Οι σαρωτικές πυρκαγιές είναι πια καθεστώς. Δείγμα γραφής της νέας αντι-κανονικότητας. Ο κόσμος που ζήσαμε γίνεται όλο και πιο αφιλόξενος. Πώς μπορείς να ξέρεις πότε αφήνεις κάτι για τελευταία φορά;
Ο τελευταίος ελέφαντας
Θα ζούσαν μέχρι κάπου στα μέσα της Εποχής του Χαλκού και μετά ποτέ ξανά. Τόσο που η ανάμνησή τους και μόνο, η ίδια η ιδέα ότι έζησαν σε αυτόν τον τόπο και οι αποδείξεις που άφησαν πίσω τους πριν χαθούν, όλα θα μοιάζουν αλλόκοτα. Χιλιετίες αργότερα, όταν και τα τελευταία τους ίχνη και όσοι τα μελετούσαν θα έχουν επίσης φύγει, θα περάσουν στη σφαίρα του μύθου. Για κάποιους δεν θα είναι καν μύθος, θα είναι ανέκδοτο. Και ύστερα θα γίνουν όνειρο. Υστερα κι αυτό θα εξατμιστεί. Οι τελευταίοι ελέφαντες της Ευρώπης πέθαναν πριν από 3.500 με 4.000 χρόνια. Το σπίτι τους ήταν η Τήλος.
Εγκαταστάθηκαν πρώτη φορά πριν από περίπου 45.000 χρόνια. Μετανάστευσαν από την Ασία αναζητώντας θερμότερο κλίμα. Πέρασαν χερσαίες γέφυρες που πλέον δεν υφίστανται, ίσως και να κολύμπησαν μικρές αποστάσεις, και με την πάροδο των χρόνων απομονώθηκαν στο νησί.
Η Τήλος είχε αρκετά ορεινό έδαφος και περιορισμένη πρόσβαση σε πόρους. Επίσης δεν είχε σαρκοφάγους θηρευτές, άρα το μέγεθος και η δύναμη των ελεφάντων δεν τους ήταν αναγκαία. Αντιθέτως, ήταν μειονεκτήματα. Πού να βρουν τόση τροφή για να υποστηρίξουν τέτοια ενεργειακή κατανάλωση; Οπότε προσαρμόστηκαν. Η φυσική επιλογή έδωσε τη σκυτάλη στους νάνους ελέφαντες, που έφθαναν το ενάμισι μέτρο ύψος και τα 500 με 600 κιλά.
Γενιά με γενιά, έβρισκαν καταφύγιο στο σπήλαιο Χαρκαδιό. Για δεκάδες χιλιάδες χρόνια, για μια περίοδο δηλαδή πολύ μεγαλύτερη από αυτή που η ανθρωπότητα έχει διανύσει από τον Σωκράτη μέχρι σήμερα, οι νάνοι ελέφαντες έτρεχαν στους λόφους και τα παράλια της Τήλου, κοιμούνταν και ονειρεύονταν κάτω από το σπήλαιό τους, ζούσαν τη δική τους αιωνιότητα.
Ενα νεκροταφείο ελεφάντων ανακαλύφθηκε το 1970 θαμμένο μέσα στο Χαρκαδιό. Λίγο πιο δίπλα χτίστηκε το μουσείο τους. Οι ανασκαφές συνεχίζονται μέχρι σήμερα.
Εμαθα για τους ελέφαντες της Τήλου ενώ έκανα βόλτα στο Μικρό Χωριό του νησιού, τον προγενέστερο κύριο οικισμό που εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του το 1950. Πετρόκτιστα σπίτια χωρίς παράθυρα, χωρίς σκεπές, όλα αυτά είχαν αφαιρεθεί, οι πρώην κάτοικοί τους τα χρειάζονταν για τα επόμενά τους σπίτια. Στοιχειωμένο μέρος. Αγριόχορτα ανάμεσα στις πλάκες που κατακλύζουν ολόκληρα περάσματα. Δέντρα στη μέση του καθιστικού.
Στοίβες σπασμένες πέτρες και ξύλινα κουφάρια. Το νεκροταφείο περιφραγμένο με σκουριασμένο κοτετσόσυρμα, μέσα πανομοιότυποι πέτρινοι σταυροί, για πάντα παραδομένοι στον ήλιο που καθόλου δεν τους λυπάται. Ενας αιφνίδιος θόρυβος πίσω σου, πετάγεσαι τρομαγμένος – ένα κοπάδι κατσίκες μπαινοβγαίνει στα σπίτια, τρέφεται και αφοδεύει, έχει οικειοποιηθεί τον χώρο. Κάποτε από εδώ πέρα περνούσαν ελέφαντες.
Δεν είχα καλό σήμα. Σπάνια το κινητό μου έπιανε, και όταν έπιανε συνήθως έπιανε Τουρκία. Ηταν Αύγουστος του ’21. Λίγο αφότου έμαθα για την εξαφάνιση των ελεφάντων, κάποιος που είχε σήμα με ενημέρωσε πως είχε ξεσπάσει πυρκαγιά στο Τατόι. Η πυρκαγιά αυτή θα σάρωνε λόφους, παρθένα δάση, απέραντες εκτάσεις και μέσα σε ένα διάστημα ωρών θα έφθανε στην αυλή του πατρικού μου σπιτιού.
Ο τελευταίος Αύγουστος
Δεν ήταν η πρώτη φορά που κινδυνεύαμε από φωτιά. Από μικρό παιδί θυμάμαι να μου δείχνουν το απόκοσμο κόκκινο φως πίσω από τα απέναντι βουνά. Θυμάμαι να ξυπνάω το πρωί και να τους βρίσκω ξύπνιους, να μην έχουν κλείσει μάτι, σε επιφυλακή να εκκενώσουμε αν ο άνεμος δεν αλλάξει. Να έρθει νοτιάς, να έρθει βοριάς, να τη γλιτώσουμε. Θυμάμαι τις αυτοοργανωμένες βάρδιες των κατοίκων, που ήξεραν ότι κανείς άλλος δεν θα τους προστάτευε.
Συναντιούνταν σε καίριες διασταυρώσεις, με πλαστικές καρέκλες και τραπεζάκια και φώτα – έχω την εντύπωση πως έφερναν και καφέ, κρασί, σνακ – και ήλεγχαν την κυκλοφορία όταν υπήρχε φόβος για εμπρησμό. Θυμάμαι να σηκώνω το χέρι μου σε ένα περαστικό αμάξι, να ρίχνει ταχύτητα, ο άγνωστος οδηγός του να φωνάζει «επιστρέφω σύντομα!», να επιταχύνει και να μην επιστρέφει σύντομα. Και εγώ, κάπου 12 χρονών, να είμαι σίγουρος ότι τον τσάκωσα τον εμπρηστή, αλλά μου γλίστρησε μέσα από τα χέρια. Ομως όλα πήγαν καλά μέχρι το 2021, μια-δυο μέρες αφότου έφθασα στην Τήλο.
Η πληροφόρηση έφθανε λειψή στο νησί. Ημουν μονίμως με ένα κινητό στο χέρι. Αποσπάσματα από τα ασταμάτητα έκτακτα δελτία έδειχναν τη φωτιά να ανεβαίνει στην Πάρνηθα και να ξεφεύγει εξ ολοκλήρου από τον έλεγχο των πυροσβεστών. Ελεγαν για την εξαιρετικά ξηρή καύσιμη ύλη που είχαν αφήσει πίσω τους η ανομβρία και ο καύσωνας. Ηταν μία από τις πολλές πυρκαγιές των τελευταίων ετών που αποκτούσαν μεγάλες διαστάσεις πολύ γρήγορα και καταδείκνυαν την ανικανότητα του μηχανισμού του κράτους να ανταποκριθεί στην κρίση.
Το δάσος γύρω από το σπίτι μου ήταν πυκνό – μάλλον, δεν ήταν δάσος γύρω από το σπίτι μου, το σπίτι μου ήταν μέσα σε ένα πυκνό δάσος. Παρακολουθούσα τη φωτιά μέσα από online χάρτες θερμότητας. Στήθηκε παράλληλα ένα group chat από τους εθελοντές πυροσβέστες του οικισμού, που μας ενημέρωναν διαρκώς με τις εξελίξεις. Αν καίγονταν σπίτια, πού καίγονταν. Κάποιοι από τους εθελοντές έχασαν τα δικά τους σπίτια σώζοντας τα σπίτια άλλων. Το δεύτερο βράδυ τα πράγματα φαινόταν να πηγαίνουν καλύτερα. Το πρωί ο χάρτης ήταν όλος κόκκινος.
Ο γείτονάς μας επέστρεψε ενώ η πυρκαγιά μαινόταν ακόμα. Βρήκε φωτιά να καίει την είσοδο του σπιτιού μας. Την έσβησαν οι εθελοντές με τρακτέρ, ρίχνοντας χώμα, και έτσι το σπίτι σώθηκε. Μέχρι τότε η αντανακλαστική ψυχική άμυνα και η αδρεναλίνη με είχαν πείσει ότι το σπίτι είναι απλά ένα σπίτι, ότι το δάσος είναι δέντρα. Απαξ και σώθηκε, όμως, μπόρεσα να παραδεχτώ ότι το σπίτι δεν είναι οι τοίχοι και η σκεπή, ούτε καν οι φωτογραφίες και τα αναμνηστικά στην αποθήκη. Το σπίτι είναι σημείο αναφοράς. Το σπίτι είναι η αρχή αυτού που είσαι, αυτού του αφηρημένου πράγματος που ξεπερνάει την έννοια της ταυτότητας, που είναι περισσότερο σαν κάτι που απλώνεται, σαν κάτι με ρίζες, και με κορμό, και κλαδιά και φύλλα. Σαν δέντρο.
Η απώλεια του σπιτιού δεν είναι απλώς μια οικονομική και βιοτική καταστροφή· είναι μια απώλεια. Γι’ αυτό τα χιλιάδες καμένα κουφάρια των πεύκων που ακόμα στέκουν όρθια πάνω στο πράσινο που δειλά ανθίζει, σαν ατελείωτο νεκροταφείο που περνάω πηγαίνοντας σπίτι, και ο ήλιος που πέφτει πιο δυνατός πάνω στα παράθυρα και το απόγευμα καίει τα μάτια γιατί δεν υπάρχουν δέντρα να κάνουν σκιά, και το σπίτι το ίδιο, και τα δέντρα που επιβίωσαν, και το φυτό στη γωνία που κάηκε και όμως άνθισε πάλι ολομόναχο, όλα παραμένουν υπάρχοντας γύρω από μια απώλεια. Γύρω από κάτι που αφήσαμε για τελευταία φορά τον Αύγουστο του ’21. Την ψευδαίσθηση, ίσως, ότι κάποια πράγματα δεν χάνονται.
Το τελευταίο δάσος
Οι πυρκαγιές έχουν αλλάξει. Μελέτη της World Weather Attribution, ακαδημαϊκής ομάδας που μελετάει ακραία καιρικά φαινόμενα, έδειξε πως η ανθρωπογενής υπερθέρμανση του πλανήτη το λιγότερο ενίσχυσε τις καταστροφικές πυρκαγιές του ανατολικού Καναδά το 2023 – πυρκαγιές που έκαψαν έκταση μεγαλύτερη ολόκληρης της Ελλάδας. Εδειξαν πως οι ιδανικές καιρικές συνθήκες για το ξέσπασμα μεγάλης πυρκαγιάς έχουν πλέον διπλές πιθανότητες να εμφανιστούν, ενώ άπαξ και εκδηλωθούν πυρκαγιές μπορεί να είναι ως και 20% εντονότερες απ’ ό,τι παλιά. Η κλιματική κρίση των ορυκτών καυσίμων μπορεί να μην ανάβει μόνη της τις φωτιές, αλλά μετατρέπει τα δάση σε σπιρτόκουτα. Πυρκαγιές που καίνε περισσότερο, για περισσότερο, με περισσότερη ένταση.
Η ανθρώπινη ζωή μετά βίας διαρκεί όσο ένα κλάσμα του δευτερολέπτου του γεωλογικού ρολογιού του πλανήτη. Αν ζούσαμε παραπάνω, ίσως και να βλέπαμε τα αρχαία δάση που χάνουμε στις φωτιές ή έστω τα πευκοδάση γύρω από τα σπίτια μας να επιστρέφουν. Η συνέχεια, η ζωή που μας ξεπερνά, ανακουφίζει. Ισως όμως ακόμα κι αυτή να είναι μια ψευδαίσθηση που χάνουμε. Γιατί η βλάστηση που ξαναφυτρώνει συχνά καίγεται, ξανά και ξανά, το έδαφος διαβρώνεται, ολόκληρες εκτάσεις ερημοποιούνται. Το δάσος των Κυθήρων, που κάηκε το 2017, ξανακάηκε πριν από μερικές μέρες. Και μπορεί πλέον να μην είναι δυνατό να διασωθεί.
Εύκολα συνηθίζουμε στην έκτακτη ανάγκη, εύκολα συνηθίζουμε στη μυρωδιά του καμένου, εύκολα ξεπετάμε τις καλοκαιρινές πυρκαγιές με ένα «πάλι τα ίδια», και οι τίτλοι ειδήσεων για «βιβλικές καταστροφές» δεν μας λένε τίποτα, γιατί καμία λέξη δεν σημαίνει τίποτα αν την επαναλάβεις πολλές φορές. Κι όμως φαίνεται πως, εμμέσως πλην σαφώς, εμείς είμαστε που καίμε τα σπίτια μας. Ή, μάλλον, κάποιοι από εμάς. Σκάβουν το έδαφος κάτω από τα πόδια μας, καταργούν την κανονικότητα όπως την ξέραμε για χιλιετίες και συνεχίζουν να το κάνουν, λες και από κεκτημένη ταχύτητα.
Εύκολα ένα κράτος ανακηρύσσει εχθρό την κλιματική αλλαγή, βολικό πράγμα μια και είναι εχθρός απροσδιόριστος και αόρατος, και αν φέρει όλη την ευθύνη, πρακτικά την ευθύνη τη φέρει ο αιθέρας. Εμείς είμαστε η κλιματική αλλαγή. Τα ετήσια συνέδρια COP που ποτέ δεν βγάζουν πουθενά, τα ιδιωτικά τζετ, η βιομηχανία του κρέατος, τα SUVs, τα data centers που χτίζονται σωρηδόν για να παράγουμε άχρηστες εικόνες μέσω τεχνητής νοημοσύνης είναι η κλιματική αλλαγή. Και τα κράτη που επενδύουν τρισεκατομμύρια στην άμυνα, δηλαδή στον πόλεμο, σίγουρα δεν μπορούν να χρησιμοποιούν την κάρτα της κλιματικής αλλαγής ως δικαιολογία για τη φωτιά που τους έκαψε.
Ο θεωρητικός φιλόσοφος Μαρκ Φίσερ περιέγραψε στα κείμενά του πολύ εύστοχα την υπερ-νεοφιλελεύθερη τάση της ιδιωτικοποίησης του άγχους και της μετακύλισης της ευθύνης στο άτομο, στην υποχρέωση του καθενός «να στέκεται στα πόδια του» όταν κανείς δεν μπορεί πλέον να βασίζεται στην υποστήριξη ή τη φροντίδα των θεσμών. Γράφει χαρακτηριστικά πως «η αδυναμία να φανταστούμε ένα ασφαλές μέλλον καθιστά πολύ δύσκολη την ανάληψη κάθε είδους μακροπρόθεσμης δέσμευσης».
Και ενώ αυτό το γράφει για τη σχέση νεοφιλελευθερισμού και εξατομικευμένης ψυχοθεραπείας, εφαρμόζει τέλεια στην περίπτωση της κλιματικής κρίσης και της πολιτικής της διαχείρισης. Η νέα αντι-κανονικότητα είναι μια μόνιμη κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, μια μόνιμη απόπειρα κατάσβεσης του νεότερου μετώπου, όπου δεν υπάρχει ποτέ ο χρόνος να ασχοληθούμε με τον δράκο που ανάβει ανενόχλητος τις φωτιές λίγο πιο πέρα. Στο μεταξύ, το σπίτι καίγεται.
Ο τελευταίος πολιτισμός
Δεν μπορούμε να ξέρουμε με σιγουριά γιατί εξαφανίστηκαν οι νάνοι ελέφαντες της Τήλου. Μεταξύ των πιθανών αιτιών, πάντως, είναι η κλιματική αλλαγή της εποχής, που επέφερε πιο θερμό και ξηρό κλίμα, μετατρέποντας τα λιβάδια σε θαμνώδεις εκτάσεις και μειώνοντας, ενδεχομένως, τη διαθέσιμη τροφή. Από την άλλη, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα οι ελέφαντες να συνυπήρξαν με τους ανθρώπους. Οπως δεν μπορούμε και να αποκλείσουμε την πιθανότητα οι άνθρωποι να κυνηγούσαν τους ελέφαντες ή πολύ απλά να αλλοίωσαν το οικοσύστημα καθιστώντας το μη βιώσιμο για αυτούς.
Δεν χρειάζεται, όμως, να υπονοήσουμε ότι οι άνθρωποι καταστρέφουμε όλα τα οικοσυστήματα που οικειοποιούμαστε. Μπορούμε να μείνουμε στο γεγονός ότι οι ελέφαντες έζησαν πάνω από 40.000 χρόνια στην Τήλο, μέχρι που σταμάτησαν να ζουν. Στο ότι η εξαφάνιση ενός είδους πάντα συνδέεται με τις μεταβολές στις φυσικές συνθήκες, τις οποίες, ναι, συχνά επιφέρει η ανθρώπινη παρέμβαση. Στο ότι και εμείς είμαστε ένα είδος, ακόμα κι αν ο ανθρώπινος πολιτισμός λειτουργεί σαν παραμορφωτικός καθρέφτης που διαστρεβλώνει τη συγκλονιστική μας ευθραυστότητα.
Το 1950, σε μια επίσκεψή του στο Εθνικό Εργαστήριο του Λος Αλαμος, ο φυσικός Ενρίκο Φέρμι, πηγαίνοντας για μεσημεριανό ,πιάνει την κουβέντα με μερικούς συναδέλφους του. Συζητούν περί ανέμων και υδάτων, μεταξύ των οποίων και για υποτιθέμενες θεάσεις ιπτάμενων δίσκων που ήταν τότε στην επικαιρότητα. Αλλάζουν θέμα, περνάει η ώρα, όμως ο Φέρμι έχει κολλήσει στους εξωγήινους. Ξαφνικά, από το πουθενά, πετάγεται και χωρίς να δώσει εξηγήσεις τούς κάνει μια ερώτηση που θα μείνει στην Ιστορία: «Where is everybody?» (Πού είναι όλοι;).
Από εκεί λέγεται ότι προέκυψε το διάσημο «παράδοξο του Φέρμι»: στατιστικά, η εξωγήινη ζωή όχι μόνο είναι σχεδόν βέβαιη, αλλά κάποιοι εξωγήινοι πολιτισμοί θα έπρεπε να είναι εκατομμύρια χρόνια μπροστά από εμάς εξελικτικά και άρα να μας έχουν ήδη επισκεφθεί. Επομένως, πού είναι όλοι;
Είναι πολλές οι ενδεχόμενες απαντήσεις στο παράδοξο. Μπορεί, κόντρα στις πιθανότητες, να είμαστε όντως ολομόναχοι στο αχανές Σύμπαν. Μπορεί οι εξωγήινοι να μας έχουν ήδη επισκεφτεί και να μην το έχουμε καταλάβει. Μπορεί να υπάρχουν, αλλά να είναι σιωπηλοί ή και αόρατοι. Ή, ίσως, μπορεί όλοι οι προηγμένοι πολιτισμοί, με τον έναν τρόπο ή τον άλλο, να αυτοκαταστρέφονται και να εξαφανίζονται πριν προλάβουν να εξερευνήσουν τον γαλαξία.
Είμαστε ακόμα εδώ, στο μικρό μας σπήλαιο κάτω από τα αστέρια. Κάποτε στην Τήλο γεννήθηκαν οι τελευταίοι νάνοι ελέφαντες, μπορεί αυτή να είναι η τελευταία μας χιλιετία. Κάποιοι πιστεύουν ότι είναι ο τελευταίος μας αιώνας.
Αλλά από όλες τις ψευδαισθήσεις δεν υπάρχει καμία ομορφότερη από αυτή της ανατολής του ηλίου. Το πώς οπτικοποιεί την κυκλικότητα της ζωής, το πώς πείθει εδώ και χιλιετίες τον άνθρωπο πως, ό,τι κι αν γίνει, αύριο πάλι για κάποιους θα ξημερώσει. Πεθαίνοντας, τον Αύγουστο του 1899, ένας γάλλος συγγραφέας φέρεται να είπε: «Λοιπόν, θα τον θυμάμαι αυτόν τον πλανήτη». Πρέπει να μείνουμε εδώ, ακόμα κι αν είναι για να θυμόμαστε όσα χάσαμε.
Θα χρειαστούμε, λοιπόν, πολύ νερό για τις πυρκαγιές που έρχονται. Φέρε όσο περισσότερο μπορείς, φέρε θάλασσες νερό. Και κάποτε, σε πολλές χιλιάδες χρόνια, θα βρω λίγο χρόνο να σου πω για τους ελέφαντες που έζησαν σε ένα ελληνικό νησί.





