Διαδικτύου μια ομάδα 1.000 ή 2.000 φανατικών που συσπειρώνονται σε κάποια ομάδα μπορούν πραγματικά να τρελάνουν άνθρωπο. Μπορεί επαινώντας κάποιον να τον κάνουν να πιστεύει ότι είναι η σημαντικότερη προσωπικότητα της μοντέρνας Ελλάδας. Μπορεί με τις ασταμάτητες και συντονισμένες επιθέσεις τους να σε κάνουν να σωπάσεις ή να μην τολμάς να τοποθετηθείς «για να μην μπλέξεις» – μου έχει τύχει. Μπορεί επίσης να δημιουργήσουν μια διαδικτυακή πραγματικότητα υπαρκτή και συγχρόνως ανύπαρκτη: υπαρκτή γιατί υφίσταται και την αισθάνεσαι και ανύπαρκτη γιατί δεν έχει μεγάλη σχέση με το τι ακριβώς επικρατεί ως τάση στην ίδια την κοινωνία. Για 5.000 ή και για 10.000 ή και για 50.000 ακολούθους της η Ακρίτα, για παράδειγμα, μπορεί να είναι η σοφότερη πολιτική αναλύτρια του καιρού μας. Το μέγεθος των υποστηρικτών μοιάζει τεράστιο. Αλλά μπροστά στα 6.000.000 των ψηφοφόρων οι ακόλουθοι αυτοί είναι ένα νούμερο ελάχιστο – μηδαμινό.

Τα πιο πολλά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ έπαθαν το εξής απλό: βρίσκοντας στα social media ένα κοινό που χαίρεται με τους καβγάδες, τις αντιπαραθέσεις, τον μηδενισμό και την έκφραση της αγανάκτησης, πρώτα άρχισαν να απευθύνονται σε αυτό αποκλειστικά και μετά άρχισαν να το τροφοδοτούν με ό,τι ήθελε, όχι να ακούει, αλλά να ασχολείται. Στη διάρκεια της αντιπολιτευτικής θητείας του ο ΣΥΡΙΖΑ έμοιαζε να ενδιαφέρεται πώς θα δώσει σε αυτό το κοινό αντικείμενο (δηλαδή πολιτικούς αντιπάλους) να ασχολείται. Στην αρένα των social media τα «λιοντάρια» του ΣΥΡΙΖΑ κατασπάραξαν κόσμο και κοσμάκη: την υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη που «ήξερε ότι ο Λιγνάδης είναι παιδεραστής», τον Μανόλη Κορρέ που «θα κατέστρεφε την Ακρόπολη», τον Σωτήρη Τσιόδρα που «θα γινόταν υπουργός κι έπαιζε παιχνίδι για τον Μητσοτάκη», τον Στέλιο Πέτσα «που μοίραζε λεφτά στα «πετσωμένα» Μέσα», τον Διονύση Σαββόπουλο γιατί τόλμησε να πει την άποψή του, τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη – πρώτο από όλους. Ακόμα χειρότερα, με τον καιρό, η εικονική πραγματικότητα του Διαδικτύου έμοιαζε να τους γίνεται πιο βολική από την ίδια την πραγματικότητα. Δεν είχε σημασία αν η μικρή Μαρία, που πέθανε στον Εβρο, δεν υπήρξε ποτέ: στο Facebook υπήρξε και στο Twitter ήταν νούμερο 1 στη λίστα ενδιαφερόντων του κοινού. Την περασμένη Κυριακή στον διαδικτυακό λογαριασμό ενός από τους πιο ενεργούς δημοσιογράφους δημοσιεύθηκε «τιτίβισμα» που ζητούσε από τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ να μην πιστεύουν αυτά που μεταδίδουν τα συστημικά μέσα και να περιμένουν τα αποτελέσματα στις 10 το βράδυ. Και εκατοντάδες έκαναν retweet: οι ίδιοι που μετά τις 10 έγραφαν πως έγινε νοθεία – μιλάμε για καταπληκτικές αντιδράσεις κουταμάρας.

Ποτέ δεν περίμενα ότι τα social media θα γίνονταν πεδίο πολιτικής δράσης. Εγιναν. Μόνο που δεν είναι ούτε πολιτική ούτε δράση. Είναι απλώς ένας βολικός χώρος που επιτρέπει σε ανθρώπους να εκθέτουν απόψεις – τίποτα περισσότερο. Συνήθως μάλιστα οι άνθρωποι σε αυτά απλώς μπουρδολογούν και πολλοί το κάνουν πληγώνοντας άλλους ανθρώπους δείχνοντας μια έλλειψη παιδείας. Oλα αυτά δεν μπορείς να τα παίρνεις στα σοβαρά. Αν ζεις για αυτά, αλίμονό σου: ο πραγματικός κόσμος των ψηφοφόρων είναι κάτι άλλο και είναι αυτός που ψηφίζει. Oχι αυτός που κάνει like…