Ενα βράδυ, ενώ στα δελτία ειδήσεων γίνονταν ακόμα αναφορές στο πώς θα γίνει η κηδεία και η ταφή του Κωνσταντίνου, στην παρέα μου τέθηκε ένα ερώτημα από αυτά που δημιουργούν ωραίες συζητήσεις χωρίς κανένα απολύτως νόημα. Η ερώτηση ήταν τι θα είχε συμβεί στη χώρα μας αν υπήρχε ακόμα μοναρχία – αν π.χ. το δημοψήφισμα του 1974 δεν το έχανε ο Τέως πανηγυρικά. Συμφωνήσαμε, σχετικά εύκολα, ότι αν το 1974 είχε επιστρέψει ο Κωνσταντίνος θα είχε φύγει ο Καραμανλής, που θα ήταν αδύνατον να συνεργαστεί με το παλάτι, οπότε ό,τι ακολούθησε χάρη στη δική του παρουσία δύσκολα θα είχε συμβεί. Το πιθανότερο είναι ότι θα είχε σχηματιστεί μια φιλοβασιλική κυβέρνηση (άγνωστο από ποιους), δεν θα είχαμε Νέα Δημοκρατία, η πολιτειακή κρίση θα ήταν τόσο μεγάλη ώστε στην τότε ΕΟΚ δεν θα μπαίναμε ποτέ κι ένας Θεός ξέρει τι άλλα προβλήματα θα υπήρχαν π.χ. με την Τουρκία, με νωπό ακόμα το Κυπριακό.

Στο τραπέζι έπεσε μια δεύτερη ερώτηση: τι θα γινόταν αν ο Κωνσταντίνος δεν έφευγε μετά το αντιπραξικόπημα που επιχείρησε, αλλά έμενε εδώ, έκανε, παραμένοντας αδρανής, τα στραβά μάτια για τη Χούντα (όπως ο Χουάν Κάρλος στην Ισπανία λόγου χάριν) και μια μέρα, μετά την πτώση της δικτατορίας, αναλάμβανε και πρωτοβουλίες. Κι αυτό το what if δεν είχε ενδιαφέρον, διότι η εξέλιξη έμοιαζε με αυτή που υπήρχε στο πρώτο ενδεχόμενο. Πάλι θα είχαμε μια φιλοβασιλική κυβέρνηση μετά την παραίτηση ή την παράδοση των συνταγματαρχών, πάλι δεν θα υπήρχε Καραμανλής, πάλι θα παρακολουθούσαμε τις ευρωπαϊκές εξελίξεις εξ αποστάσεως επιστρέφοντας στις προβληματικές του εθνικού διχασμού απλώς για να τσακωνόμαστε μεταξύ μας. Οπότε, για να ανάψει η συζήτηση, φτάσαμε στην απόλυτη αυθαιρεσία. Και αρχίσαμε να συζητάμε τι θα γινόταν αν είχαμε βασιλιά επί ΠαΣοΚ, αν είχαμε βασιλιά επί πτώχευσης και μνημονίων και αν είχαμε βασιλιά στην κρίση της πανδημίας. Αυτό ομολογώ πως είχε πιο μεγάλη πλάκα.

Καταλήξαμε πως βασιλιά επί ΠαΣοΚ δύσκολα θα είχαμε, αφού ο Ανδρέας θα έβαζε θέμα δημοψηφίσματος και θα στήριζε στην ύπαρξή του το σύνθημα της Αλλαγής. Καταλήξαμε πως ο βασιλιάς θα το έχανε το δημοψήφισμα, ακόμα κι αν είχε κερδίσει αυτό του 1974 – η δυναμική του ΠαΣοΚ (και των «λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων», όπως αποκαλούσε ο Παπανδρέου τα κόμματα της Αριστεράς για να τα εγκλωβίζει στα εκλογικά του σχέδια) τη δεκαετία του ’80 ήταν μεγάλη. Πιο δύσκολη ήταν η εκτίμηση για το τι θα γινόταν τον καιρό των μνημονίων. Αν με κάποιον μαγικό τρόπο ο βασιλιάς είχε αντέξει, η πτώχευση μάλλον θα λύγιζε την πίστη ακόμα και των πιο φανατικών του. Ας μην ξεχνάμε πως στα χρόνια της αντιμετώπισης της πτώχευσης όνειρο πολλών αγανακτισμένων ήταν να καεί η Βουλή: σιγά μην τη γλίτωναν τα ανάκτορα! Θα είχαμε του κόσμου τις (επιπλέον) διαδηλώσεις, θα φώναζε το σύμπαν για την ανάγκη δέσμευσης της βασιλικής περιουσίας (όπως π.χ. φώναζαν τότε πολλοί για την εκκλησιαστική περιουσία) και ο Σόιμπλε θα έλεγε πως «δεν γίνεται να έχετε πτωχεύσει και να συντηρείτε και γαλαζοαίματους» – και για αυτή του τη δήλωση μάλλον θα είχε γίνει πιο συμπαθής. Αλλά και στην κρίση της πανδημίας το «τζέρτζελο» με τη βασιλική οικογένεια θα ήταν τεράστιο. Θα έβγαινε ο βασιλιάς και θα έλεγε «Μένουμε σπίτι» και θα του απαντούσαν «πλάκα μας κάνεις», τονίζοντας πως εκείνος θα έμενε σε ανάκτορο. Εφημερίδες θα αποκάλυπταν πως η βασιλική οικογένεια δεν τηρεί το πρωτόκολλο ασφαλείας και πως μόνο ο λαός καταπιέζεται. Θα έδινε μια δεξίωση η Αννα-Μαρία και θα σκανδαλιζόταν το πλήθος γιατί δεν θα είχαν τηρηθεί αποστάσεις. Και όλο και κάποια δημόσια εμφάνιση χωρίς μάσκα θα έκανε ο Κωνσταντίνος για να προκαλέσει το λαϊκό ανάθεμα.

Συμφωνήσαμε πως μόνο μεγάλος μπελάς θα ήταν η διατήρηση της βασιλείας και πως το 1974 ο λαός πήρε μια σοφή απόφαση: αν δεν την είχε πάρει, θα συνέχιζε να ασχολείται μέχρι και σήμερα με τους γαλαζοαίματους. Ωσπου στο τραπέζι υπήρξε μια ένσταση: κανείς μας στη συζήτηση δεν έλαβε υπ’ όψιν την ιδιωτική τηλεόραση και τον ερχομό της. Και το πώς αυτή θα έδινε στη βασιλική οικογένεια μια άλλη διάσταση.

Αυτή η παρατήρηση μάλλον μας τσάκισε – διότι ήταν μια μεγάλη αλήθεια. Σκεφτείτε την ιδιωτική τηλεόρασή μας με βασιλιά στη χώρα: το ξεσάλωμα, ειδικά στα χρόνια της περίφημης ευημερίας, θα ήταν κάτι απίστευτο. Θα είχαμε στα πάνελ των πρωινάδικων ειδικούς για θέματα παλατιού – πραγματικούς απόφοιτους της μεγάλης του Χρήστου Ζαμπούνη σχολής, που θα είχε ανοίξει. Θα είχαμε καθημερινές κρίσεις για το πώς ντύθηκαν οι πριγκίπισσες. Θα είχαμε εξομολογήσεις από πληγωμένους πρίγκιπες. Θα είχαμε love stories ανάμεσα σε πρίγκιπες και στάρλετ της εγχώριας σόουμπιζ – η Αλίκη θα είχε κάνει και σε αυτό σχολή. Θα είχαμε τραγούδια για τις πριγκίπισσες – και δεν αναφέρομαι στην «Πριγκιπέσα» του Σωκράτη Μάλαμα – που θα ανέβαιναν στα χιτ παρέιντ τον καιρό που αυτά τα παρουσίαζε η Ναταλία Γερμανού τα 90s στο MEGA. Θα είχαμε σήμερα και τράπερ που θα έγραφαν και θα τραγουδούσαν(;) «θέλω κότερα, ελικόπτερα για να πετάω και τρία στέμματα για να τα…» ξεσηκώνοντας τις γιαγιάδες. Και θα είχαμε και τρομερά ζητήματα σαν αυτά που απασχολούν την τηλεοπτική επικαιρότητα καθημερινά: ποια πριγκίπισσα έχει τους περισσότερους ακολούθους στο  Instagram; Ποιος πρίγκιπας είναι έτοιμος να μπει στο «Survivor»; Και γιατί η εξαδέλφη του πρίγκιπα τον έκανε unfollow; Αν τα βάλετε κάτω, ως εραστές του τζέρτζελου, πρέπει να θρηνούμε για το χαμένο δημοψήφισμα του ’74. Μέχρι και εξώφυλλο στο παλιό «Νίτρο» θα είχαμε δει κάποια πριγκιποπούλα.

Κάποιος θα πει ότι μπορεί να μη γινόταν τίποτα από όλα αυτά. Oτι μπορεί οι «γαλαζοαίματοι» να ήταν βαρετοί, τρομερά σοβαροφανείς, πολύ μακριά από τα δικά μας. Επιτρέψτε μου να αμφιβάλλω: σιγά μη γλίτωναν. Κάποιοι έγραψαν πως η ήττα του βασιλιά στο δημοψήφισμα του 1974 ήταν ένα είδος τιμωρίας για τα πεπραγμένα του μέχρι τότε. Ισως. Αλλά, όσο το σκέπτομαι, μάλλον γλίτωσαν από εμάς ο Τέως και το σόι του…