Στον δήμαρχο Αθηναίων Κώστα Μπακογιάννη συνηθίζω πάντα να υπενθυμίζω, όποτε συναντιόμαστε, πως όσο παραμένουν κλειστά τα σινεμά Απόλλων και Αττικόν το κέντρο της πρωτεύουσας θα είναι τραυματισμένο. Αυτή η υπενθύμιση γίνεται και ας γνωρίζω ότι για το γεγονός πως οι κινηματογράφοι είναι κλειστοί δεν φταίει ο δήμος, που ό,τι ήταν να κάνει το έκανε. Ελπίζω πάντα να βρει τρόπο να πιέσει για την επαναλειτουργία τους, ειδικά τώρα που με το άνοιγμα του Θεάτρου του Λυκαβηττού επουλώθηκε μια άλλη πληγή. Διότι το κέντρο της Αθήνας με «κλειστό» τον Λυκαβηττό ήταν σαν εστιατόριο πολυτελείας χωρίς roof garden.

Το αγαπάω πολύ το Θέατρο του Λυκαβηττού. Κάποιοι το έβρισκαν και αρχιτεκτονικά πολύ ενδιαφέρον – εννοώ το παλιό. Η αλήθεια είναι πως υπάρχει ένα άγνωστο στο μεγάλο κοινό κομμάτι του, που αν το έχεις δει δύσκολα το ξεχνάς κι αν δεν το έχεις δει δύσκολα πιστεύεις πως υπάρχει. Αναφέρομαι σε αυτό που συναντάς παίρνοντας τον δρόμο που οδηγεί εντός του βράχου και καταλήγει απευθείας υπογείως στα καμαρίνια. Το παλιόθέατρο, εννοώ τον χώρο στον οποίο βρίσκονταν η είσοδος, η σκηνή και οι εξέδρες, πολλοί το έβλεπαν ως ένα αρχιτεκτονικά υπέροχο δημιούργημα, αφού αυτό είχε προκύψει εκεί όπου υπήρχε ένα λατομείο. Εμένα, πάλι, το προηγούμενο θέατρο μου έμοιαζε σαν κομμάτι από πέταλο ενός γηπέδου που επειδή κάπου περίσσεψε το έφεραν στον Λυκαβηττό. Το καινούργιο είναι ολότελα διαφορετικό. Οταν είδα πόσο το θέατρο άλλαξε, κατάλαβα και το γιατί της καθυστέρησης της παράδοσής του και της επανέναρξης της λειτουργίας του. Δεν έγινε ανακαίνιση, αλλά δημιουργία από την αρχή. Ενας χώρος νέος που απλώς συμβαίνει να έχει μια παλιά ιστορία.

Ανακαινίσεις έχει γνωρίσει το θέατρο αυτό αρκετές: η τελευταία έγινε στα seventies, αφού το θέατρο υπέστη μεγάλες ζημιές το 1970 από φωτιά που ξεκίνησε από τα καμαρίνια, τα οποία βρίσκονταν κάτω από τις κερκίδες. Τότε το θέατρο σχεδόν καταστράφηκε και χρειάστηκαν επτά χρόνια για να παραδοθεί ανακαινισμένο και μεγαλύτερο στο κοινό. Οταν άνοιξε ξανά, είχαν προστεθεί δύο κερκίδες για μεγαλύτερη χωρητικότητα, καθώς και πλαστικά καθίσματα τα οποία αντικατέστησαν τους παλιούς ξύλινους πάγκους. Εργα συντήρησης είχαν γίνει σε αυτό και το καλοκαίρι του 2004: τότε, ελέω Ολυμπιακών Αγώνων – δήμαρχοι και αρμόδια υπουργεία είχαν προσέξει ξαφνικά τα πάντα. Τώρα ωστόσο δεν υπήρξε ανακαίνιση. Εγινε κάτι καινούργιο που το βρήκα και εξαιρετικά ενταγμένο στο τοπίο – λίγο vintage, σαν να υπήρχε εκεί από χρόνια και κανείς να μην είχε προσέξει την ύπαρξή του, όπως συμβαίνει με τον λόφο του Λυκαβηττού γενικότερα. Ωστόσο, είτε σου άρεσε η αρχιτεκτονική του παλιού θεάτρου είτε σε εντυπωσιάζει αυτή του καινούργιου, το πράγμα δεν έχει σημασία: το θέατρο του Λυκαβηττού ήταν πάντα οι συναυλίες που φιλοξενούσε. Ολα τα άλλα ήταν απλώς ένα σκηνικό. Και μια βόλτα.

Η πόλη έχει κάμποσους ανοιχτούς χώρους ψυχαγωγίας. Υπάρχουν το Ηρώδειο, το Κατράκειο Θέατρο Νίκαιας, το Θέατρο Βράχων, η Τεχνόπολη στο Γκάζι. Για διάφορους λόγους κανένα από αυτά δεν συγκρίνεται με το Θέατρο του Λυκαβηττού, που δεν ήταν θέατρο αλλά κάτι σαν τόπος για ραντεβού. Στο Θέατρο του Λυκαβηττού συναντιόμασταν όλοι με όλους. Δεν ήταν ρεζερβέ για το ελληνικό έντεχνο, όπως η Τεχνόπολη π.χ. Δεν σε υπέβαλλε απαιτώντας έναν σεβασμό όπως το Ηρώδειο. Δεν θύμιζε αρχαίο θέατρο όπως το Κατράκειο. Είχε μια παράξενη έλλειψη ταυτότητας, πράγμα που επέτρεπε ναπερνάνε από εκεί όλοι. Θυμάμαι τη δεκαετία του ’80 τις συναυλίες του Τάσου Φαληρέα υπό την αιγίδα του περιοδικού «Ντέφι»: πήγαιναν η Ασπα και ο Διονύσης Σαββόπουλος και τους καλησπέριζε ο Μανώλης Αγγελόπουλος.

Στο ίδιο καλοκαίρι μπορεί να περνούσαν από εκεί ο Μίκης Θεοδωράκης και η Λαϊκή Ορχήστρα του, αλλά και ο Λουκιανός Κηλαηδόνης. Το Θέατρο του Λυκαβηττού τούς χωρούσε όλους. Τον Πίτερ Γκάμπριελ που το 1987 βούτηξε στο κοινό του, αλλά και τα τζαζ κουαρτέτα που ομόρφυναν τις νύχτες κάνοντας τον κόσμο να ξεχνά πως βρίσκεται στην Αθήνα. Το Θέατρο του Λυκαβηττού δεν ήταν προορισμός, όπως ας πούμε το Ηρώδειο, που όποιος το γέμιζε ένιωθε ένα είδος επαγγελματικής καταξίωσης: ήταν κάτι σαν στέκι. Εβρισκες εκεί τους Radiohead και τον Morrissey, αλλά και τον Δημήτρη Μητροπάνο. Το διάλεξε κάποτε η Δέσποινα Βανδή, για να πει αντίο στο κοινό της, αφού θα έφευγε για λίγο από την Ελλάδα για να πάει στην Ισπανία, ενώ πρέπει να έχει φιλοξενήσει τρεις φορές το «τέλος» των Πυξ Λαξ, προτού το γεμίσουν για τρεις βραδιές οι φαν του Γιάννη Χαρούλη.

Βέβαια το γεγονός ότι ήταν ανοιχτό σε όλους έχει και κόστος: δεν έχει τους φανατικούς του, όπως π.χ. το Ηρώδειο, για το οποίο διάφοροι ανησυχούν και εξίστανται κρίνοντας το πρόγραμμά του. Και τώρα που άνοιξε δεν ήταν και λίγοι αυτοί που φρόντισαν να γκρινιάξουν για πολλά: γιατί δεν έχει πια πάρκινγκ για όλους, γιατί το έδωσαν αμέσως σε λαϊκοπόπ είδωλα, γιατί ξαφνικά επιβαρύνθηκε η περιοχή κ.τ.λ., κ.τ.λ. Ας τους αντιμετωπίσουμε ως απαραίτητους γκρινιάρηδες: πάντα θα υπάρχουν.

Στην πραγματικότητα, στο Θέατρο του Λυκαβηττού πάντα έπρεπε να περπατήσεις αρκετά για να φτάσεις. Πάντα και το ανέβα και το κατέβα ήταν μια μικρή ταλαιπωρία. Πάντα υπήρχαν συναυλίες που δεν σε αφορούσαν και αναρωτιόσουν ποιος αυτούς που τραγουδάνε πάει να τους δει και γιατί. Πάντα θα ήθελες με κάποιον τρόπο όλα να είναι καλύτερα οργανωμένα και πιο προσεγμένα. Απλώς ήσουν πιο νέος και τίποτα τότε δεν σε πείραζε, ενώ τώρα πολλά δεν τα καταλαβαίνεις γιατί μεγάλωσες.

Σε εσένα, που γκρινιάζεις, θα πρότεινα κυρίως να ανεβείς σε πρώτη ευκαιρία στον Λυκαβηττό. Οχι μόνο για να δεις πόσο άλλαξε το Θέατρο, αλλά γιατί θα θυμηθείς αμέσως τις βραδιές που σε αυτό πέρασες καταπληκτικά. Και αν δεν υπάρχει πια η παλιά σκηνή του, είναι βέβαιο πως θα σου φανεί ότι από κάπου ακούς πάλι τη φωνή του Νίκου Παπάζογλου ή τους Jethro Tull και όλους τους άλλους που κάποτε είδες σε αυτό. Πιστεύοντας, μάλιστα, ακόμα πως τους είδες όλους μαζί το ίδιο βράδυ.