Οι άνθρωποι είχαν πάντα τη διάθεση να γιορτάζουν ό,τι τους ευχαριστούσε, αλλά και ό,τι τους θύμιζε τις αρετές τους. Σχεδόν σε όλες τις θρησκείες υπήρχαν γιορτές για τον ήλιο. Οι Αρχαίοι Ελληνες γιόρταζαν ακόμα και το κρασί και είχαν γι’ αυτό έναν ειδικό θεό, τον Διόνυσο. Οι κάθε λογής εθνικές εορτές υπάρχουν για να μας θυμίζουν την αυτοθυσία, την ανδρεία, την αγάπη για την πατρίδα. Σε διάφορες θρησκείες εορτάζονται και η μητρότητα και η πατρότητα, και παντού και πάντα η πίστη. Μόνο όμως ο χριστιανισμός έχει φροντίσει ώστε να υπάρχει μια γιορτή της αμφιβολίας, όπως είναι η σημερινή, δηλαδή η γιορτή του Αποστόλου Θωμά. Που δίνει και το όνομα σε αυτή την Κυριακή μας: δεν είναι όπως όλες οι άλλες – είναι του Θωμά.

Του Θωμά οι λαϊκές παραδόσεις, και όχι τόσο η Εκκλησία, του έβαλαν την ετικέτα του άπιστου. Ο Θωμάς, όμως, δεν ήταν άπιστος, ίσα-ίσα. Hταν πιστός μαθητής του Ιησού και από τους πιο αγαπημένους του, κατά τας Γραφάς. Απλώς κάποια στιγμή έφτασε να αμφιβάλλει για την Ανάστασή του. Oχι για τον Λόγο, αλλά για την Ανάσταση. Δεν υπήρξε σε καμία περίπτωση αμφισβητίας: απλώς έδειξε αμφιβολία. Μπερδεύουμε εύκολα την απιστία και την αμφιβολία: δεν έχουν καμία σχέση. Η απιστία είναι πολύ κοντά στην προδοσία. Η βασική διαφορά είναι ότι η προδοσία έχει σχεδόν πάντα αντάλλαγμα, ενώ η απιστία μπορεί να προκύψει ακόμα και για λόγους διασκέδασης. Ο άπιστος είναι συνήθως ένας μεγάλος υποκριτής, ο προδότης αντιθέτως σπανίως κρύβεται, καθώς στις περισσότερες των περιπτώσεων έχει απλώς διαλέξει στρατόπεδο. Oμως η απιστία και η προδοσία ουδεμία σχέση έχουν με την αμφιβολία.

Αυτός που αμφιβάλλει δεν είναι άπιστος, πόσο μάλλον προδότης. Συνήθως είναι απλώς ένας ανήσυχος και προβληματισμένος άνθρωπος. Κάποιος που ψάχνει και ψάχνεται. Κάποιος που θέλει απαντήσεις, όχι από βίτσιο αλλά από μια ανάγκη συχνά εσωτερική. Oταν αποφασίστηκε από την Εκκλησία να τιμάται η γιορτή του Αποστόλου Θωμά, δηλαδή η γιορτή του Αγίου της αμφιβολίας, η Εκκλησία ήταν σαν να προέτρεψε τους πιστούς στην αναζήτηση του οτιδήποτε μπορεί εν τέλει να δυναμώσει την πίστη τους. Δέχθηκε ότι όποιος αμφιβάλλει μπορεί να βρει την πίστη διά μέσου της αμφιβολίας και σε αυτή την περίπτωση η πίστη του θα είναι και δυνατή. Η Εκκλησία τότε πίστευε πως η όποια αμφιβολία του πιστού θα λειτουργήσει υπέρ της και ότι δεν έχει να φοβηθεί απολύτως τίποτα. Διότι όποιος αμφιβάλλει αναζητεί μιαν αλήθεια – αυτή την αλήθεια που στην προκειμένη περίπτωση η ίδια η Εκκλησία πρεσβεύει. Μόνο που όλα αυτά τα ωραία έγιναν εκατοντάδες χρόνια πριν. Και δεν μου φαίνεται ότι ισχύουν τώρα. Οχι στις τάξεις της Εκκλησίας, αλλά γενικά.

Σήμερα πλέον ο άνθρωπος που αμφιβάλλει είναι ένας μεγάλος ύποπτος. Oλοι πλέον φοβούνται τους Αποστόλους Θωμάδες, δηλαδή όσους παραμένοντας σε έναν χώρο, εν τούτοις αμφιβάλλουν. Oλοι πλέον θέλουν πιστούς στρατιώτες και καταναλωτές εντολών χωρίς αντίρρηση – ενίοτε και καταναλωτές συναισθημάτων καθ’ υπόδειξιν. Ζούμε την εποχή που στην πολιτική σκηνή, αλλά και στη δουλειά και στην καθημερινότητα και στην κοινωνική μας ζωή, ισχύει το «ή είσαι μαζί μας ή είσαι εναντίον μας». Μάλιστα, αυτό προβάλλεται μετ’ επιτάσεως: πρέπει πλέον, για να μη δημιουργείς υποψίες για την πίστη σου, να μιλάς και με μια συγκεκριμένη γλώσσα – σαν να δίνεις εξετάσεις. Η περίφημη «πολιτική ορθότητα», για παράδειγμα, είναι μια συνεχής κατάθεση πίστης και όσοι για αυτήν αμφιβάλλουν πρέπει να διαγραφούν μαζικά και ή δυνατόν να μη μείνει ούτε η ανάμνησή τους. Οδεύουμε ολοταχώς προς έναν κόσμο φρικτά βαρετό, όπου οι άνθρωποι θα φοβούνται να διαφοροποιηθούν, θα προσπαθούν να ακολουθούν κυρίαρχα ρεύματα κανόνων και θα τιμωρούνται μεcancel έτσι και έχουν το θράσος να αμφιβάλλουν. Και όλοι μα όλοι θα ξεχάσουν πως η αμφιβολία είναι μια ανθρώπινη αρετή, γιατί ήταν αυτή που πάντα δημιουργούσε ανάγκες για έρευνα. Ερευνα που έφερε πρόοδο.

Ολοι οι μεγάλοι διανοητές της εποχής μας ήταν κατά βάση άνθρωποι που αμφέβαλλαν. Η αμφιβολία ήταν που τους έσπρωξε στο να αμφισβητήσουν πολλά από αυτά που βρήκαν. Ολοι τα έβαλαν με κυρίαρχες αντιλήψεις, δεν δέχθηκαν ότι δεν υπάρχει μια άλλη ματιά, αγωνίστηκαν, όχι απαραίτητα για να πείσουν, αλλά σίγουρα για να διατηρήσουν το δικαίωμα στην υποψία πως πίσω από το προφανές μπορεί να υπάρχει κάτι άλλο – καμιά φορά και το δικαίωμα στην ξεροκεφαλιά που τους οδηγούσε στο συμπέρασμα πως όλα μπορεί να γίνουν αλλιώς. Κάποιοι ήταν γραφικοί, κάποιοι ματαιόδοξοι, κάποιοι υπερβολικά καχύποπτοι, κάποιοι ανυπόφορα ανήσυχοι: όλοι ήταν όμως συναρπαστικοί και ωραίοι τύποι. Ο Σωκράτης, ο Γαλιλαίος και ο Κοπέρνικος, ο Νεύτωνας και ο Αϊνστάιν, ο Μαρξ αλλά και ο Πικάσο και ο Ταρκόφσκι και ο Χατζιδάκις – όλοι αμφέβαλλαν, δηλαδή τους στάθηκε αδύνατο να δεχθούν πως ο κόσμος είναι γεμάτος από απλοϊκές απαντήσεις που οδηγούν σε μία και μόνη κατεύθυνση. Και αυτοί και άλλοι πολλοί στάθηκαν απέναντι σε κυρίαρχες αντιλήψεις με τον τρόπο τους και άνοιξαν παράθυρα στην επιστήμη, στην πολιτική σκέψη, στην Τέχνη: αν ακολουθούσαν την πεπατημένη αντιμετωπίζοντας τα πάντα με τον σεβασμό της αποδοχής των δογμάτων, ο κόσμος μας θα ήταν πιο σκοτεινός και λιγότερο συναρπαστικός.

Ποτέ δεν κατάλαβα όσους δεν αμφέβαλλαν στη ζωή τους για τίποτα: προτιμούσα πάντα όσους τρώγονταν με τα ρούχα τους από όσους νόμιζαν πως είχαν τις φανατικές τους απαντήσεις. Ποτέ δεν κατάλαβα επίσης όσους επιθυμούν την απόλυτη αφοσίωση από την κριτική σκέψη και όσους προτιμούν να έχουν δίπλα τους τυφλούς υπάκουους από το να έχουν ως συνεργάτες σκεπτόμενους ανθρώπους με προσωπικότητα. Ο αφοσιωμένος μπορεί πάντα να βρει κάποιον άλλον να του αφοσιωθεί: καμιά φορά είναι απλά θέμα αμοιβής. Ο τυφλός υπάκουος είναι συνήθως ένας άβουλος άνθρωπος. Ποιος, αλήθεια, τους χρειάζεται αυτούς; Και τι να του προσφέρουν; Στην καλύτερη των περιπτώσεων είναι καλοί κλακαδόροι. Στη χειρότερη είναι απλά ηθοποιοί της ζωής που παίζουν ρόλους ασήμαντους. Ναι, το σκέπτομαι και όταν συχνά προεκλογικά κοιτάζω τις λίστες των κάθε λογής υποψηφίων.

Τιμήστε την Κυριακή του Θωμά με την αμφιβολία σας. Oχι μόνο δεν κάνει κακό, αλλά είναι και ο μόνος τρόπος για να γίνουμε ωραιότεροι και πιο συναρπαστικοί άνθρωποι.