H πιο καθαρή και δυνατή φωνή αγωνίας που ακούστηκε για το μέλλον του πλανήτη στο Κατοβίτσε της Πολωνίας κατά τη σύνοδο του ΟΗΕ για το κλίμα (COP 24) ήταν μιας 15χρονης μαθήτριας από τη Σουηδία. Η Greta Thunberg, η οποία νωρίτερα εφέτος παρακίνησε πολλούς μαθητές σε αποχή από τα μαθήματα, άσκησε δριμύτατη κριτική στους ηγέτες του πλανήτη για την περιφρόνηση των μελλοντικών γενεών και την εμμονή τους στα ορυκτά καύσιμα, εξηγώντας ταυτόχρονα με τον πιο γλαφυρό τρόπο ότι είναι αδύνατον να ξεπεράσεις μια κρίση όταν δεν την αντιμετωπίζεις ως κρίση.
Το κύριο στοίχημα για την COP24 ήταν η επίτευξη μιας συμφωνίας των κρατών-μελών του ΟΗΕ πάνω στα εργαλεία εφαρμογής της ιστορικής Συμφωνίας του Παρισιού του 2015 (Paris Rulebook), η οποία έθεσε ως στόχους τη συγκράτηση της ανόδου της παγκόσμιας θερμοκρασίας στους 1,5oC σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα, την αύξηση της ικανότητας προσαρμογής στις καταστροφικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και την εξασφάλιση της απαραίτητης χρηματοδότησης για τη μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Τελικά κάπου συμφώνησαν
Δεδομένου ότι η COP 24 διεξήχθη στην ευρωπαϊκή «πρωτεύουσα του κάρβουνου», την Πολωνία, οι διαπραγματεύσεις θα μπορούσαν να είχαν οδηγηθεί σε ολοκληρωτικό αδιέξοδο. Και λίγο έλειψε να συμβεί ακριβώς αυτό όταν ΗΠΑ, Σαουδική Αραβία, Κουβέιτ και Ρωσία αρνήθηκαν να αποδεχτούν τα συμπεράσματα της επιστημονικής έκθεσης της IPCC (Intergovernmental Panel on Climate Change – Διακυβερνητική Επιτροπή για την Αλλαγή του Κλίματος). Τελικά η πλειονότητα των κρατών-μελών αντιστάθηκε σε αυτή την ολέθρια οπισθοδρόμηση. Ετσι η έκθεση αναγνωρίστηκε, αν και απομονωμένη μέσα στο τελικό κείμενο και χωρίς σύνδεση με την ανάγκη για επείγουσα δράση.
Σε κάθε περίπτωση, το πιο σημαντικό επίτευγμα της COP 24 ήταν ότι περί τα 200 κράτη-μέλη συμφώνησαν σε ένα πλαίσιο διαφάνειας, κοινών κανόνων μέτρησης εκπομπών και εκτίμησης των επιπτώσεων των εθνικών πολιτικών σε σχέση με τις προβλέψεις της επιστήμης. Και ενώ οι κυρώσεις για μη συμμόρφωση με τους συμφωνηθέντες κανόνες απουσιάζουν, εντούτοις προβλέπεται μια διαδικασία ελέγχου των «κακών» παιδιών. Χωρίς λύση όμως παρέμεινε το ζήτημα της χρηματοδότησης της μετάβασης προς τις καθαρές μορφές ενέργειας, ειδικά των οικονομικά ασθενέστερων κρατών-μελών.
Για μια Δίκαιη Μετάβαση
Στην COP 24 έγινε εμφανής ο κίνδυνος να αμαυρωθεί η έννοια της «Δίκαιης Μετάβασης» για τις 42 περιοχές της Ευρώπης, των οποίων η οικονομία ήταν έως σήμερα εξαρτημένη από ανθρακικούς σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Με δεδομένη την αναντίστρεπτη επιδείνωση των οικονομικών του κάρβουνου παγκοσμίως και ειδικά στη χώρα μας, που διαθέτει τον χειρότερης ποιότητας λιγνίτη σε όλη την Ευρώπη, η επιβίωση των τοπικών κοινωνιών εξαρτάται από την έγκαιρη στροφή τους σε εναλλακτικές οικονομικές δραστηριότητες με συγκεκριμένο σχέδιο και οικονομικούς πόρους.
Ομως πολλοί χρησιμοποιούν τη ρητορεία της Δίκαιης Μετάβασης για να… χρυσώσουν το χάπι της συνέχισης του λιγνιτικού μοντέλου ηλεκτροπαραγωγής, μια αντίφαση εξ ορισμού. Αυτό ακριβώς έκανε ο πρόεδρος της Πολωνίας Αντρζεϊ Ντούντα κατά την έναρξη της COP24, ο οποίος διάβασε τη διακήρυξη της δίκαιης μετάβασης όταν λίγες ημέρες πριν η Πολωνία ανακοίνωνε ότι σχεδιάζει να διατηρήσει 60% κάρβουνο στο ενεργειακό της μείγμα το 2030, ενώ ταυτόχρονα προβλέπει… απεξάρτηση από τα χερσαία αιολικά ως το 2036.
Αυτή η λαϊκιστική χρήση της έννοιας της Δίκαιης Μετάβασης δεν γίνεται μόνο από τους Πολωνούς. Και στη χώρα μας υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις που από τη μία ζητούν πόρους για τη Δίκαιη Μετάβαση των λιγνιτικών περιοχών της χώρας σε εναλλακτικές οικονομικές δραστηριότητες, αλλά από την άλλη επιμένουν στη συνέχιση της λιγνιτικής δραστηριότητας. Ή θεσπίζουν το Εθνικό Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης, αλλά επιμένουν σε 2,7 λιγνιτικά GW ακόμη και το 2030 στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ).
«Το πρόσφατο Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα που ανακοίνωσε η κυβέρνηση κατατάσσει την Ελλάδα ανάμεσα στους ουραγούς της παγκόσμιας προσπάθειας για την αντιμετώπιση της μεγαλύτερης πρόκλησης τους 21ου αιώνα. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η κλιματική αλλαγή δεν θα έρθει να μας πλήξει σε κάποιο μακρινό, απροσδιόριστο μέλλον. Οπως πλέον αποδεικνύουν οι επιστήμονες, είναι ήδη εδώ, ενώ οι υφιστάμενες δεσμεύσεις των κρατών-μελών του ΟΗΕ κάθε άλλο παρά επαρκούν για την αντιμετώπισή της. Η αδυναμία των διαπραγματευτών στο Κατοβίτσε να συμφωνήσουν σε δραστικά μέτρα με βάση τα συμπεράσματα-καταπέλτης της πρόσφατης έκθεσης των επιστημόνων της IPCC αντιπροσωπεύει μια μεγάλη, χαμένη ευκαιρία, από αυτές που δεν θα διαθέτει για πολύ ακόμη ο πλανήτης» τονίζει ο κ. Νίκος Μάντζαρης, αναλυτής πολιτικής για την ενέργεια και το κλίμα στο GreenTank, μια δεξαμενή σκέψης για το περιβάλλον και την ενέργεια.
Το 2018 ήταν μια κακή χρονιά για το μέλλον μας
Η COP 24 πραγματοποιήθηκε στη σκιά πολύ ανησυχητικών εξελίξεων για το κλίμα. Κατ’ αρχάς το 2018 καταγράφηκε, για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, αύξηση των παγκόσμιων εκπομπών CO2 (διοξειδίου του άνθρακα) στον ενεργειακό τομέα. Ηταν και η παρατήρηση του Παγκοσμίου Οργανισμού Μετεωρολογίας ότι το 2018 είναι η 4η θερμότερη χρονιά που έχει καταγραφεί ποτέ.
Παράλληλα, η 9η έκθεση του Προγράμματος του ΟΗΕ για το Περιβάλλον κατέγραψε τη μεγαλύτερη απόσταση ανάμεσα στην τροχιά που κινείται η ανθρωπότητα όσον αφορά τις δράσεις για την κλιματική αλλαγή και σε αυτή στην οποία θα έπρεπε να κινείται για να πετύχει τον στόχο συγκράτησης της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη σε 1,5oC. Με τους σημερινούς ρυθμούς οδεύουμε ολοταχώς σε αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας κατά 3,2oC έως το τέλος του αιώνα.
Παρ’ όλα αυτά, ο στόχος περιορισμού της υπερθέρμανσης του πλανήτη στους 1,5oC εξακολουθεί να είναι ακόμη μαχητός, όπως προέκυψε και από την έκθεση της IPCC που δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 2018. Θα απαιτηθούν όμως πολύ μεγάλες προσπάθειες από ολόκληρη την ανθρωπότητα. Σύμφωνα με τους επιστήμονες της IPCC, απαιτείται η μείωση στο μισό όλων των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου ως το 2030 και ο μηδενισμός τους έως τα μέσα του αιώνα, το οποίο, μεταξύ άλλων, συνεπάγεται την κάθετη μείωση της χρήσης του κάρβουνου, του πιο ρυπογόνου καύσιμου στον πλανήτη (κατά 59%-78% ως το 2030 και κατά 73%-97% ως το 2050) αλλά και του πετρελαίου κατά 32%-87% ως το 2050.