Το εφετινό Πάσχα είχαμε τη μεγαλύτερη έξοδο των τελευταίων δέκα χρόνων από την πρωτεύουσα Αθήνα με βάση τις ανακοινώσεις της Τροχαίας. Η πρωτεύουσα άδειασε – όποιος έμεινε πίσω έλεγε ότι το πράγμα θύμιζε Δεκαπενταύγουστο. Πολύς κόσμος (όχι τόσος πολύς όσο το Πάσχα, αλλά πολύς…) έφυγε και στο προηγούμενο τριήμερο: την περασμένη Δευτέρα ήταν Πρωτομαγιά που ναι μεν «δεν είναι αργία, αλλά απεργία», πλην όμως μας προέκυψε εφέτος στην αρχή της εβδομάδας. Το τριήμερο της Πρωτομαγιάς ήταν κάτι σαν μπόνους για τους πιστούς των τριημέρων: το συνηθισμένο είναι, μόλις περάσει το Πάσχα, όλοι αυτοί οι πιστοί να κοιτάζουν πότε είναι του Αγίου Πνεύματος, γιατί τότε προκύπτει πάντα τριήμερο. Και το τριήμερο είναι εδώ και μερικά χρόνια το όνειρο της χώρας.

Πώς φτάσαμε ως εδώ; Δεν είναι απλό. Δεν είναι επίσης εύκολα εξηγήσιμο το σουξέ της εν λόγω συνήθειας που έγινε λατρεία. Θέλω να πω πως οι τρέχουσες οικονομικές συνθήκες δεν είναι και τέτοιες που να καθιστούν το τριήμερο απλή και ανέμελη διαδικασία. Η βενζίνη κοστίζει πολύ. Τα εισιτήρια στα πλοία «τσούζουν»: η σκέψη να πάρεις και αμάξι στο νησί είναι σχεδόν απαγορευτική. Το να βρεις δωμάτιο κάπου της προκοπής χωρίς να πληρώσεις του κόσμου τα χρήματα ισοδυναμεί με το να κερδίσεις στο «ξυστό»: ως πιθανότητα υπάρχει, αλλά μόνο ως πιθανότητα. Κι όμως ο κόσμος, σε κάθε ευκαιρία, ειδικά μόλις καλοκαιριάσει, φεύγει για τριήμερο. Και ας ταλαιπωρείται στα καταστρώματα πλοίων. Και ας του φαίνεται κάθε φορά που βγαίνει στην Εθνική με το αυτοκίνητο πως ακόμα και το κόστος των διοδίων έχει μεγαλώσει από την προηγούμενη. Και ας ξέρει πως τα όσα θα πληρώσει για το τριήμερο θα γίνουν λόγος για να μείνει σπίτι δύο-τρεις εβδομάδες στη σειρά βλέποντας τηλεόραση και χωρίς να παραγγείλει ούτε πίτσα. Και ας γνωρίζει πως αυτό που λέμε τριήμερο δεν είναι καν τριήμερο. Δεν υπερβάλλω. Φεύγεις Παρασκευή απόγευμα, ταξιδεύεις τουλάχιστον τρεισήμισι ώρες συνήθως και γυρνάς Κυριακή βράδυ ή το πολύ το μεσημέρι της επόμενης- συνολικά είναι ζήτημα να λείπεις από την πόλη 50-60 ώρες. Ολο αυτό υπό κανονικές συνθήκες είναι περισσότερο ταλαιπωρία παρά διασκέδαση: ούτε στον στρατό δεν έπαιρνες τρένα και λεωφορεία να πας στην πόλη σου από τα σύνορα, όταν σου έδιναν μια απλή σαρανταοκτάωρη άδεια – ζητούσες «οδοιπορικά». Ομως παρόλο που το ξέρεις πως όλο αυτό που αποκαλείται «τριήμερο» στο τέλος μπορεί να είναι απλώς μια ταλαιπωρία, το κάνεις και το ξανακάνεις.

Γιατί; Πρώτα από όλα γιατί συνολικά έχουν περιοριστεί τα τελευταία χρόνια οι ημέρες των καλοκαιρινών διακοπών. Αν δεν έχεις την τύχη να σου έχει προκύψει ένα σπίτι από οικογενειακή κληρονομιά σε ένα όμορφο χωριό που σε περιμένει, είναι ζήτημα αν αντέχει το πορτοφόλι σου μία κανονική εβδομάδα διακοπών. Δεν είναι μόνο ότι η καλοκαιρινή Ελλάδα έχει ακριβύνει: είναι ότι αισθάνεσαι πως ολόκληρος ο προσανατολισμός των σοβαρών ταξιδιωτικών επιχειρήσεων έχει ως στόχο ξένους – και μάλιστα ούτε καν με μεγάλα πορτοφόλια. Στα πιο πολλά νησιά αισθάνεσαι πως αντί για εσένα θα προτιμούσαν κάποιον Γερμανό, Ολλανδό, Αγγλο, Αμερικανό κ.τ.λ. Δεν είναι ότι δεν σου φέρονται καλά ή δεν σε προσέχουν: είναι ότι νιώθεις πως αυτό που έχουν φτιάξει δεν το έφτιαξαν έχοντας εσένα στο μυαλό τους. Ενας φίλος που είχε πάει πέρυσι οικογενειακώς σε ένα από τα μεγάλα νησιά της χώρας μας, μου έλεγε ότι ένιωσε την ντροπή όσωνδούλευαν περιμένοντας ξένους, ενώ έπρεπε να τον περιποιηθούν. Οι ταξιτζήδες του νησιού έπρεπε να βάλουν ταξίμετρο και ελαφρώς δυσφορούσαν. Οι ταβερνιάρηδες κάτι τους κερνούσαν πάντα (συνήθως τα γλυκά…) για να δικαιολογηθούν για τις τιμές, που δεν ήταν για αυτόν και την οικογένειά του, αλλά για κάτι Γερμανούς που είχαν το μαγαζί για στέκι. Οι ξενοδόχοι επίσης μοίραζαν καλημέρες, ενώ διάβαζε το συννεφάκι της σκέψης τους που έλεγε πως τα δωμάτια ακρίβυναν 30% τα δύο τελευταία χρόνια «γιατί προηγήθηκαν τα άσχημα καλοκαίρια της πανδημίας»-που, μεταξύ μας, δεν υπήρξαν ποτέ, γιατί καλοκαιριάτικα όλα ανοιχτά ήταν πάντα. «Εμεινα μία εβδομάδα και ήθελα να πάω στον τοπικό δήμαρχο να του ζητήσω συγγνώμη για την επίσκεψη», μου έλεγε γελώντας. Τουλάχιστον ήταν από τους λίγους που είχε όρεξη να συζητήσει για διακοπές: διότι πλέον όλοι μιλάμε μόνο για τριήμερα.

Τα ζευγάρια που είναι ακόμα μαζί έχουν πάντα να σου κάνουν μια υπόδειξη για κάποιο τριήμερο στο οποίο είχαν πάει και πέρασαν υπέροχα: σου το λένε με τον ίδιο τρόπο που προσπαθούν να σε πείσουν πως ανακάλυψαν μια πιτσαρία στο Χαλάνδρι που δεν υπάρχει ούτε στην Μπολόνια – μοιράζονται τη γνώση τους για το τι σημαίνει ωραίο τριήμερο σαν να πρόκειται για μάθημα ζωής. Τα ζευγάρια που έχουν χωρίσει επικαλούνται πάντα τα τριήμερα στην εξιστόρηση του χωρισμού τους: εναλλάξ, πρώτα αυτός και μετά αυτή, θα σου πουν σε ποιο τριήμερο πήγαν κάπου και τσακώθηκαν. Πλέον το «δεν με άκουγε ποτέ» έχει να κάνει κυρίως με τα τριήμερα – σε όλα τα άλλα προκύπτουν συμφωνίες, έστω και δύσκολες. Αν ακόμα γράφονταν ελληνικά τραγούδια, κάποιος θα έγραφε το «ήταν τριήμερο τη μέρα που σε γνώρισα, πώς θες εσύ για καλοκαίρια να μιλάμε;». Και θα ήταν σουξέ.

Οταν ο κόσμος επιστρέφει από το τριήμερό του νομίζεις πως η οικονομική κρίση στην Ελλάδα δεν έχει έρθει ποτέ: ακούς παντού όσους έφυγαν να λένε πόσο ωραία πέρασαν ή πόσο χάλια ήταν όλα. Οι πρώτοι ορκίζονται πως όπου τα βρήκαν όλα υπέροχα θα ξαναπάνε (κι ας τους έχει κοστίσει το τριήμερο ένα μηνιάτικο…), οι δεύτεροι σχεδόν σου επιτίθενται λες και τους έχεις στείλει κάπου εσύ ή σου απολογούνται ζητώντας σου να μη βγάλεις συμπεράσματα για το γούστο τους από την ατυχή επιλογή τους. «Στο άλλο τριήμερο όλα θα τα κάνουμε αλλιώς» σε καθησυχάζουν, λες και έχεις σκοπό να πας μαζί τους.

Σε κάθε περίπτωση, ο κόσμος μιλάει για τα τριήμερα σαν να είναι αυτά το πιο μεγάλο του θέμα – όπως ήταν κάποτε οι διακοπές του: οι καιροί που οι τράπεζες έδιναν «διακοποδάνεια» δεν είναι τόσο μακρινοί. Κι αν ανησυχώ είναι γιατί «τριημεροδάνεια» δεν έχω ακούσει ακόμα να σκέφτονται να αρχίσουν να δίνουν. Αλλά δεν είμαστε και μακριά…