Μια καριέρα που μετρά περίπου 40 χρόνια, με εμφανίσεις στις μεγαλύτερες σκηνές, με δεκάδες ηχογραφήσεις και με τεράστιο ρεπερτόριο που εκτείνεται από τον Γκλουκ, τον Μότσαρτ και τον Ντονιτσέτι έως τον Γκουνό, τον Βέρντι, τον Μασνέ, τον Πουτσίνι, ακόμα και τον Βάγκνερ!

Ο Ρομπέρτο Αλάνια δικαίως θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους λυρικούς τραγουδιστές των ημερών μας, ένας καλλιτέχνης ιδιαίτερα αγαπητός στο κοινό, που γεμίζει ασφυκτικά τις αίθουσες σε κάθε εμφάνισή του. Ο σικελικής καταγωγής γάλλος τενόρος χθες, Κυριακή 7 Δεκεμβρίου, έκανε το ντεμπούτο του στην Εθνική Λυρική Σκηνή ερμηνεύοντας για μία και μοναδική βραδιά τον Μάριο Καβαραντόσι στην «Τόσκα» του Πουτσίνι, δίπλα στη σύζυγό του υψίφωνο Αλεξάντρα Κούρζακ, που εμφανίζεται στον ρόλο της Φλόρια Τόσκα.

Η sold-out εµφάνιση µάς έδωσε την αφορµή να µιλήσουµε µαζί του τηλεφωνικά από το Παρίσι, όπου βρισκόταν μέχρι πρότινος ερμηνεύοντας για άλλη μια φορά τον Μάριο Καβαραντόσι, και να ανακαλύψουμε πως εκτός από εξαιρετικός τραγουδιστής είναι και ένας τρυφερός, χαριτωμένος και γεμάτος χιούμορ άνθρωπος.

Κύριε Αλάνια, έχετε, αλήθεια, μετρήσει πόσους Μάριο Καβαραντόσι έχετε ερμηνεύσει μέχρι σήμερα;

«Πολλούς, πάρα πολλούς, αλλά δεν ξέρω πόσους ακριβώς. Οταν ήμουν νέος, σπούδασα για να γίνω λογιστής και δούλεψα ως λογιστής για έναν μήνα. Τότε είπα: “Ποτέ ξανά! Στη ζωή µου δεν θα µετρήσω ποτέ ξανά, τίποτα!”. (γελάει) Επειτα από τόσα χρόνια επαγγελματικού τραγουδιού, έχω εμφανιστεί πολλές φορές στην “Τόσκα” και για να σας πω την αλήθεια δεν παύω να εκπλήσσομαι που τα κατάφερα έτσι!».

Να εκπλήσσεστε γιατί;

«Γιατί δεν περίμενα ότι θα έκανα μια τόσο μεγάλη σε διάρκεια καριέρα. Ολα αυτά τα χρόνια πέρασαν τόσο γρήγορα, δεν κατάλαβα πώς! Είναι απίστευτο, αλλά μέσα μου μοιάζει να μην έχει αλλάξει τίποτε από τότε που ξεκινούσα. Στέκομαι πάντα στη σκηνή με την ίδια φλόγα, με την ίδια φωτιά στην καρδιά μου, με το ίδιο πάθος που είχα στα νιάτα μου».

Εχετε ερµηνεύσει εξαιρετικά πλούσιο ρεπερτόριο, που περιλαµβάνει από τους πιο λυρικούς ως τους πιο δραματικούς ρόλους για τενόρο. Ηταν επιδίωξή σας ή απλώς ήταν ευκαιρίες που ήρθαν στον δρόμο σας;

«Εκτός από τη διάρκεια της καριέρας μου, και το ρεπερτόριό μου είναι πολύ μεγαλύτερο από όσο περίμενα! Οταν μου προσέφεραν νέους ρόλους, ήμουν πάντα διστακτικός, αρχικά έλεγα: “Μάλλον όχι, είναι πολύ για εµένα, δεν θα τα καταφέρω”. Τελικά, στην πράξη, φαίνεται πως τίποτα δεν ήταν πολύ για εμένα. (γελάει) Είπα ρόλους που δεν φανταζόμουν πως θα τους έλεγα».

Διάβασα πως κάνατε το ντεμπούτο σας το 1983 ως Τόνιο στο «Κορίτσι του Συντάγματος» του Ντονιτσέτι.

«Κατά κάποιον τρόπο… Στην πραγματικότητα ήταν μια μαθητική παράσταση τα χρόνια που ακόμη σπούδαζα. Εκείνη την εποχή μάθαινα κλασικό τραγούδι αλλά τραγουδούσα ακόμα, για να βγάλω τα προς το ζην, στα καμπαρέ. Εμφανιζόμουν κάθε βράδυ και τα Σαββατοκύριακα κάναμε γκαλά όπου τραγουδούσα και ρόλους όπερας.

Επειτα από μερικά χρόνια, το 1988, τραγούδησα με την Glyndebourne Touring Opera τον Αλφρέντο στην “Τραβιάτα” και ο μάνατζέρ μου εκείνη την εποχή, ο σπουδαίος Ζαν Μαρί Πουαλβέ, μου είπε: “Είναι καλύτερο να βάλουμε στο βιογραφικό σου ότι ξεκίνησες ως Αλφρέντο από την Glyndebourne”, γιατί είναι ένα θέατρο με μεγάλο κύρος».

Αναφερθήκατε στα χρόνια που εργαζόσασταν ως τραγουδιστής στα καμπαρέ στο Παρίσι. Τι έχετε κρατήσει από τότε;

«Φανταστικά χρόνια! Το πέρασμά μου από τα καμπαρέ ήταν μεγάλο σχολείο για εμένα. Ηταν καλύτερο και από ωδείο. Γιατί στο ωδείο τραγουδάς ίσως μία, δύο φορές την εβδομάδα. Στο καμπαρέ τραγουδούσα πολλές ώρες κάθε βράδυ. Και κατά τη διάρκεια της ημέρας μπορούσα να μελετήσω όπερα. Οπως καταλαβαίνετε, περνούσα όλο το εικοσιτετράωρο τραγουδώντας, από άριες μέχρι Κόουλ Πόρτερ».

Ηταν όνειρό σας να γίνετε τραγουδιστής της όπερας; Ηταν ο στόχος της ζωής σας;

«Οχι! Θυμάμαι τον θείο μου να τραγουδά όπερα και εμένα μικρό παιδί να σκέφτομαι πως ήταν υπερήωρας. Ολους όσοι τραγουδούσαν όπερα τους θεωρούσα υπερήρωες, προικισμένους με ένα εξαιρετικά σπάνιο δώρο που δεν το είχαμε εμείς οι κοινοί θνητοί.

Μου άρεσε να τραγουδώ και ξεκίνησα από πολύ νέος με λαϊκά και ποπ τραγούδια. Ηταν πιο προσιτά για εμένα, δεν φανταζόμουν πως θα μπορούσα να τραγουδήσω όπερα. Οταν άρχισα να μελετώ κλασικό τραγούδι και όταν τραγούδησα την πρώτη μου όπερα, τότε μόνο σκέφτηκα το ενδεχόμενο καριέρας. Και πάλι μου φαινόταν “πολύ”, δεν ήμουν σίγουρος πως μπορούσα να τα καταφέρω. Ημουν ένας ντροπαλός και ταπεινός νέος».

Ανοιξαν εύκολα οι πόρτες των θεάτρων;

«Για εμένα όλα ήταν αρκετά δύσκολα. Ημουν, όπως σας είπα, ντροπαλός. Ποτέ δεν έκανα, για παράδειγμα, ραντεβού με έναν διευθυντή όπερας για να του πω: “Σε δύο χρόνια θέλω να τραγουδήσω αυτό και στη συνέχεια θα ήθελα να τραγουδήσω εκείνο”. Ποτέ στη ζωή μου! Ολα όσα έκανα ήταν επειδή μου τα πρότειναν. Και περισσότερες φορές είπα “όχι” στις προτάσεις που μου έκαναν παρά “ναι”».

Κοιτώντας πίσω τον νεανικό σας εαυτό, θεωρείτε πως έχετε αλλάξει πολύ;

«Oχι! Απλώς, όταν είσαι νέος, στην προσπάθειά σου να ξεχωρίσεις και να επιβληθείς, υποκρίνεσαι – ακόμα και χωρίς να το καταλαβαίνεις – πως είσαι κάποιος άλλος. Ετσι, όταν ξεκίνησα κι εγώ έκανα τον πολύ σοβαρό, τον αυστηρό, εμφανιζόμουν στην πρόβα με γραβάτα και κοστούμι… (γελάει) Καταλαβαίνετε. Προσπαθούσα να είναι όλα στην πένα. Εκείνα τα χρόνια ακόμα και αν τραγουδούσες με τους μεγαλύτερους αστέρες ήταν αδύνατον να τους πλησιάσεις.

Τώρα τα πράγματα είναι πιο χαλαρά, όλοι είναι φίλοι και μιλάνε με όλους, μπορείς να πας στην πρόβα με το τζιν σου. Κοιτάζω με τρυφερότητα τον νεανικό εαυτό μου, που προσπαθούσε να παίξει έναν άλλον ρόλο, να υιοθετήσει τη συµπεριφορά που υποτίθεται πως έπρεπε να έχει ένας τενόρος-σταρ.

Το προσπάθησα για ένα, άντε για δύο χρόνια, μετά κουράστηκα να παίζω αυτόν τον χαρακτήρα και τα παράτησα. (γελάει) Είπα στον εαυτό μου: “Πρέπει να δείχνεις αυτό που πραγµατικά είσαι, σε κάθε περίσταση!”.

Κατάλαβα πως έτσι τα πράγματα θα ήταν πιο απλά και πως δεν θα σπαταλούσα ενέργεια πολύτιμη για το τραγούδι. Εγινα ο εαυτός μου και ησύχασα! Εκτοτε προσπαθώ πάντα να είμαι ειλικρινής, γενναιόδωρος και πολύ απλός. Προσιτός στο κοινό, στον συνάδελφο, σε όλους. Στην πραγματικότητα, αυτό ήταν και είναι ο αληθινός μου χαρακτήρας».

Επιστρατεύοντας την πείρα σας στη ζωή και στη σκηνή, τι συμβουλή θα δίνατε στον νεαρό Ρομπέρτο ή σε έναν νέο τενόρο που ονειρεύεται μια καριέρα σαν τη δική σας;

«Καμία συμβουλή! Είναι πολύ επικίνδυνο να δίνεις συμβουλές στους νέους ανθρώπους, σε όλους τους ανθρώπους. Το να γίνεις τενόρος ή τραγουδιστής είναι γιατί η φύση το έχει “προγραμματίσει” για εσένα. Σε έχει φτιάξει για αυτό, έχεις τα συστατικά που χρειάζονται για να ανοίξεις το στόμα σου και να τραγουδήσεις. Αν παρέμβει ένας τρίτος και αρχίσει να δίνει συμβουλές, παρεμβαίνει σε αυτόν τον “προγραμματισμό” και μπορεί να κάνει κακό. Η φωνή είναι κάτι πολύ ιδιαίτερο και προτιμώ να μη δίνω συμβουλές. Ξέρετε ποιος είναι ο Τζουζέπε Ντι Στέφανο;».

Ναι, φυσικά, ένας από τους μεγαλύτερους τενόρους στην ιστορία…

«Ακριβώς! Τον είχα γνωρίσει όταν ήμουν πολύ νέος. Ηταν ένας ευγενικός, χαριτωμένος, έξυπνος και αστείος άνθρωπος. Μου είχε πει: “Μη µου δίνεις συµβουλές, θέλω να κάνω τα λάθη µου µόνος µου”. (γελάει) Το έχω κρατήσει αυτό. Είναι μια φιλοσοφική φράση, από τα λάθη σου μαθαίνεις, βελτιώνεσαι, γίνεσαι καλύτερος. Δεν είναι εύκολο, είναι όμως κάτι που πρέπει να το ζήσεις στην πορεία προς τη βελτίωση του εαυτού σου».

Ποιος είναι ο πιο αγαπημένος σας ρόλος;

«Αγαπώ όλους τους χαρακτήρες και όλες τις όπερες που έχω ερμηνεύσει, επειδή πάνω από όλα αγαπώ τη μουσική. Αν όμως πρέπει να διαλέξω, θα ήθελα να σταθώ στον “Σιρανό ντε Μπερζεράκ” του Αλφάνο. Είναι πολύ ντροπαλός, ένας άνδρας με σύνδρομα… Tο κόμπλεξ με τη μύτη του ουσιαστικά συμβολίζει τα σύνδρομα που μπορεί να έχουμε όλοι. Είναι πολύ ανθρώπινος. Προσπαθεί να είναι άριστος σε όλα, δεν αισθάνεται όμως καλά, θα ήθελε ίσως να είναι κάποιος άλλος. Πόσοι από εμάς δεν το θέλουν αυτό; Στην πραγματικότητα όμως είναι σπουδαίος, με πολλές δεξιότητες. Ολοι τον θαυμάζουν, αλλά εκείνος δεν μπορεί να το καταλάβει εξαιτίας των συνδρόμων του. Τον πονώ και τον αγαπώ πολύ!».

Και ο πιο δύσκολος ρόλος του ρεπερτορίου σας;

«Για εμένα όλα σε αυτή τη δουλειά είναι δύσκολα. Για τον τενόρο όλα είναι δύσκολα! Ακόμα και αν πρέπει να τραγουδήσει μόνο μια φράση. Γιατί η υψηλή περιοχή στην οποία τραγουδάει, η θέση της φωνής, δεν είναι φυσιολογική για τους άνδρες, είναι μάλλον ακραία.

Αν είσαι βαρύτονος, σοπράνο ή βαθύφωνος, μέσα σε κάθε όπερα θα βρεις και φράσεις όπου μπορείς να χαλαρώσεις, να ξεκουραστείς. Ο τενόρος δεν ξεκουράζεται ποτέ. Ισως γι’ αυτό είναι συναρπαστικό να είσαι τενόρος, επειδή είναι επικίνδυνο. Μπορεί πιο εύκολα να σπάσει η φωνή, να ακουστεί ένα λάθος… Πρόκειται για μια αρκετά επισφαλή ακροβασία και αυτό δημιουργεί το σασπένς, την πραγματική συγκίνηση για τον τενόρο!».

Στα ρεσιτάλ σας δεν τραγουδάτε μόνο όπερα αλλά και παραδοσιακά και ελαφρά τραγούδια. Ποια ανάγκη σας καλύπτει αυτή η ευρύτητα του ρεπερτορίου, που ένας άλλος λυρικός τραγουδιστής μπορεί και να τη φοβόταν;

«Οπως σας είπα, είμαι λάτρης της μουσικής, ήμουν πριν γίνω τραγουδιστής, συνεχίζω και θα είμαι για πάντα. Αγαπώ τη μουσική. Αγαπώ και την επαφή με το κοινό. Θεωρώ πως όταν λαμβάνεις ένα ταλέντο σαν αυτό που έχω, από τον Θεό ή από τη φύση – πείτε το όπως θέλετε –, δεν υπάρχει ωραιότερο από το να το μοιράζεσαι με τον κόσμο. Κάθε συναυλία είναι για εμένα μια υπέροχη αποστολή.

Προσπαθώ πάντα να κάνω το καλύτερο που μπορώ εκείνο το βράδυ. Αν έχεις ένα υπέροχο βιολί μπορείς να παίξεις Μότσαρτ, αλλά μπορείς επίσης να παίξεις τζαζ. Μπορείς να παίξεις τα πάντα. Νομίζω πως αυτό είναι το σημαντικό. Το μήνυμα είναι να επικοινωνείς με το κοινό, όποιο είδος και αν τραγουδάς.

Η μουσική, το τραγούδι, είναι σαν φάρμακο. Στην καθημερινή ζωή σου όταν έχεις πόνο παίρνεις ένα φάρμακο και αισθάνεσαι καλύτερα. Νομίζω πως εμείς οι τραγουδιστές, όπως όλοι οι καλλιτέχνες, είμαστε το φάρμακο για τους ανθρώπους, για να ξεχάσουν έστω για λίγο τον πόνο που τους προκαλούν οι δυσκολίες της ζωής».

Για εσάς ποιο είναι το φάρμακο όταν δεν αισθάνεστε καλά;

«Και πάλι η μουσική! Η μουσική και η οικογένεια! Τα πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή μου είναι η οικογένειά μου και η μουσική. Δεν θέλω γρήγορα αυτοκίνητα, όμορφα σπίτια και ακριβά ρούχα. Προτιμώ την απλότητα. Μια ήσυχη και ευτυχισμένη ζωή με τους δικούς μου ανθρώπους.

Ολη τη μέρα έχω τη σκέψη μου σε αυτούς και όλη τη μέρα ακούω μουσική. Πριν μου τηλεφωνήσετε άκουγα μουσική, μόλις κλείσουμε το τηλέφωνο θα βάλω πάλι μουσική, μαγειρεύω και ακούω μουσική… Και όταν γυρίσω στο σπίτι ή στο ξενοδοχείο έπειτα από μια παράσταση, πάλι θα ακούσω μουσική, εν προκειμένω τον εαυτό μου. (γελάει) Ηχογραφώ κάθε εμφάνισή μου, για να ελέγχω την απόδοσή μου και να βελτιώνομαι».

Διάσημοι συνάδελφοί σας, με τους οποίους είχα τη χαρά να μιλήσω, μου έχουν πει πως δεν ακούν συχνά μουσική επειδή θέλουν να ξεκουράζουν το μυαλό τους. Αυτό πώς σας φαίνεται;

«Ναι, το έχω ακούσει κι εγώ, αλλά δεν μπορώ να το καταλάβω. Είναι σαν να είσαι συγγραφέας, να γράφεις βιβλία, αλλά να μη διαβάζεις ποτέ βιβλία. Δεν σας φαίνεται παράξενο;». (γελάει)

Εχετε αποκτήσει δύο κόρες, την Ορνέλα από τον πρώτο γάμο σας και την 11χρονη Μαλένα από τον γάμο σας με την Αλεξάντρα Κούρζακ. Πώς βιώσατε την πατρότητα και πόσο σας επηρέασε ως άνθρωπο αλλά και ως καλλιτέχνη;

«Εχω και δύο εγγόνια τώρα πια. Εχω γίνει παππούς δύο φορές. Δεν κατάλαβα πώς πέρασαν τα χρόνια και έφτασα ως εδώ, αλλά είναι υπέροχο! Αναπτύσσεις μια ξεχωριστή ευαισθησία όταν γίνεσαι πατέρας ή και παππούς. Είναι κάτι που σε κάνει πιο πλούσιο συναισθηματικά. Νομίζω πως το χρησιμοποιώ αυτό και στη σκηνή και στο τραγούδι μου. Υπάρχει φυσικά και η γυναίκα μου, η σοπράνο Αλεξάντρα Κούρζακ, την οποία λατρεύω!».

Μίλησα πρόσφατα και με εκείνη, με αφορμή τις εμφανίσεις της στην Αθήνα, και της έκανα την ίδια ερώτηση: Πώς είναι η ζωή για δύο τραγουδιστές κάτω από την ίδια στέγη;

«Είναι όμορφη γιατί μοιραζόμαστε το ίδιο πάθος. Μπορούμε να μιλάμε την ίδια γλώσσα. Κοιταζόμαστε και καταλαβαινόμαστε αμέσως. Και όταν κάτι δεν πάει καλά, και όταν είμαστε κουρασμένοι, και όταν έχουμε δυσκολίες, πάλι κατανοούμε πολύ καλά ο ένας τον άλλον. Ετσι μπορούμε να προστατεύουμε και να στηρίζουμε ο ένας τον άλλον. Είναι σημαντικό να μοιράζεσαι το ίδιο πάθος.

Και είναι δύσκολο να είσαι χωριστά, όπως συμβαίνει με εμάς λόγω της δουλειάς μας, για μεγάλα διαστήματα. Προσπαθούμε να μη μένουμε μακριά για πολύ καιρό. Το μυστικό του επιτυχημένου ζευγαριού είναι να μένει μαζί με τα παιδιά του στο σπίτι όσο πιο πολύ γίνεται. Στην περίπτωσή μας είναι δύσκολο, προσπαθούμε όμως να το διαχειριστούμε με απόλυτο σεβασμό ο ένας για τον άλλον».

Γύρω μας συμβαίνουν τρομερά πράγματα. Είστε αισιόδοξος για το μέλλον του κόσμου;

«Προσπαθώ να είμαι αισιόδοξος συνεχώς και για όλα. Προτιμώ να είμαι έτσι παρά να σκέφτομαι άσχημα πράγματα, γιατί η αρνητική διάθεση φέρνει αρνητικά αποτελέσματα. Φοβάμαι, γιατί έχω παιδιά και σκέφτομαι το μέλλον τους. Εχω όμως ελπίδα και πιστεύω στους ανθρώπους. Ακόμα και στις πιο δυσάρεστες καταστάσεις, πάντα ελπίζω σε κάτι καλύτερο».

Κύριε Αλάνια, πώς θα θέλατε να σας θυμούνται;

«Δεν ξέρω τι να σας πω… Νομίζω, το πιο σημαντικό είναι να σε συμπαθούν και να σε αγαπούν όσο ζεις. Το λέω και στη γυναίκα μου συνέχεια. Πως τώρα πρέπει να κάνουμε το καλύτερο για την οικογένεια και τα παιδιά μας, τώρα πρέπει να είμαστε όλοι ενωμένοι, χαρούμενοι και ευτυχισμένοι και να ζούμε καλά, όσο πιο καλά γίνεται.

Γιατί μετά… θα έχουμε πεθάνει! (γελάει)

Θέλω να βλέπω την ευτυχία στα μάτια των ανθρώπων. Χαίρομαι αν έχω συμβάλει και εγώ με τον τρόπο μου σε αυτή την ευτυχία, στη χαρά που μπορεί να νιώσουν έστω για μια στιγμή. Το θεωρώ πολύ πιο σημαντικό από το πώς θα με θυμούνται. Εξάλλου, πολλοί αξιόλογοι τραγουδιστές του παρελθόντος προσπάθησαν να κάνουν τα πάντα για να τους θυμούνται και τελικά τους ξέχασαν!».