Κι αν τελικά η τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι η μεγαλύτερη μετασχηματιστική τεχνολογία στην ιστορία της ανθρωπότητας; Κι αν έχουμε να κάνουμε με μια οικονομική φούσκα εφάμιλλη εκείνης του 2008; Κι αν οι υπηρεσίες που προσφέρουν οι μεγάλες τεχνολογικές πλατφόρμες δεν βελτιώνονται συν τω χρόνω, αλλά χειροτερεύουν – και μάλιστα επίτηδες;
Ο Κόρι Ντόκτοροου ανήκει στους αιρετικούς εκείνους στοχαστές που απαντούν τολμηρά στα παραπάνω ερωτήματα. Συγγραφέας, δημοσιογράφος, υπέρμαχος των ψηφιακών δικαιωμάτων, είναι ένα από τα πλέον ανήσυχα πνεύματα που ασχολούνται συστηματικά με τεχνολογικά θέματα.
«Το Βήμα» συνομίλησε μαζί του για τις αθετημένες υποσχέσεις της τεχνολογίας, που οδηγούν σταθερά σε αυτό που προκλητικά αποκαλεί «σκατοποίηση» (enshittification) του Διαδικτύου.
Είναι η τεχνητή νοημοσύνη η νέα οικονομική φούσκα; Θα βρεθούμε σε μια στιγμή Αποκάλυψης;
«Απολύτως. Το ερώτημα είναι αν μπορούμε να αποτρέψουμε κάποια από τη ζημιά, σταματώντας την παράλογη επένδυση που έχουμε κάνει, διότι κάθε δολάριο που βάζουμε εκεί πάει χαμένο. Μιλάμε για έναν τομέα που έχει 700 δισεκατομμύρια δολάρια κεφαλαιουχικές δαπάνες, τη στιγμή που με τους δικούς του, υπερβολικά διογκωμένους, υπολογισμούς βγάζει μόλις 60 δισεκατομμύρια.
Που αποσβένει τα περιουσιακά του στοιχεία σε πέντε χρόνια, αλλά σε ιδιωτικές συζητήσεις παραδέχεται ότι αυτά καταστρέφονται σε μόλις τρία. Εναν τομέα που σύμφωνα με την Bain and Company πρέπει να βγάζει τρία τρισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2030, αλλιώς θα καταρρεύσει και που ξοδεύει αποκλειστικά τα χρήματα των άλλων. Ενα ποσοστό μεταξύ 29% και 31% της χρηματιστηριακής αγοράς των ΗΠΑ, του S&P 500, αντιστοιχεί σε επτά γιγάντιες εταιρείες τεχνητής νοημοσύνης, οι οποίες, όλες, χάνουν χρήματα. Νομίζω ότι η κρίση, όταν έρθει, θα είναι χειρότερη από το 2008».
Ζούμε μια συλλογική ψευδαίσθηση;
«Μα αυτό δεν συμβαίνει με κάθε φούσκα; Κατισχύει η ιδέα ότι δεν υπάρχει περίπτωση να είναι φούσκα, επειδή όλοι οι άλλοι ξοδεύουν τόσο πολλά χρήματα. Οπότε καλύτερα να ξοδέψω κι εγώ, αλλιώς θα χάσω το τρένο. Οι φούσκες είναι ένας τρόπος απόσπασης των οικονομιών των απλών αποταμιευτών. Νομίζω ότι πολλά από τα μεγάλα “θηρία” της τεχνητής νοημοσύνης πιθανότατα θα βγάλουν από όλο αυτό δισεκατομμύρια δολάρια, όπως ακριβώς έκαναν τα μεγάλα “θηρία” στη στεγαστική κρίση. Ωστόσο, οι περισσότεροι άνθρωποι θα χάσουν τα πάντα με την κατάρρευση της τεχνητής νοημοσύνης».
Κάθε φούσκα βασίζεται σε μια υπόσχεση. Ποια είναι εδώ η υπόσχεση;
«Οτι η τεχνητή νοημοσύνη θα αντικαταστήσει την ανθρώπινη εργασία. Εάν ένας πωλητής επικοινωνήσει με έναν εργοδότη και του προτείνει ένα προϊόν που θα του επιτρέψει να απολύσει εργαζομένους θα βρει ευήκοα ώτα. Τα αφεντικά είναι πάντοτε ενθουσιώδη στην ιδέα της μείωσης προσωπικού. Το πρόβλημα είναι ότι υπάρχουν πολύ λίγες θέσεις εργασίας που η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί πραγματικά να αντικαταστήσει και οι περισσότερες από αυτές δεν έχουν υψηλό μισθολογικό κόστος.
Οπότε ακόμη κι αν οι μισθοί όλων αυτών των ανθρώπων διοχετεύονταν στην εταιρεία τεχνητής νοημοσύνης που παρείχε το προϊόν, η τελευταία και πάλι δεν θα μπορούσε να αντισταθμίσει τα δισεκατομμύρια που έχει ξοδέψει για να το παραγάγει».
Ενα παράδειγμα;
«Δεν μπορείτε πραγματικά να αντικαταστήσετε τους προγραμματιστές με την τεχνητή νοημοσύνη, διότι η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί μεν να γράψει κώδικα, αλλά δεν μπορεί να κάνει μηχανική λογισμικού. Αυτό που προσπαθούν να κάνουν οι εταιρείες με την τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι να παρέχουν στους έμπειρους προγραμματιστές τα εργαλεία ώστε να γίνουν πιο παραγωγικοί, αλλά να απολύσουν όλους τους ακριβούς και έμπειρους προγραμματιστές και να τους αντικαταστήσουν με εύκολα εκφοβιζόμενους νεότερους προγραμματιστές.
Οι τελευταίοι είναι βεβαίως ανίκανοι να εντοπίσουν τα ανεπαίσθητα λάθη της τεχνητής νοημοσύνης (βλέπε slopsquatting). Θα δούμε, λοιπόν, πολλούς προγραμματιστές να απολύονται. Οχι γιατί η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί στ’ αλήθεια να κάνει τη δουλειά τους, αλλά επειδή το αφεντικό τους έχει πειστεί γι’ αυτό».
Οπότε τι μπορούμε να κάνουμε;
«Το καλύτερο που θα μπορούσαμε να κάνουμε θα ήταν να μπούμε σε μια χρονομηχανή και να σταματήσουμε τη χρηματοδότηση της Open AI. Αλλά δεν μπορούμε. Οπότε η δεύτερη καλύτερη επιλογή είναι να σταματήσουμε αυτή την κατάφωρα κακή κατανομή του κεφαλαίου πριν να είναι πολύ αργά. Πολλοί άνθρωποι που κάνουν εργασίες που έχουν σημασία, και στις οποίες βασιζόμαστε, θα τις χάσουν, καθώς θα αντικατασταθούν από την τεχνητή νοημοσύνη. Και μετά, όταν έρθει η κατάρρευση και η ΤΝ θα απενεργοποιηθεί, δεν θα έχουμε κανέναν να κάνει αυτές τις δουλειές. Οπότε τα πράγματα θα είναι πολύ άσχημα».
Να μιλήσουμε λίγο για την έννοια της «σκατοποίησης» που προτείνετε;
«Βασίζεται σε μια παρατήρηση για το πώς οι ψηφιακές πλατφόρμες αλλάζουν προς το χειρότερο και μια θεωρία για τον λόγο που συμβαίνει αυτό. Οι πλατφόρμες είναι στην αρχή καλές για τους τελικούς χρήστες. Αλλά βρίσκουν έναν τρόπο να τους “κλειδώσουν μέσα” και μόλις καταλάβουν ότι είναι δύσκολο για αυτούς να φύγουν, υποβαθμίζουν τις υπηρεσίες τους προς αυτούς, προκειμένου να προσελκύσουν επιχειρηματικούς πελάτες. Και μόλις και αυτοί “κλειδωθούν μέσα”, υποβαθμίζουν τα πράγματα και γι’ αυτούς. Τέλος, στο τρίτο στάδιο αυτής της διαδικασίας, συγκομίζουν όλη την αξία για τον εαυτό τους, τουτέστιν για τα στελέχη και τους μετόχους τους. Αυτά είναι τα τρία στάδια αυτού που αποκαλώ διαδικασία “σκατοποίησης”».
Δώστε μας και εδώ ένα παράδειγμα…
«Σκεφτείτε την Google. Η εικόνα που έχουμε είναι ότι πρόκειται για μια φοβερά καινοτόμα επιχείρηση. Αν όμως κοιτάξει κανείς καλύτερα θα διαπιστώσει ότι το μόνο πραγματικά επιτυχημένο και καινοτόμο προϊόν της είναι η μηχανή αναζήτησης, που δημιουργήθηκε πριν πολλά χρόνια. Κατά τα άλλα, τα επιτυχημένα προϊόντα της τα εξαγόρασε, στο πλαίσιο εξαγορών που έθεταν θέματα ανταγωνισμού. Αγόρασε τα παιχνίδια των άλλων παιδιών και παίζει με αυτά.
Αποτέλεσμα, η Google κατέλαβε την αγορά των μηχανών αναζήτησης με μερίδιο αγοράς 90%. Χρησιμοποίησε δε τα κέρδη από την αγορά όλων των εταιρειών που θα μπορούσαν κάποια μέρα να την αντικαταστήσουν, για να αγοράσει όλο “τον χώρο στα ράφια”, κάθε λειτουργικό σύστημα, κάθε κινητή συσκευή, κάθε πάροχο. Και έτσι το 2020 έφτασε στο σημείο να μην μπορεί να αναπτυχθεί περαιτέρω, καθώς είχε ήδη μερίδιο αγοράς 90%».
Οπότε;
«Οταν, λοιπόν, το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ μήνυσε την Google για αντι-μονοπωλιακές πρακτικές, δημοσιεύθηκαν τα εσωτερικά υπομνήματα της εταιρείας για το τι συνέβη, όταν ξέσπασε αυτή η κρίση ανάπτυξης το 2020. Υπήρχαν, λοιπόν, δύο απόψεις. Από τη μία, εκείνοι που κοιτούσαν τα έσοδα. Η πρόταση του επικεφαλής του αρμόδιου τμήματος, του Πραμπχάκαρ Ραγκαβάν, για να λυθεί το πρόβλημα ήταν να γίνει η αναζήτηση της Google χειρότερη. Να πρέπει να ψάχνεις περισσότερες από μία φορές για να βρεις την απάντησή σου.
Και έτσι κάθε φορά που θα ψάχνεις, θα σου δείχνουν περισσότερες διαφημίσεις. Από την άλλη, ήταν ο επικεφαλής της τμήματος τεχνολογίας του Google search, ονόματι Μπεν Γκόουμς, ο οποίος μισούσε αυτή την ιδέα, αλλά το μόνο του αντεπιχείρημα ήταν ότι θα ένιωθε άσχημα, αν το έκαναν. Στο τέλος της ημέρας, βέβαια, “when money talks, bullshit walks”, όπως λέμε».
Γιατί συμβαίνει αυτό;
«Οφείλεται σε αυτό που αποκαλώ “σκατοποιημένο περιβάλλον πολιτικής”, που επιτρέπει στις εταιρείες που είναι κακές για τους καταναλωτές να επικρατούν έναντι εταιρειών με καλές υπηρεσίες. Και ξεκινά με την αποτυχία επιβολής της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας ανταγωνισμού. Αυτό οδηγεί σε μια κανονιστική αιχμαλωσία, διότι όταν σε έναν τομέα λίγες εταιρείες ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς, τότε μπορούν να συνασπιστούν εναντίον των ρυθμιστικών αρχών. Στην περίπτωση των τεχνολογικών εταιρειών, και οι υπόλοιπες βαλβίδες ασφαλείας που απέτρεπαν τη “σκατοποίηση” των προϊόντων τους αποσυναρμολογήθηκαν. Επίσης εξαιτίας αυτής της συγκέντρωσης».






