Ο σοφός εκλογολόγος Ανδρεας Δρυμιώτης είπε πρόσφατα σε μια τηλεοπτική εκπομπή ότι μια εκλογική αναμέτρηση κοστίζει περίπου 100 εκατ. ευρώ – τόσο έχει κοστολογηθεί η εκλογική αναμέτρηση στην αμερικανική Πολιτεία της Τζόρτζια, το εκλογικό σώμα της οποίας μοιάζει αριθμητικά με το ελληνικό. Αν κατάλαβα καλά, αυτά τα χρήματα τα ξοδεύει το κράτος για την οργάνωση των εκλογών και τα κόμματα και οι υποψήφιοι για τις καμπάνιες τους: δεν συμπεριλαμβάνονται σε αυτά τα χρήματα που οι ετεροδημότες ξοδεύουν για να ψηφίσουν στα χωριά τους π.χ. Η σημερινή είναι η δεύτερη αναμέτρηση σε τριάντα ημέρες. Το κράτος (δηλαδή εμείς οι φορολογούμενοι) πλήρωσε 200 εκατομμύρια για να υπάρξει μια κυβέρνηση. Και για να πάρουμε συνολικά ως πολίτες δύο μαθήματα: το πρώτο ότι δεν μπορεί στην Ελλάδα να λειτουργήσει ως εκλογικό σύστημα η απλή αναλογική και το δεύτερο ότι δεν ταιριάζει στην ψυχοσύνθεσή μας και κανένα εκλογικό σύστημα δύο γύρων – τουλάχιστον όταν ο σκοπός είναι να υπάρξει κεντρική κυβέρνηση, στις αυτοδιοικητικές εκλογές το πράγμα είναι κομμάτι αλλιώς. Αν τα καταλάβαμε τα μαθήματα, χαλάλι και τα 200 εκατομμύρια.

Γιατί δεν μας ταιριάζει η απλή αναλογική; Η απλοϊκή απάντηση είναι ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει «κουλτούρα συνεργασιών». Πολύ ωραία. Αλλά γιατί δεν υπάρχει; Αυτή νομίζω είναι η σωστή απορία και η απάντησή της είναι απλή: δεν υπάρχει γιατί στην Ελλάδα αντιλαμβανόμαστε τις εκλογές ως μια διαδικασία διαίρεσης και όχι σύνθεσης. Στην πραγματικότητα μετριόμαστε: ούτε προβληματιζόμαστε για το τι μέλλει γενέσθαι ούτε ψάχνουμε σημεία προσέγγισης. Οταν διακόσια χρόνια πριν ιδρύθηκε αυτό που σήμερα ονομάζουμε ελληνικό κράτος, τα πρώτα κόμματα δημιουργήθηκαν στη βάση διαφορών: ήταν το αγγλικό, το γαλλικό, το ρωσικό. Ηταν κόμματα χωρίς σοβαρές ιδεολογικές ιδιοτυπίες και με ηγέτες που απλώς προσπαθούσαν να πείσουν τους ψηφοφόρους για το ποια μπορεί να είναι η καλύτερη εθνική μας προσκόλληση. Και όταν όμως το πράγμα άνοιξε και προέκυψαν κόμματα με μια κάποια ιδεολογική στιβαρότητα και πάλι η εκλογική πρόταση είχε να κάνει με τη διακυβέρνηση και την κατάληψη της εξουσίας και όχι με κάποιο πλαίσιο συνεννόησης και συνεργασίας.

Δεν τα καταλαβαίνουμε αυτά πρώτοι από όλους εμείς οι πολίτες. Θέλουμε κάποιον να μας κυβερνάει για να γκρινιάζουμε, δεν έχουμε πρόβλημα με τις όποιες υποσχέσεις και σαφώς προτιμούμε ο νικητής να πάρει την ευθύνη μόνος του ώστε ή να σταθούμε απέναντί του ή πλάι του. Ο,τι μεγαλώνει τη συμμετοχή σε κυβερνητικά σχήματα (και παράλληλα την ίδια την ευθύνη του πολίτη) μας είναι σχεδόν ακατανόητο: ψηφίζουμε για να φορτωθούν κάποιοι την ευθύνη μας – σιγά μην τους κάνουμε και τη διαδικασία πιο εύκολη. Πάντα είχα την υποψία πως ένα σημαντικό κομμάτι των Νεοελλήνων ψηφίζει απλώς για να μπορεί να γκρινιάζει για τις αποφάσεις όποιου ψήφισε. Για αυτό και θέλει έναν νικητή και όχι κάποιον που προκύπτει μετά από συνθέσεις και συμβιβασμούς. Στην πραγματικότητα, ο κόσμος θέλει να μη δίνει άλλοθι σε όποιον κυβερνάει ώστε να μπορεί να ζητά από τον νικητή τα πάντα: από ρουσφέτια μέχρι τα ρέστα γιατί τον πρόδωσε. Η πολιτική στην Ελλάδα είναι ψυχοπαραπονιάρικη, σαν τα παλιά λαϊκά τραγούδια. Το μικρόφωνο πρέπει να το έχει ένας και να τραγουδάει. Διαδικασίες καραόκε δεν γίνονται ανεκτές.

Τρομερό φιάσκο αποδείχθηκε και ο περίφημος δεύτερος γύρος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτός δεν είναι θεσμοθετημένος (δεν υπάρχει δηλαδή πρόβλεψη), απλώς προέκυψε μετά τις εκλογές του Μαΐου. Δεν είναι η πρώτη φορά που αυτό συμβαίνει: είναι όμως η πρώτη φορά που ο δεύτερος γύρος, παρότι έμοιαζε αναπόφευκτος, αποδείχθηκε απολύτως βαρετός – τόσο βαρετός ώστε η υποψία που έχω είναι ότι αρκετοί δεν θα πάνε σήμερα να ψηφίσουν γιατί απλώς μπούχτισαν από μια ατέρμονη πολιτικολογία που ειδικά τον τελευταίο μήνα ήταν χωρίς περιεχόμενο. Εφταιξε το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου και η μεγάλη διαφορά της Νέας Δημοκρατίας από τον ανταγωνισμό; Μπορεί. Αλλά και μικρότερη να ήταν η διαφορά, πάλι θα ήταν μεγάλη η κούραση. Κυρίως γιατί στόχο πραγματικό είχε μόνο ο Κυριάκος Μητσοτάκης – άντε και τα μικρά κόμματα που προσπαθούν να μπουν στη Βουλή. Οι υπόλοιποι ήταν σαν κομπάρσοι σε ένα σόου που δεν τους άφηνε μεγάλα περιθώρια: ό,τι μπορούσαν να υποσχεθούν το υποσχέθηκαν, ό,τι είχαν να προτείνουν το πρότειναν, ό,τι ήθελαν να επισημάνουν το επισήμαναν. Ο δεύτερος γύρος ήταν για την αντιπολίτευση ειδικά ένα μαρτύριο: σαν να κατεβαίνεις να παίξεις ένα ματς στο οποίο ξέρεις ότι θα χάσεις, χωρίς μάλιστα να μπορείς να ρίξεις και το φταίξιμο σε κανέναν.

Οπου υπάρχει απλή αναλογική υπάρχουν πολίτες που δεν πιστεύουν σε μαγικές λύσεις: εδώ ζούμε για μαγικές λύσεις. Πολλοί αναλυτές, μετά το αποτέλεσμα των εκλογών του Μαΐου, είπαν ότι μπήκαμε σε μια φάση ωριμότητας: αν ωριμότητα είναι να μη θες συμμετοχή σε αυταπάτες, όντως ωριμάσαμε κομμάτι, αν και πολλοί από εμάς πάντα ψηφίζουμε κάποιον από φόβο μην έρθει κάποιος άλλος, και αυτό πολύ ώριμο δεν είναι. Οπου υπάρχει δεύτερος γύρος αυτός είναι προβλεπόμενο να γίνει σε μία, άντε δύο εβδομάδες μετά τον πρώτο: αυτό συμβαίνει γιατί ο νομοθέτης δεν θέλει να ξεφτίσει η όποια πολιτική συζήτηση, γιατί αυτό δεν είναι καλό. Αυτό έγινε εδώ τον τελευταίο μήνα.

Θα θυμάμαι πάντα αυτή την τελευταία προεκλογική περίοδο ως μια διαδικασία σχεδόν βασανιστικής αμηχανίας λίγο-πολύ όλων: σαν ένα ατελείωτο διάλειμμα προτού αρχίσει ένα έργο που μάλιστα το έχεις ξαναδεί. Το μόνο καλό είναι ότι αυτό θα μας οδηγήσει σε κάτι κάπως καινούργιο. Για χρόνια οι νικητές των εκλογών θεωρούσαν ότι μάζεψαν ψήφους γιατί παραδοθήκαμε σχεδόν άνευ όρων στα «θέλω» τους κομμάτι ζαλισμένοι από την προεκλογική φασαρία που τα κόμματα δημιουργούν. Αυτή τη φορά δεν υπήρχε φασαρία και κατά συνέπεια δεν υπάρχει και κανένα συμβόλαιο που κάποιος θα μπορούσε να επικαλεστεί για να κάνει ό,τι θέλει, ξεκινώντας πάντα από όσα στην προεκλογική εκστρατεία μάς έκρυψε. Είμαστε εξουθενωμένοι από μια μακριά προεκλογική περίοδο, αλλά δεν έχουμε παρά να σταθούμε υποχρεωτικά στα πόδια μας όλοι. Πρώτη φορά ακούω παραμονές εκλογών τη φράση «άντε να τελειώνουμε». Οι εκλογές που ήταν κάποτε η γιορτή της δημοκρατίας αυτή τη φορά μοιάζουν να έχουν δημιουργήσει ένα hangover στο κουρασμένο μυαλό μας. Το ωραίο θα αρχίσει από τη Δευτέρα. Και κάποια στιγμή, νικητές και χαμένοι, θα συνέλθουμε.