Πριν από την αγάπη, υπήρχαν τα χρήματα. Για αιώνες, ο θεσμός του γάμου λειτουργούσε περισσότερο ως οικονομικό συμβόλαιο παρά ως συναισθηματικό – ήταν η υπόσχεση ότι, ως ζευγάρι, οι άνθρωποι θα είχαν καλύτερη προοπτική για οικονομική επιτυχία και σταθερότητα. Τώρα τελευταία το σενάριο έχει αντιστραφεί. Η οικονομική ασφάλεια δεν είναι πλέον στόχος που επιτυγχάνεται μετά τον γάμο, λένε οι νεότεροι Αμερικανοί, αλλά μάλλον προϋπόθεση για αυτόν.

Για τον Ράιαν και την Αμάντα Ντόνα, που παντρεύτηκαν τον Φεβρουάριο, ο γάμος ήταν ένας τρόπος να δείξουν στους φίλους και στις οικογένειές τους ότι είχαν περάσει σε μια πιο στέρεη φάση της ζωής τους. «Εκλεισε το κεφάλαιο όλης της τρέλας των προηγούμενων χρόνων» λέει η Αμάντα, η οποία είναι 32 ετών, εργάζεται στις πωλήσεις στον χώρο της έρευνας αγοράς και έχει μεταπτυχιακό δίπλωμα σπουδών.

Ο Ράιαν, 33 ετών, είναι ασφαλιστικός πραγματογνώμονας. Οπως λένε, είχαν ήδη πετύχει πολλούς από τους οικονομικούς στόχους τους πριν από τον γάμο: προαγωγές στη δουλειά τους, αγορά σπιτιού στο Λονγκ Αϊλαντ της Νέας Υόρκης και υιοθεσία ενός σκύλου.

Τα δύο μοντέλα

Η ιδέα ότι δύο άνθρωποι παντρεύονται αφού πρώτα έχουν αποκατασταθεί και εξελιχθεί επαγγελματικά ή έχουν αποκτήσει περιουσία ονομάζεται «μοντέλο γάμου ως επιστέγασμα» (capstone model of marriage).

Οικονομολόγοι και δημογράφοι λένε ότι η προσέγγιση αυτή έχει αντικαταστήσει το παλιό μοντέλο του γάμου ως «ακρογωνιαίου λίθου», κατά το οποίο οι άνθρωποι παντρεύονταν λίγο μετά τα 20 και ύστερα εργάζονταν από κοινού για να αγοράσουν σπίτι, να κάνουν αποταμίευση και να προοδεύσουν επαγγελματικά. «Εχεις κάνει κάποια επιτυχημένα εκπαιδευτικά και επαγγελματικά βήματα πριν βάλεις το δαχτυλίδι» λέει ο Μπραντ Γουίλκοξ, καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια και συνεργάτης του Ινστιτούτου Μελετών Οικογένειας (Institute for Family Studies), ενός οργανισμού με συντηρητικό πολιτικό προσανατολισμό.

Αυτή η αλλαγή νοοτροπίας, λένε ο Γουίλκοξ και άλλοι ερευνητές, ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για το γεγονός ότι οι άνθρωποι σήμερα παντρεύονται για πρώτη φορά σε μεγαλύτερη ηλικία – ή για το ότι είναι λιγότερο πιθανό να παντρευτούν εν γένει.

Η εκτιμώμενη διάμεση ηλικία πρώτου γάμου πέρυσι ήταν τα 30 χρόνια για τους άνδρες και τα 29 για τις γυναίκες, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία απογραφής. Το 2008 οι αντίστοιχες ηλικίες ήταν τα 28 και τα 26 έτη, αντίστοιχα. Ο πρόσφατος αρραβώνας της Τέιλορ Σουίφτ και του Τράβις Κέλσι, δύο 35άρηδων στο απόγειο πιθανότατα της καριέρας τους, είναι το απόλυτο παράδειγμα του «μοντέλου επιστέγασμα».

Το πρόβλημα, λένε οι ερευνητές, είναι ότι η προσέγγιση αυτή ανεβάζει πολύ τον πήχη για το πώς πιστεύουν οι άνθρωποι ότι πρέπει να είναι η ζωή τους πριν παντρευτούν.

«Αν δεν μπορείς να αποκτήσεις το σπίτι με τον λευκό φράχτη και τον όμορφο γάμο στην εξοχή της Βιρτζίνια», λέει ο Γουίλκοξ, «τότε απλά δεν θα παντρευτείς ποτέ, γιατί θα σκέφτεσαι “ο γάμος δεν είναι για μένα”».

Τα διαζύγια

Ωστόσο, λένε οι ερευνητές, το ότι οι άνθρωποι περιμένουν πια περισσότερο για να παντρευτούν και είναι πιο επιλεκτικοί στο ζήτημα του συντρόφου μπορεί να οδηγήσει σε πιο σταθερούς γάμους και να συμβάλει στη μείωση του ποσοστού των διαζυγίων.

Ο δείκτης γάμων – δηλαδή ο αριθμός νέων γάμων σε σχέση με τον πληθυσμό – καταγράφει εδώ και καιρό πτωτική πορεία, σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής. Μεταξύ 2008 και 2023 το ποσοστό πρώτου γάμου στις ηλικίες 22-45 ετών μειώθηκε κατά 9%, με 60 γάμους ανά 1.000 άτομα που δεν είχαν παντρευτεί ποτέ, σύμφωνα με ανάλυση του Εθνικού Κέντρου Ερευνας Γάμου και Οικογένειας του Πανεπιστημίου Bowling Green State.

Συνολικά, μεταξύ 2008 και 2023, τα ποσοστά γάμου στις ηλικίες 22-45 ετών μειώθηκαν πολύ λιγότερο στην κατηγορία των πτυχιούχων πανεπιστημίου, σε σχέση με όσους είχαν χαμηλότερου επιπέδου εκπαίδευση, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Μελετών Οικογένειας. Το ποσοστό έγγαμων ενηλίκων που βρίσκονται στο ανώτερο τρίτο των εισοδημάτων υποχώρησε ελαφρά, ενώ μειώθηκε πολύ περισσότερο στα κατώτερα δύο τρίτα.

«Ο γάμος έχει γίνει σύμβολο κύρους» λέει η Κρίστα Γουέστρικ-Πέιν, αναπληρώτρια διευθύντρια του Εθνικού Κέντρου Ερευνας Γάμου και Οικογένειας (National Center for Marriage & Family Research). «Οι άνθρωποι δεν θέλουν να παντρευτούν μέχρι να έχουν τη μόρφωση και τη δουλειά που θα τους συντηρεί, και μέχρι να μπορούν να αγοράσουν σπίτι. Επίσης ψάχνουν για έναν σύντροφο που να πληροί και εκείνος όλα αυτά τα κριτήρια».

Κάποιοι νέοι που θέλουν να παντρευτούν λένε ότι δεν νιώθουν ακόμη αρκετά ασφαλείς από οικονομική άποψη ώστε να προχωρήσουν. Ο Γιουτζίν Χόπερ λέει ότι κατατάχθηκε στον στρατό για να πληρώσει τις σπουδές του, μετά ζούσε με τα επιδόματα για βετεράνους (GI Bill) και δουλεύοντας ως διανομέας πίτσας, αλλά και πάλι ένιωθε ότι διαρκώς ήταν ένα βήμα πίσω.

«Οταν νιώθεις φτωχός, δεν βγαίνεις τόσο, δεν διασκεδάζεις τόσο, δεν γνωρίζεις κόσμο» λέει ο 34χρονος, που ζει στο Ενον του Οχάιο και εργάζεται τώρα ως ηλεκτρολόγος – μηχανικός. Μόνο πρόσφατα, αφού θεώρησε ότι είναι ασφαλής σε ό,τι αφορά την καριέρα του, ένιωσε έτοιμος να παντρευτεί – αλλά ύστερα από τόσα χρόνια μόνος δυσκολεύεται να φανταστεί τη ζωή του με επίκεντρο μια σχέση. «Ολη η γοητεία που μου ασκούσε ο γάμος όταν τον ήθελα πάρα πολύ έχει ξεθωριάσει πλέον» λέει.

Στο Πίτμαν του Νιου Τζέρσεϊ, η 32χρονη Κάθριν Μάρσαλ ήξερε πάντα ότι ήθελε να είναι οικονομικά ανεξάρτητη πριν ενδεχομένως επιλέξει να μοιραστεί τη ζωή – και τα χρήματά της – με κάποιον άλλον. Οσο μεγάλωνε όμως τόσο δυσκολευόταν να φανταστεί ότι κάποτε θα παντρευτεί. «Οσο μεγαλώνω, μου είναι όλο και πιο δύσκολο να σκεφτώ ότι θα έχω κάποιον στο σπίτι μου, με τον οποίο θα πρέπει να μοιράζομαι τον χώρο μου» λέει.

Επίσης δεν είναι και πολύ ενθουσιασμένη με τις προοπτικές που της ανοίγονται στο θέμα των σχέσεων. «Προφανώς, το dating σήμερα είναι εντελώς χάλια» λέει η Μάρσαλ, που εργάζεται ως μπαργούμαν, και προσθέτει ότι οι άνδρες με τους οποίους έβγαινε στο παρελθόν συχνά έβγαζαν λιγότερα χρήματα από την ίδια και τους αισθανόταν περισσότερο ως βάρος παρά ως βοήθεια.

Οι αποκλίνουσες πορείες

Οι οικονομολόγοι λένε ότι οι αποκλίνουσες οικονομικές πορείες ανδρών και γυναικών κάνουν πιο δύσκολη την εφαρμογή του «μοντέλου επιστέγασμα».

Ενώ η σχετική οικονομική θέση των γυναικών έχει βελτιωθεί, πολλοί άνδρες δυσκολεύονται. «Στο παρελθόν, ο πήχης δεν ήταν τόσο υψηλός για τους άνδρες, γιατί είχαν το απόλυτο πλεονέκτημα του “εγώ φέρνω τα λεφτά στο σπίτι”» λέει ο Ρίτσαρντ Ριβς, πρόεδρος του ανεξάρτητου think tank American Institute for Boys and Men.

Οι άνθρωποι τείνουν να παντρεύονται με άτομα ανάλογου κοινωνικοοικονομικού επιπέδου – μια πρακτική γνωστή ως «επιλεκτικό ζευγάρωμα» (assortative mating). Αν και οι γυναίκες αποτελούν περίπου το 60% των αποφοίτων ΑΕΙ, ξεπερνώντας τους άνδρες, αυτή η μορφωτική ανισορροπία δεν έχει εμποδίσει τις μορφωμένες γυναίκες να παντρεύονται.

Τα ποσοστά γάμου των γυναικών αυτών δεν έχουν πληγεί, σύμφωνα με τον Μπέντζαμιν Γκόλντμαν, καθηγητή Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ, επειδή όσες δεν παντρεύονται άλλους πτυχιούχους παντρεύονται τους μη πτυχιούχους άνδρες που όμως έχουν τα υψηλότερα εισοδήματα. Αυτό αφήνει λιγότερες επιλογές στις λιγότερο μορφωμένες γυναίκες.

Η περιουσία των γονιών είναι ένας άλλος κύριος καθοριστικός παράγοντας για το αν κάποιος θα καταφέρει να επιτύχει τη σταθερότητα που απαιτείται πλέον για να παντρευτεί. Ενώ το 2019 ήταν παντρεμένο το 59% των Αμερικανών ηλικίας 37 ετών με γονείς στο ανώτερο εισοδηματικό τεταρτημόριο, σύμφωνα με έρευνα του Γκόλντμαν, για το κατώτερο τεταρτημόριο το ποσοστό αυτό ήταν μόλις 30%. «Ο γάμος μεταξύ των παιδιών οικογενειών με υψηλά εισοδήματα και εκείνων που έχουν οι ίδιοι υψηλά εισοδήματα λειτουργεί ως μέσο για τη συγκέντρωση του πλούτου και διευρύνει περαιτέρω τις εισοδηματικές ανισότητες» λέει η Μελίσα Κίρνι, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο Νοτρ Νταμ, με ειδίκευση στα οικονομικά της οικογένειας.

«Οι μορφωμένες γυναίκες έχουν σήμερα περισσότερες οικονομικές ευκαιρίες και μεγαλύτερες απολαβές από ό,τι στις προηγούμενες γενιές» λέει η Κίρνι. «Στο μεταξύ, οι άνδρες με τους οποίους τείνουν να συνάπτουν σχέσεις εξακολουθούν να είναι σε πολύ, πολύ καλή οικονομική κατάσταση».