Την ιδέα µού την είχε πει το καλοκαίρι στο Πήλιο. Περιτριγυρισµένος από παιδιά κι εγγόνια, αλλά πάντα µε µια άσβεστη φλόγα που συντηρεί τον γνωστό νεανικό και αγνό ενθουσιασµό, ο κ. Διονύσης Σαββόπουλος µου ανακοίνωσε ότι έχει σκοπό να αναστήσει το γνωστό «Αλσος» στο Πεδίον του Αρεως, χώρο φορτωµένο µε µνήµες µαγικές και υπέροχες αλλά εντελώς παρατηµένο τα τελευταία χρόνια. Ηθελα να του πω ότι µόνο ένας αληθινά τρελός θα τολµούσε κάτι ανάλογο, αφού συνολικά η περιοχή πίσω από τον Πανελλήνιο και γύρω από το µεγάλο πάρκο βούλιαξε, αλλά δεν είπα κουβέντα. Αφενός γιατί µου άρεσε η φλόγα στα µάτια του εθνικού µας τραγουδοποιού και αφετέρου γιατί η γοητευτική περιγραφή του σχεδίου θύµιζε παραµύθι – το είδος του παραµυθιού που έχουµε ανάγκη. «Δεν θα γίνει τίποτα τελικά, διότι κανένας δεν θα τον ακολουθήσει στο εγχείρηµα» είπα µέσα µου, «αλλά είναι τόσο ωραίο να τον ακούς να το λέει, που δεν έχεις κανένα δικαίωµα να προβάλεις ενστάσεις. Στο φινάλε, ποιος είσαι εσύ που θα φέρεις αντίρρηση για το ότι ένας κοτζάµ πρίγκιπας καψουρεύτηκε τη Σταχτοπούτα στο πάρτι που αυτή έχασε το γοβάκι της τρεκλίζοντας γιατί είχε πιει παραπάνω;». Κι όµως, αυτό που το καλοκαίρι κάτω από τα πέντε πλατάνια του Αϊ-Δηµήτρη έµοιαζε όνειρο θερινής νυκτός (κυριολεκτικά και όχι µεταφορικά), λίγους µήνες αργότερα έγινε πραγµατικότητα: ο Σαββόπουλος όχι µόνο έπεισε τον κατάλληλο επιχειρηµατία να βοηθήσει στο σχέδιο αλλά συσπείρωσε γύρω του κι ένα σωρό άλλους ωραίους τρελούς, που προσπάθησαν όχι απλώς να στήσουν ένα εβδοµαδιαίο πρόγραµµα αλλά να µας θυµίσουν ότι οι άνθρωποι ανασταίνουν τους χώρους και οι άνθρωποι σώζουν τις πόλεις. Από µόνο του δεν διορθώνεται τίποτα.
Το 2014, και ενώ μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες είχαν βυθιστεί στη σκληρή οικονομική κρίση, είχα πάει στη Λισαβόνα για δουλειά. Περίμενα να δω μια πόλη με εκατοντάδες κλειστά καταστήματα, πωλητήρια για σπίτια παντού, μουτζουρωμένους τοίχους από συνθήματα κοινωνικής διαμαρτυρίας – εκείνο τον καιρό οι Πορτογάλοι είχαν και εκλογές. Είχα αφήσει πίσω μου μια Αθήνα που έμοιαζε βομβαρδισμένη. Στο Κέντρο τα κλειστά καταστήματα ήταν περισσότερα από τα ανοιχτά, η Πατησίων δεν είχε καλά-καλά ούτε φώτα, η κάποτε υπέροχη Φωκίωνος Νέγρη ήταν γεμάτη φαντάσματα – η εικόνα της εγκατάλειψης στοίχειωνε το Κέντρο και όχι μόνο. Στη Λισαβόνα, αντίθετα, για να δεις τα σημάδια της κρίσης έπρεπε να προσπαθήσεις – οι άνθρωποι υπέφεραν πιο πολύ από τις πόλεις. «Εδώ και τρία χρόνια κάνουμε αγώνα να μείνουμε ζωντανοί» μου έλεγε ένας εστιάτορας που διαφήμιζε ότι μπορεί να μαγειρεύει μπακαλιάρο με πενήντα διαφορετικούς τρόπους. «Τον πρώτο χρόνο δεν είχαμε κέρδη, τον δεύτερο μπορεί να μπήκαμε και λίγο μέσα, αν συνυπολογίσεις την Εφορία και τα ασφαλιστικά. Εφέτος ελπίζω να πάμε μία η άλλη» μου είχε πει, ενώ βρίζαμε τους κακούς Γερμανούς παρέα. «Και γιατί δεν κλείσατε;» τον είχα ρωτήσει. «Και τι να κάνουμε; Κρίση έχουμε, δουλειά δεν πρόκειται να βρούμε αλλού. Από το να φάμε ό,τι έχουμε στην άκρη τεμπελιάζοντας, καλύτερα να στηρίξουμε το μαγαζί» μου είχε εξηγήσει. Σκέφτονταν τότε έτσι και στην Ελλάδα πολλοί: δώσανε και δίνουν τον αγώνα τους για να μην κλείσουν. Αλλά ήταν και πάρα πολλοί αυτοί που το έβαλαν στα πόδια, που παράτησαν μαγαζιά τα οποία δούλευαν χρόνια μόνο και μόνο γιατί δεν είχαν τα μεγάλα κέρδη στα οποία είχαν συνηθίσει. Ή γιατί δεν μπορούσαν να δανειστούν πια από τις τράπεζες και έπρεπε να αγγίξουν τα λεφτά που είχαν στην άκρη. Μέσα στην κρίση είχαμε αυτούς που έφυγαν από την Ελλάδα αναζητώντας μια δουλειά και αυτούς που έφυγαν μένοντας στην Ελλάδα, δηλαδή παρατώντας δουλειές και μάχες.
Μια πόλη παρακμάζει όταν οι κάτοικοί της σταματάνε να δίνουν τον καθημερινό αγώνα για αξιοπρέπεια και προτιμούν να γίνονται θεατές της φθοράς και της θλίψης. Κάποιοι αυτά τα χρόνια καταστράφηκαν: και δεν είναι λίγοι. Αλλά ήταν πιο πολλοί αυτοί που απλώς σήκωσαν τα χέρια μπροστά στην πρώτη δυσκολία – αυτοεξαιρέθηκαν από τη μάχη, παρέδωσαν τα κλειδιά προτιμώντας μια άνευ όρων συνθηκολόγηση. Και έτσι η Αθήνα, αλλά και άλλες πολλές πόλεις, γέμισαν ξαφνικά παρατημένα κτίρια – καθεδρικούς ναούς της δυστυχίας. Ειδικά το κέντρο της πρωτεύουσας αλλοιώθηκε από την εγκατάλειψη – άρχισαν να σιγοσβήνουν και οι μνήμες μας από τα ωραία του χρόνια. Δεν υπάρχουν πόλεις με κλειστά κτίρια: ακόμα και τα πιο άσχημα από δαύτα δημιουργήθηκαν για να στεγάσουν ζωή και όχι για να ρημάζουν. Οταν ρημάζουν τα κτίρια, ρημάζουν και οι πόλεις. Και μαζί και οι άνθρωποι.
Δεν το έχουμε δει μόνο στα χρόνια της κρίσης αυτό: το ξέραμε. Αμφιβάλλει κανείς ότι η παρακμή της πλατείας Ομονοίας ξεκίνησε όταν έκλεισε το εμβληματικό Μινιόν και όταν κάηκε ο Κατράντζος; Η παρακμή δυστυχώς είναι σαράκι – ασθένεια ύπουλη. Δεν είναι σαν την καταστροφή που έρχεται ξαφνικά και καμιά φορά σε αφυπνίζει. Ούτε μοιάζει με την πτώχευση, που αφορά τα λογιστικά. Η παρακμή φθείρει, δηλαδή κάνει τον χρόνο εχθρό σου – τον βάζει να καταστρέφει τα πάντα αργά και βασανιστικά. Και κάποια ημέρα, όταν αντικρίζεις τη διάλυση, αναρωτιέσαι ανήμπορος τι διάβολο έγινε.
Στην Κυψέλη ξανάνοιξε η Δημοτική Αγορά: της δίνουν ζωή οι άνθρωποι με τα μαγαζάκια τους. Σιγα-σιγά ξανανοίγουν εστιατόρια που έκλεισαν. Η σωτηρία της κάθε γειτονιάς, του κάθε εμπορικού δρόμου του κέντρου και των προαστίων, είναι μόνο δική μας υπόθεση: ως διά μαγείας δεν θα συμβεί τίποτε και κανένα κράτος δεν μπορεί να δώσει ζωή σε ό,τι αργοπεθαίνει. Ο Σαββόπουλος επιχειρεί να σώσει έναν ολόκληρο χώρο ξυπνώντας τη νοσταλγία μας, όχι για ξεχασμένα και μελό αισθήματα αλλά για μια ολόκληρη εποχή: την εποχή που οι άνθρωποι αντιστέκονταν στη μιζέρια δουλεύοντας και διασκεδάζοντας σε χώρους που αγαπούσαν. Η προσπάθεια που γίνεται στο «Αλσος» είναι μια κορυφαία καλλιτεχνική πράξη – ας φροντίσουμε να του συμπαρασταθούμε περνώντας από εκεί. Ο στίχος του ο οποίος μιλάει για έναν χειμώνα που πρέπει να πηδήξουμε είναι εφέτος κάτι σαν πολιτικό μανιφέστο.