Ηταν υποτονική αυτή η προεκλογική περίοδος; Ηταν. Πρώτα από όλα γιατί όλοι γνωρίζουν πως λόγω της απλής αναλογικής δεν πρόκειται να προκύψει κυβέρνηση: δύσκολα θα αποφύγουμε το βάσανο των δεύτερων εκλογών σε μερικές εβδομάδες. Ομως ακόμα πιο μεγάλο πρόβλημα ήταν και ότι η προεκλογική περίοδος υπήρξε τεράστια και τίποτα δεν μπορεί να κρατήσει το ενδιαφέρον του κόσμου για τόσον καιρό.

Τον τόνο σε μια προεκλογική εκστρατεία δεν τον δίνουν τα κόμματα – σπανίως το καταφέρνουν και οι αρχηγοί τους, που θυμίζουν τον καιρό αυτόν, όλο και περισσότερο, πρωταγωνιστές διάφορων σίριαλ, από αυτά που παίζονται κατά κόρον στην τηλεόραση. Το ότι γίνονται εκλογές το καταλαβαίνεις χάρη στους υποψήφιους: αυτή τη φορά οι πιο πολλοί ήταν ντεφορμέ. Οχι τυχαία. Υπάρχουν υποψήφιοι βουλευτές που ξεκίνησαν την καμπάνια τους πέρυσι το καλοκαίρι, πιστεύοντας πωςοι εκλογές θα γίνονταν τον περασμένο Σεπτέμβριο. Δεν έγιναν. Δεν έγιναν επίσης ούτε μετά τα Χριστούγεννα ούτε στις αρχές της άνοιξης, παρά τις προβλέψεις. Η όλη ιστορία άρχισε σιγά-σιγά να θυμίζει το γνωστό παραμύθι με τον βοσκό που ειδοποιεί τους χωρικούς ότι έρχεται ο λύκος. Βέβαια, στη δική μας ιστορία κανένας λύκος δεν θα μας φάει τα πρόβατα, απλώς έφτασαν οι εκλογές και αντί για πόλωση προέκυψε το «λύκε, λύκε μου, καλέ μου» – θέλω να πω ότι έλα κύλησαν σε μια κατάσταση ελαφρότητας, παρά το δυστύχημα των Τεμπών που προηγήθηκε. Στον νέο μας κόσμο, όπου η πληροφορία τρέχει με ταχύτητες 5G, υπάρχουν μόνο περιστατικά: οι εκλογές μοιάζουν ένα τέτοιο. Θα γίνουν σήμερα, θα τελειώσουν και πιθανότατα θα ξαναγίνουν σε ενάμιση μήνα. Στο μεταξύ, θα μας απασχολήσει πιο πολύ το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος. Ή οι πληρωμές στην Εφορία. Τελείωσε και το πρωτάθλημα…

Είναι αυτές οι «εκλογές της κανονικότητας»; Εξαρτάται πώς εννοεί κανείς την κανονικότητα. Αν τη δεκαετία του ’80 π.χ. έλεγες πως «κανονικό» είναι να βλέπεις κεντρικές προεκλογικές ομιλίες αρχηγών στην Αθήνα με τρεις-τέσσερις χιλιάδες υποψήφιους ψηφοφόρους παρόντες (που ούτε καν ο γίγαντας Μπιρσίμ δεν θα μπορούσε να τους κάνει να μοιάζουν λαοθάλασσα…), θα σε έλεγαν τρελό: κανονικό ήταν τότε να «βουλιάζει» η πλατεία Συντάγματος. Αν έστω το 1995 έλεγες πως «κανονικό» είναι να πληρώνουν οι υποψήφιοι για να βάλουν διαφημιστικά μπάνερ στο Διαδίκτυο δίπλα σε διαφημίσεις για χάπια για τη δυσκοιλιότητα θα σου συνιστούσαν έναν καλό ψυχολόγο. Αν το 2000 έλεγες πως υποψήφιοι πρωθυπουργοί θα έκαναν παρεμβάσεις στο TikTok θα σε ρωτούσαν τι είναι αυτό και πώς διάβολο το σκέφτηκες. Αν το 2010 έλεγες πως για πολιτικούς αρχηγούς είναι πιο σημαντική μια τηλεοπτική εμφάνιση στην Ελεονώρα Μελέτη ή στη Δανάη Μπάρκα, αντί για ένα πέρασμα από ένα (ακόμα) δελτίο ειδήσεων, θα ζήλευαν τη φαντασία σου. Εφέτος είδαμε πολλά «κανονικά», αλλά «κανονικά» για τα μέτρα της εποχής μας – μιας εποχής που ακόμα (και) οι πολιτικοί φαίνεται να νοσταλγούν το πεθαμένο lifestyle της εποχής της αστακομακαρονάδας. Το καταλαβαίνεις σε αυτές τις αμήχανες φωτογραφίες τους στο Internet όπου όλοι μοιάζουν να θέλουν να σε πείσουν ότι πολιτεύονται για να σε κάνουν ευτυχισμένο και λαμπερό και υπέροχο όπως μοιάζουν οι ίδιοι. Κάπου καταλαβαίνω πως αυτή η επίδειξη ματαιοδοξίας, που βλέπεις στις ρετουσαρισμένες από τα φίλτρα φωτογραφίες, είναι και κάπου απαραίτητη: είναι ένας τρόπος για να τραβήξουν βλέμματα. Αλλά κάπου με ξενίζει και η υπερβολή: ειδικά κάποιες από τις υποψήφιες δεν έχω καταλάβει αν κατεβαίνουν στις εκλογές ή παίρνουν μέρος σε κάποιον διαγωνισμό για τη δημοσίευση της πιο fake φωτογραφίας που θα μπορούσε να ανεβεί στο Instagram. Aν στις εκλογές του 2023 «κανονικό» είναι το fake, δεν είμαι πολύ αισιόδοξος για τη συνέχεια. Κάπου ομολογώ πως, ενώ η τωρινή εκλογική κανονικότητα μου αρέσει (έχω βαρεθεί την πόλωση μιας ολόκληρης δεκαετίας που προηγήθηκε, κυρίως γιατί αυτή είχε να κάνει με την μπουρδολογία ενός απερίγραπτου λαϊκισμού), ανησυχώ και για το ότι η «κανονικότητα» αυτή μεγαλώνει την αποχή, σκοτώνει το ενδιαφέρον για την πολιτική και δημιουργεί ένα κοινό που απλώς γελάει με κακογυρισμένα σποτ πιστεύοντας πως πολιτική είναι μια σειρά από καβγάδες – ακόμα και για τον μακαρίτη Ανδρέα Παπανδρέου.

Αν σε αυτές τις εκλογές έβαζα έναν τίτλο, αυτός θα ήταν «ψάχνοντας ευκαιρία για καβγά». Εχω την εντύπωση πως οι σταρ πολιτευτές του καιρού μας είναι αυτοί που ξέρουν να στήνουν καβγάδες, πιθανότατα γιατί αυτό έχουν μάθει στη ζωή τους. Και δεν θα είχα πρόβλημα με όλο αυτό το σόου (έστω και αν το βρίσκω θεαματικά ανούσιο) αν δεν έπρεπε μέσω αυτής της διαδικασίας να κυβερνηθεί και μια χώρα. Που έχει ακόμα τεράστια προβλήματα. Με μεγαλύτερο την αδυναμία της να προσαρμοστεί στους κανόνες μιας εποχής χωρίς να κοιτάζει πίσω, αλλά μπροστά.

Κάθε φορά την Κυριακή των εκλογών διαβάζω ένα αγαπημένο μου δοκίμιο. Είναι του Χρήστου Βακαλόπουλου, γραμμένο τη δεκαετία του ’80 στο περιοδικό «Αντί», και σε ένα κομμάτι του αναφέρονται τα εξής: «Αισθάνομαι άσχημα στην προεκλογική περίοδο. Μου αρέσει, όμως, η μέρα των εκλογών. Η προεκλογική φασαρία σταματά, ο ήχος χαμηλώνει και μία υποψία κενού εξουσίας, ευχάριστη σαν αεράκι, πλανιέται στην ατμόσφαιρα. Απολαμβάνω τη μέρα γιατί για είκοσι τέσσερις ώρες δεν ξέρω ποιος θα με κυβερνήσει, ούτε θέλω να μάθω. Ο χρόνος διαστέλλεται, όπως τη νύχτα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς. Αναδύονται οι άνθρωποι, οι φίλοι που συζητούν και οι συγγενείς που πηγαίνουν ξανά στα χωριά να ψηφίσουν – ή σε γειτονιές της πόλης, στις οποίες υπό κανονικές συνθήκες δεν πατάνε πια το πόδι τους: ίσως να τις αποφεύγουν κιόλας. Οργανώνονται γεύματα και οινοποσίες. Η Κυριακή των εκλογών αξιοποιείται πλήρως. Εκεί που η πολιτική φτάνει στο μέγιστο σημείο, αρχίζει ταυτόχρονα να υποχωρεί κι αυτή η στιγμή είναι ανεκτίμητη και νομιμοποιεί τις εκλογές: σχεδόν τις κάνει απαραίτητες. Για είκοσι τέσσερις ώρες το φάντασμα της ελευθερίας ενώνει τους ψηφοφόρους και τρομοκρατεί τους υποψηφίους – είναι οι μόνοι που κινδυνεύουν αυτή τη μέρα. Η μη εκλογή είναι συνήθως μια οδυνηρή κατάσταση για όποιον αντιλαμβάνεται την πολιτική ως ευκαιρία για αξιώματα». Δεν χαρήκαμε την προεκλογική περίοδο: ας χαρούμε τη σημερινή ημέρα των εκλογών. Την τελευταία μέχρι την επόμενη.