Ο εκσυγχρονισμός είναι η ιδεολογία του ατελείωτου παρόντος. Το σύνολο του παρελθόντος ανήκει στην «παραδοσιακή κοινωνία», και ο εκσυγχρονισμός δεν είναι παρά τεχνικό μέσο για τη ρήξη με το παρελθόν χωρίς να προετοιμάζει κανένα μέλλον. Ολα συμβαίνουν τώρα. Δίχως ανάπαυλα, χωρίς όραμα και πίστη, η ανθρώπινη κοινωνία υποβιβάζεται σε πρόσκαιρη τεχνική. Συγκρούσεις εξουσιών, αξιών και συμφερόντων, επιλογές μεταξύ αντιτιθέμενων προτεραιοτήτων ούτε προβλέπονται ούτε ενθαρρύνονται. Πρόκειται για τεχνοκρατικό πρότυπο κοινωνίας, πολιτικά ουδέτερης και χωρίς αντιθέσεις, που διαλύει πραγματικές κοινωνικές συγκρούσεις μέσα σε αφηρημένες έννοιες όπως «η επιστημονική επανάσταση», «η συναίνεση», «η παραγωγικότητα».

Stuart Hall, E. P. Thomson και Raymond Williams

Μανιφέστο της 1ης Μαΐου του 1968

Ποιο είναι το μέλλον της ριζοσπαστικής ανανεωτικής Αριστεράς; Κυρίαρχό της στοιχείο θα πρέπει να είναι, αν πρόκειται να παρεμβαίνει ουσιαστικά στην πολιτική σκηνή της χώρας μας, να αναδεικνύει τα μεγάλα ζητήματα που αφορούν την κοινωνία. Πέρα από τα βραχυπρόθεσμα – ακρίβεια, ιδιωτικό χρέος, κ.λπ. – νομίζω θα υπάρξει ευρεία συμφωνία σε τρεις προτεραιότητες για τον πιο μακροπρόθεσμο σχεδιασμό: οι μεγάλες θεσμικές και δημοκρατικές τομές που χρειάζεται το κράτος, το καταναλωτικό και παραγωγικό μοντέλο που απαιτεί η πράσινη μετάβαση και η αντιμετώπιση των ανισοτήτων.

Και εδώ είναι το πρόβλημα. Γιατί, όπως πρώτα ανέδειξε ο Thomas Gresham, ο υπουργός Οικονομικών του Εδουάρδου VI, το κακό (κάλπικο) χρήμα εκτοπίζει το καλό. Ή, στη δική μας συγκυρία, όταν όλοι μιλάνε για τις αδυναμίες του κράτους δικαίου ή για την ανάγκη να αντιμετωπιστεί η κλιματική κρίση, τι καινούργιο μπορεί να φέρει άραγε η Αριστερά που οραματιζόμαστε;

Από μια σκοπιά θα μπορούσε να φανταστεί κανείς ότι όταν όλοι, ή τουλάχιστον οι περισσότεροι, μιλάνε για αυτά τα θέματα, αυτό είναι θετικό, είναι ηγεμονικό. Μόνο που δεν είναι έτσι. Γιατί, όπως μας θυμίζουν οι συγγραφείς του Μανιφέστου της 1ης Μαΐου – και είναι εντυπωσιακό πόσο επίκαιρο είναι το κείμενο 55 χρόνια μετά – όταν οι συζητήσεις και οι προτεινόμενες λύσεις είναι πάνω από τις αξίες και τις κοινωνικές αντιθέσεις, όταν δεν υπάρχει σοβαρή συζήτηση ανάμεσα στις αντικρουόμενες προτεραιότητες, τότε δημιουργείται η υποψία ότι είτε η φαινομενική συμφωνία για τις αναγκαίες λύσεις υποκρύπτει τη μελλοντική απραξία, είτε θα επιβληθούν εντελώς ιδεολογικά επιβαρυμένες λύσεις κάτω από τον μανδύα της τεχνοκρατικής ουδετερότητας.

Να είμαι πιο σαφής. Οσον αφορά το θέμα των ανισοτήτων, ο τεχνοκρατικός λόγος που θέλει να παρακάμψει το ταξικό ζήτημα είναι άκρως ιδεολογικός. Γιατί στην Ελλάδα οι προοπτικές ενός παιδιού που γεννιέται σήμερα εξαρτώνται εν πολλοίς, τολμάω να πω και σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι ίσχυε πριν από 20 χρόνια, από την ταξική θέση όπου γεννήθηκε. Αυτό είναι που θα επηρεάσει σε ποιο σχολείο θα πάει, αν θα πάει στο πανεπιστήμιο, τι δουλειά θα βρει και τι πολιτιστικό κεφάλαιο θα έχει για να το βοηθήσει στο υπόλοιπο της ζωής του. Αυτό δεν είναι μόνο θέμα «ισότητας ευκαιριών» ακριβώς επειδή, όσο υπάρχουν μεγάλες ανισότητες, οι θέσεις για κοινωνική ανέλιξη είναι λίγες αφενός, και αφετέρου τα παιδιά των υψηλότερων κοινωνικών τάξεων έχουν αυτό το πολιτιστικό κεφάλαιο για να καπαρώσουν τις όποιες θέσεις υπάρχουν. Αρα το παραπάνω έχει επιπτώσεις σε μια μεγάλη γκάμα πολιτικών: από τη φορολογική πολιτική και τον αναδιανεμητικό ρόλο του κράτους μέχρι τα δικαιώματα στον χώρο εργασίας, και από την εκπαιδευτική πολιτική μέχρι την πρόσβαση στο αγαθό του πολιτισμού.

Το ίδιο ισχύει και για το θέμα της πράσινης μετάβασης. Ας πάρουμε, ως παράδειγμα, τη νομοθεσία περί μείωσης του πληθωρισμού (Inflation Reduction Act) του Biden, που από μια άποψη αποτέλεσε τομή στο θέμα της κλιματικής κρίσης σε σχέση με την προσέγγιση του προκατόχου του. Αλλά, είτε λόγω προτιμήσεων είτε λόγω αναγκαίων συμβιβασμών, η προσέγγιση του Biden ήταν κυρίως να δώσει κίνητρα για πράσινες τεχνολογίες – στο πλαίσιο και της αντιπαράθεσης με την Κίνα – και ταυτόχρονα να δώσει κίνητρα και στη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων. Με λίγα λόγια, αυτή η προσέγγιση παρέκαμψε την αναγκαία συζήτηση για την αλλαγή του παραγωγικού και καταναλωτικού μοντέλου του σύγχρονου καπιταλισμού (π.χ. ισχυροποίηση πράσινων καταναλωτικών ομάδων ή κίνητρα για την κοινωνική, συνεταιριστική και αλληλέγγυα οικονομία).

Τέλος, για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις του κράτους υπέρ της διαφάνειας, της δημοκρατίας και της αποτελεσματικότητας. Εδώ θα μπορούσε να πει κανείς ότι υπάρχει το έδαφος για μεγάλες κοινωνικές συγκλίσεις, γιατί ποιος δεν είναι υπέρ είτε της διαφάνειας είτε της αποτελεσματικότητας; Μόνο που για τη Νέα Δημοκρατία, όπως σε συντηρητικά κόμματα παγκοσμίως, η έλλειψη, για παράδειγμα, διαφάνειας, ή η συνέχιση του πελατειακού συστήματος, δεν είναι θέμα αποτελεσματικότητας. Γιατί αυτές οι «τεχνικές» στηρίζουν ένα ολόκληρο μπλοκ εξουσίας με συγκεκριμένους νικητές και ηττημένους και η διαφάνεια το μόνο που θα έκανε θα ήταν να φέρνει στην επιφάνεια το πώς αυτό το μπλοκ επιδιώκει να χτίσει την ηγεμονία του.

Εν κατακλείδι, η ανανεωτική ριζοσπαστική Αριστερά πρέπει αφενός να αναδείξει τα μεγάλα ζητήματα της εποχής μας αλλά συγχρόνως να εντοπίσει τις ιδεολογίες, τα πλέγματα εξουσίας και τις τεχνικές αυτές που εμποδίζουν τη σοβαρή αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων. Αυτό δεν μπορεί να γίνει με μια αντιπολίτευση που εστιάζει στο πόσο κακή είναι η Νέα Δημοκρατία ή ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης, ούτε με μία προσέγγιση που λέει ότι αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι βαθυστόχαστες αναλύσεις αλλά να ακούσουμε τι λέει ο «λαός». Είναι προφανές ότι η Αριστερά πρέπει να βρει και νέους τρόπους να επικοινωνήσει το μήνυμά της, αλλά αυτό το μήνυμα πρέπει να βασίζεται σε ένα κόμμα που παράγει πολιτική, ακριβώς επειδή έχει κάνει τις αναγκαίες αναλύσεις για το πού βρισκόμαστε και το πού θέλουμε να πάμε.