Στο κάδρο που είχαν τοποθετήσει έξω από το παλαιοπωλείο, µαζί µε δεκάδες ακόµα παλιατσαρίες (ραγισµένα ποτηράκια του λικέρ, περιοδικά µε σκισµένες σελίδες, ξεµαλλιασµένα κεφάλια από Barbie και κεντηµένες «Καληµέρες» και «Καλλιµέρες»), πόζαρε ένα ζευγάρι. Από εκείνα τα παλιά, τα προπολεµικά, που κοιτούσαν τον φακό σκυθρωπά και αγέλαστα και που τα ενθυµήµατα του κοινού τους βίου ήταν τυπωµένα σε γκριζόµαυρες αποχρώσεις. Δεν υπήρχαν τότε έγχρωµα φιλµ. Ο µεσήλικος άνδρας είχε παχύ µουστάκι (όπως όλοι εκείνα τα χρόνια) και το αραιό µαλλί του το έκανε χωρίστρα στο πλάι και το κολλούσε στο κρανίο µε µπριγιαντίνη. Δίπλα του η γυναίκα είχε επίσης µουστάκι, έστω ένα ελαφρύ χνούδι πάνω από τα χείλη, και φορούσε τσεµπέρι. Σχολιάσαµε γελώντας την τριχοφυΐα της που, αν κρίνω και από άλλες φωτογραφίες εκείνης την εποχής, δεν απασχολούσε ιδιαίτερα τις βαριά εργαζόµενες (πού καιρός για beauté) και καταπονηµένες γυναίκες της επαρχίας. Προσπεράσαµε. Τότε θυµήθηκα πως είναι άκοµψο να γελάς µε τις ατέλειες των άλλων. Ακόµα και αν οι άλλοι είναι δύο πεθαµένοι άγνωστοι που τώρα πωλούνται έναντι 20 ευρώ (τόσο στοίχιζε το κάδρο) ως ρετρό διακοσµητικά για τα «µονδέρνα» σπίτια µας. Πώς είναι δυνατόν να αγοράζει κάποιος φωτογραφίες αγνώστων για να διακοσµήσει µε αυτές τους τοίχους του; Φαίνεται όµως πως το κάνουν πολλοί, αν κρίνω από το πόσες φωτογραφίες – άλλες µικρές, άλλες µεγάλες, άλλες κορνιζαρισµένες, άλλες όχι – πωλούνται στο Μοναστηράκι. Επειτα από χρόνια µπορεί να καταλήξουν εκεί και οι δικές µου; Οι λίγες που κρατώ σε ένα χάρτινο κουτί; Μπορεί κι εγώ, κρεµασµένος στον τοίχο ενός παλιατζίδικου, να διασκεδάζω τους περαστικούς µε τις γκριµάτσες µου, µε τα περιττά κιλά µου, µε τα όχι πάντα ταιριαστά ρούχα µου, µε την αισθητική της εποχής µου που σίγουρα δεν θα είναι και η αισθητική της δικής τους εποχής; Θυµήθηκα έναν παλιό γνωστό ο οποίος, όπως µου είχαν πει τα παιδιά του, σε βαθύ γήρας και όταν πια περίµενε το τέλος, εξαφάνισε εκτός από τη νεανική αλληλογραφία του και όλες τις φωτογραφίες του, αφήνοντας πίσω µόνο δύο-τρεις, τις…εγκεκριµένες, για να τον θυµούνται όπως εκείνος ήθελε. Τότε είχα σχολιάσει την κοκεταρία και τη µαταιοδοξία του. Τώρα, βλέποντας τον κύριο µε το µουστάκι και τη µυστακοφόρο συµβία του «πεταµένους» πάνω στο βρώµικο πεζοδρόµιο, παραδοµένους στη χλεύη του κόσµου, χωρίς να έχουν κανέναν συγγενή να τους προστατεύσει, το σκέφτοµαι σοβαρά: Πιθανώς, αν έχω κι εγώ την πολυτέλεια να τακτοποιήσω τις εκκρεµότητές µου προτού «αναχωρήσω», να ακολουθήσω το παράδειγµά του. Δεν είναι θέµα µαταιοδοξίας, είναι θέµα αξιοπρέπειας. Εκτός αν µε τη βοήθεια του θαυµατουργού photoshop, αυτού του πολύτιµου δώρου της τεχνολογίας προς τον σύγχρονο άνθρωπο, αφήσω πίσω µου δύο-τρία πορτρέτα ανάλογα µε εκείνα του Ντάνιελ Κρεγκ στην πρεµιέρα του νέου Τζέιµς Μποντ. Χωρίς το βελούδινο φούξια σακάκι, αφού δεν µου πάει το χρώµα. Γιατί αν είναι να αναρτηθώ στο Μοναστηράκι, ένας ακόµα ανάµεσα στους εκατοντάδες ρετρό µακαρίτες που πωλούνται σε εξευτελιστικές τιµές, τουλάχιστον να προκαλώ τον θαυµασµό και όχι τον γέλωτα. Δεν είναι, επαναλαµβάνω, θέµα µαταιοδοξίας. Είναι;
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.