Οι Βούτες – ή Βούται, όπως γράφουν παλιές απογραφές και ξεχασμένοι χάρτες – είναι ένα μικρό χωριό στα νοτιοδυτικά του Ηρακλείου, κουρνιασμένο σε ένα ύψωμα 240 μέτρων, με θέα που χωρά σε καρτ ποστάλ και ένα υπέδαφος γεμάτο μυστικά. Τις τελευταίες ημέρες, το βλέμμα των περαστικών δεν χάνεται πια στον ορίζοντα, αλλά καρφώνεται μηχανικά στις ρωγμές που ξεφυτρώνουν σαν άγριες μολόχες πάνω στους τοίχους των σπιτιών – μια σιωπηλή υπενθύμιση ότι η γη εδώ δεν σταμάτησε ποτέ να κινείται.

Γιατί μπορεί οι Βούτες να στάθηκαν όρθιες απέναντι σε αυτοκρατορίες, πολέμους και σεισμούς, όμως εδώ και δύο περίπου εβδομάδες οι κάτοικοι του χωριού, αμήχανοι και σαστισμένοι, βρίσκονται αντιμέτωποι με έναν αντίπαλο πιο αργό, πιο ύπουλο, πιο επικίνδυνο: το ίδιο τους το υπέδαφος.

Η πρώτη προειδοποίηση

Ψηλά, στην κορυφή του λόφου, στέκει κοντά δύο αιώνες η εκκλησία της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας. Εκεί, στο προαύλιο του ναού, έσκασε στα μέσα Απριλίου η πρώτη προειδοποίηση της φύσης, μια ρωγμή στο χώμα που σήμανε συναγερμό στους χωριανούς. «Η Παναγία προστάτεψε την εκκλησία…» λέει στο «Βήμα» ο πάτερ του χωριού, Κωνσταντίνος Δοξαστάκης, δείχνοντας την αρχική «χαρακιά» στο σκασμένο τσιμέντο, η οποία άλλαξε πορεία λίγο πριν από την είσοδο του ναού, απλώνοντας αλλού τις διακλαδώσεις της σαν ιστός  αράχνης.

Μέσα στο ιερό δεσπόζει μια παλιά εικόνα της Θεοτόκου. Το ξύλο γύρω της είναι φθαρμένο και το πλαίσιο μαυρισμένο από φωτιά περασμένων ετών κι όπως αποκαλύπτει ο πατήρ Κωνσταντίνος μόνο το πρόσωπο της Παναγίας παραμένει άθικτο, επιμένοντας να κοιτάζει τον κόσμο με εκείνη τη γαλήνια βεβαιότητα που παρατηρείται σε πολλές θρησκευτικές εικόνες. «Δεν την πείραξε η φωτιά» μονολογεί, για να συμπληρώσει γρήγορα: «…ό,τι και να γίνει, η Παναγία είναι εδώ. Μας προστατεύει όπως πάντα. Αυτή κρατάει το χωριό». Για εκείνον, η διαδρομή της ρωγμής είναι ένα θαύμα. Για τους άντρες που στέκονται λίγα μέτρα μακριά του είναι απλώς ένα ακόμα επιστημονικό δεδομένο.

Εξω, στο προαύλιο, τελείται μια διαφορετικού τύπου «λειτουργία». Ο Απόστολος Αλεξόπουλος, ομότιμος καθηγητής Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αθηνών, σκύβει πάνω από το χώμα, σημειώνει, υπολογίζει, μετράει. Δίπλα του, ο Παναγιώτης Σοφίου, γεωλόγος και τεχνικός σύμβουλος της Δημοτικής Επιχείρησης Υδρευσης και Αποχέτευσης Ηρακλείου (ΔΕΥΑΗ), ελέγχει κάποια γυαλάκια-μάρτυρες που είναι τοποθετημένα πάνω στις ρωγμές – πρόκειται για μικρούς γυάλινους δείκτες, οι οποίοι τσεκάρουν, με σχετική ακρίβεια, αν οι τοίχοι μετακινούνται.

Γυαλάκια-μάρτυρες πάνω στη ρωγμή: η σιωπηλή παρακολούθηση μιας γης που συνεχίζει να κινείται.

Μαζί με τους δύο επιστήμονες είναι ο πρόεδρος της Κοινότητας Βουτών, Μπάμπης Αλογδιανάκης, ο οποίος κάθε τόσο δείχνει με το δάχτυλό του τους ξεφτισμένους σοβάδες στα «κιτρινισμένα» σπίτια γύρω από την εκκλησία. Η σκηνή μοιάζει με ένα μικρό θέατρο: ο πάτερ κοιτάζει ψηλά, οι γεωλόγοι στο έδαφος. Ο ένας γυρεύει τη θεία πρόνοια, οι άλλοι ελέγχουν τις δυνάμεις της γης.

Τις τελευταίες ημέρες διάφοροι επιστήμονες και ειδικοί έχουν επισκεφθεί το χωριό. Στις 19 Απριλίου έφτασαν τα πρώτα κλιμάκια μηχανικών του Δήμου Ηρακλείου και της Πολιτικής Προστασίας, ενώ λίγες ημέρες αργότερα επισκέφθηκε τις Βούτες για αυτοψία και ο πρόεδρος του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ) και καθηγητής Εφαρμοσμένης Γεωλογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ευθύμης Λέκκας, διαπιστώνοντας ότι το φαινόμενο χρήζει περαιτέρω έρευνας. Στις 24 Απριλίου, οι Βούτες κηρύχθηκαν επισήμως σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και ξεκίνησαν οι πρώτες έρευνες από γεωλόγους και μηχανικούς για να αξιολογηθεί η έκταση του προβλήματος.

Σύνθετο φαινόμενο

«Το φαινόμενο δεν είναι απλό» λέει στο «Βήμα» ο συνταξιούχος πια ομότιμος καθηγητής Γεωλογίας στο ίδιο πανεπιστήμιο, Απόστολος Αλεξόπουλος. Ο βετεράνος γεωλόγος, με δεκαετίες εμπειρίας σε κατολισθήσεις και τεκτονικά ρήγματα, είναι ο πλέον κατάλληλος άνθρωπος στη χώρα μας για να χαρτογραφήσει το υπέδαφος της περιοχής.

«Ακόμη δεν ξέρουμε ποιος είναι ο μηχανισμός ενεργοποίησης αυτού του πράγματος. Προσπαθούμε να πάρουμε μια ιδέα τώρα, ώστε, όταν θα σχεδιαστούν μέτρα, αρχικά για τον περιορισμό και μετά για την ανάσχεση του φαινομένου, να ξέρουμε πού βαδίζουμε. Αυτά τα μέτρα θα τα προτείνει μια γεωτεχνική μελέτη. Στα πλαίσιά της θα καθοριστούν παρεμβάσεις που θα εμποδίσουν την εξέλιξη του φαινομένου». Ο καθηγητής είναι προσεκτικός στις διατυπώσεις του: «Αυτή τη στιγμή έχω δει τις ρωγμές. Δεν έχω δει ακόμη το γεωλογικό υπόβαθρο –κι εκείνο είναι που καθορίζει τα πάντα. Αν μελετήσουμε τα πετρώματα, τη σχέση τους και αν είναι επιδεκτικά σε κατολίσθηση, τότε – σε συνδυασμό με το υπόγειο νερό που μπορεί να εξασθενήσει την αντοχή τους –μπορούν να εκδηλωθούν διάφοροι τύποι κατολισθήσεων. Προς το παρόν, δεν έχω καταλήξει. Θα συνεχίσω την έρευνα, θα καταγράψω τις γεωλογικές συνθήκες και μετά θα προχωρήσουμε».

Ο βετεράνος Απόστολος Αλεξόπουλος, ομότιμος καθηγητής Γεωλογίας του ΕΚΠΑ, χαρτογραφεί τις ρωγμές, αναζητώντας στο υπέδαφος τα μυστικά που θα εξηγήσουν το φαινόμενο.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο συνάδερφος του, Παναγιώτης Σοφίου, ένας εξίσου έμπειρος υδρογεωλόγος με δεκαετίες εργασίας στο πεδίο κι ένας επιστήμονας που έχει μελετήσει σε βάθος τα μυστικά της κρητικής γης, ειδικά όσον αφορά το νερό. «Είπαμε από την πρώτη στιγμή ότι υπάρχει μια εξέλιξη -αλλά πρέπει να διευκρινίσουμε πως είναι πολύ αργή. Γι’ αυτό βάλαμε τα γυαλάκια-μάρτυρες στις ρωγμές. Θέλουμε να παρακολουθήσουμε τι γίνεται μέχρι να έρθουν και άλλα όργανα, όπως τα κλισιόμετρα, για πιο ακριβείς μετρήσεις. Πρέπει να δούμε το φαινόμενο σε βάθος χρόνου».

Ο τεχνικός σύμβουλος της ΔΕΥΑΗ σχολιάζει και τα πρώτα ευρήματα από τις δεξαμενές νερού: «Από τη δοκιμή που κάναμε φάνηκε ότι οι δεξαμενές δεν επικοινωνούν υδραυλικά μεταξύ τους. Η στάθμη του νερού δεν επηρεάστηκε, άρα η διαπερατότητα των σχηματισμών εδώ είναι χαμηλή. Το υπόγειο νερό δεν κινείται έντονα, άρα δεν μπορεί να προκαλέσει από μόνο του αστάθεια. Αλλά η υγρασία επηρεάζει τις μηχανικές ιδιότητες των πετρωμάτων. Περισσότερο νερό τα κάνει μαλακότερα, λιγότερο τα ξεραίνει και τα σπάει. Όλα αυτά θα ληφθούν υπόψη στη μελέτη».

Το «ύποπτο» νερό

Για κάποιους κατοίκους, το νερό είναι ο «ύποπτος» για όσα συμβαίνουν. Όχι το νερό της βροχής, όμως, αυτό άλλωστε έχει εξαφανιστεί κοντά τρία χρόνια από την περιοχή. Αλλά το νερό που έρχεται «από μέσα». Από το υπέδαφος, τα σπλάχνα της γης, εκεί που ούτε χάρτες φτάνουν ούτε σωλήνες αντέχουν.

Όπως αποκαλύπτει στο «ΒΗΜΑ» ένας από τους κατοίκους του χωριού, ο Μπάμπης Ψαρίδης, λίγες ημέρες προτού παρατηρηθεί η ρωγμή στο προαύλιο της εκκλησίας, υπήρξε μια διαρροή στο στενό δρομάκι μπροστά από την εξώπορτα του σπιτιού του. «Το νερό άρχισε να τρέχει από τη Δευτέρα του Πάσχα», λέει δείχνοντας το δρόμο που σήμερα πια θυμίζει σκηνικό πολέμου. «Πήρα αμέσως τηλέφωνο στη ΔΕΥΑΗ, το δήλωσα. Μου είπαν “το καταγράψαμε”. Πέρασε η Τρίτη, πέρασε η Τετάρτη. Το νερό συνέχιζε. Πέμπτη τους ξαναπήρα. Μου είπαν “θα έρθουμε αύριο”. Την Παρασκευή το πρωί, το νερό έτρεχε ποτάμι. Το μεσημέρι πλημμυρίσαμε. Τους ξαναπήρα. Ήρθαν το Σάββατο… Μα τότε ήταν αργά». Σηκώνει τους ώμους. «Ήταν γιορτές, μου είπαν. Ε και; Τα νερά έχουν ρεπό το Πάσχα; Μέχρι να κλείσουν τον αγωγό, ο δρόμος είχε βουλιάξει, ο τοίχος είχε σκάσει. Εδώ τώρα τι να φτιάξεις;».

Ο Μπάμπης Ψαρίδης, κάτοικος της περιοχής, δείχνει τις ρωγμές στον τοίχο του σπιτιού του: «Εδώ ξεκίνησαν όλα…», λέει στο «ΒΗΜΑ».

Η Λέλα Πολυχρονάκη στέκεται μπροστά από τον ραγισμένο τοίχο του σπιτιού της. Δείχνει τις ρωγμές με ένα κοφτό νεύμα. «Δεν έμεινα ούτε μία νύχτα εδώ από τότε που ξεκίνησαν όλα», τονίζει. «Την πρώτη φορά που είδα τη ρωγμή, κατάλαβα ότι δεν είναι κάτι μικρό. Δεν “θα φτιάξει”. Κάθε μέρα ανοίγει κι άλλο. Έφυγα στη μάνα μου -δεν μπορώ να κοιμηθώ εδώ. Ποιος κοιμάται όταν βλέπει τους τοίχους να ανοίγουν;». Γυρίζει και δείχνει μια δεύτερη ρωγμή, πιο χαμηλά, δίπλα στην πόρτα. «Εδώ δεν τολμάω να μπω καν. Ούτε για να πάρω ρούχα. Μπήκα μια φορά, μόνο. Φοβόμουν μη μείνω μέσα».

Ο Κώστας Ανδρουλάκης είναι και αυτός κάτοικος του χωριού και θεωρεί πως δεν υπάρχει καμία στήριξη από τις αρχές: «Ο δήμαρχος λέει “όλα υπό έλεγχο”. Ποιος έλεγχος; Εδώ δεν έχει έρθει κανείς να μας πει τι θα γίνει. Ούτε χαρτί, ούτε ενημέρωση, τίποτα. Τα σπίτια μας ράγισαν, τα θεμέλια τρίζουν. Δεν ξέρουμε αν θα ξυπνήσουμε αύριο και θα ‘ναι όρθια. Μας έχουν αφήσει μόνους μας. Όλα με λόγια. Στην πράξη, μηδέν». Παίρνει μια ανάσα και συνεχίζει: «Κι όμως, δεν φεύγω. Εδώ θα μείνω. Το σπίτι μου είναι. Αν είναι να πέσει, θα με βρει μέσα».

Ο Μπάμπης Αλογδιανάκης, πρόεδρος της κοινότητας Βουτών, κάθεται πίσω από ένα ξύλινο τραπέζι στο κοινοτικό κέντρο. Μπροστά του στοιβαγμένοι φάκελοι, έγγραφα, χάρτες με σημάδια, λίστες με ονόματα και σημειώσεις. Το τελευταίο διάστημα τρέχει ασταμάτητα, αποτελώντας το «αλεξικέραυνο» της κοινότητας. Όλα τα παράπονα, όλες οι αγωνίες, όλες οι φωνές, καταλήγουν σ’ εκείνον. Το κινητό του δεν σταματά να χτυπά. «Πότε θα έρθουν οι μηχανικοί;», «Τι θα κάνουμε;», «Πόσο ασφαλές είναι το σπίτι μου;» – ερωτήσεις που δεν έχουν εύκολες απαντήσεις. Ο ίδιος παλεύει να σταθεί όρθιος στο μέσο της καταιγίδας.

«Μέχρι τώρα έχουν χαρακτηριστεί ακατάλληλα 30 σπίτια», λέει. «Κάθε μέρα που περνάει, μπορεί να είναι κι άλλο. Παρόλα αυτά, οι άνθρωποι δεν έχουν φύγει. Μόνο μία οικογένεια – που δεν είχε που να πάει – φιλοξενείται προσωρινά από τον δήμο. Οι υπόλοιποι μένουν. Άλλοι σε σπίτια συγγενών, που ευτυχώς δεν έχουν πρόβλημα. Και μερικοί, ελάχιστοι, εξακολουθούν να μένουν στα ίδια τους τα σπίτια».

Η ρωγμή έξω από την εκκλησία τραβάει το βλέμμα. Ο γεωλόγος και τεχνικός σύμβουλος της ΔΕΥΑΗ, Παναγιώτης Σοφίου, τη μετράει, ωστόσο κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος πού θα σταματήσει.

Γυρίζει προς το παράθυρο και για μια στιγμή μένει σιωπηλός. Μετά συνεχίζει: «Είναι δύσκολο να αφήνεις το σπίτι σου. Είναι η ζωή σου. Η αυλή που έπαιζες μικρός. Το δωμάτιο που μεγάλωσαν τα παιδιά σου. Κάθε ρωγμή που βλέπουν στους τοίχους τους, είναι σαν να κόβεται ένα κομμάτι απ’ το μέσα τους. Ο κόσμος εδώ έχει φόβο πια. Κοιμούνται με το ένα μάτι ανοιχτό. Κι όσο περνούν οι μέρες και δεν έχουμε απαντήσεις, η ανησυχία μεγαλώνει. Περιμένουμε τις μελέτες, τις απαντήσεις, τα έργα. Αλλά στο μεταξύ, πρέπει να κρατήσουμε τους ανθρώπους όρθιους. Και αυτό, καμιά φορά, είναι το πιο δύσκολο απ’ όλα».

Για τους ηλικιωμένους του χωριού, η γη στις Βούτες δεν ήταν ποτέ ήσυχη. Από τις κατολισθήσεις του 1926 μέχρι τις ρωγμές του σήμερα, το χωριό κουβαλάει τη δική του γεωλογική μνήμη -μια μνήμη γραμμένη σε στρώματα χώματος, πέτρας και ιδρώτα. Και τώρα, καθώς οι ρωγμές απλώνονται στα σπίτια και στους δρόμους, οι άνθρωποι ξαναμετρούν τη ζωή τους, όχι μόνο με γεωλογικά όργανα, αλλά και με τη δύναμη της ελπίδας. Γιατί έστω και αν η γη υποχωρεί, η πίστη στον τόπο παραμένει ζωντανή, πεισματικά δεμένη με το χώμα που ραγίζει, αλλά δεν παραδίνεται.

Φωτογραφίες: Θοδωρής Καπετανάκης