Οι τελευταίες πληροφορίες για τις σχέσεις Ελλάδας – Λιβύης δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές για την πρώτη χώρα. Εκτός από το γεγονός ότι ο πολέμαρχος Χαφτάρ επιμένει για την επικύρωση του τουρκολυβικού μνημονίου από το ελεγχόμενο από αυτόν Κοινοβούλιο, έχουμε μια πρόσφατη εξέλιξη από τη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Τρίπολης: εκτός από τη Note Verbale της 27ης Μαΐου 2025, η Λιβύη υπέβαλε ένα συμπληρωματικό υπόμνημα απευθυνόμενο στον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ, συνοδευόμενο από έναν χάρτη, στον οποίο χαράσσονται οριοθετικές γραμμές της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) της Λιβύης σε σχέση με την Ελλάδα.
Οι οριοθετικές γραμμές αφορούν τόσο την Τυνησία (παρακείμενο κράτος), την Αίγυπτο (παρακείμενο κράτος), τη Μάλτα (αντικείμενο κράτος), όσο και την Ελλάδα ως αντικείμενο κράτος.
Σε σχέση με την Ελλάδα η Λιβύη σύρει μια γραμμή η οποία είναι πολύ κοντά στην αιγιαλίτιδα ζώνη της Κρήτης και η οποία ουσιαστικά αρνείται οποιαδήποτε επήρεια των νότιων ακτών του νησιού στη διαμόρφωση της υφαλοκρηπίδας, έχοντας ως έμπνευση μόνον τις ακτές της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Η πρωτοφανής αυτή ρύθμιση, που αγνοεί πλήρως την επήρεια των ακτών της Κρήτης και ορίζει ως μέση γραμμή μια μέση γραμμή ανάμεσα στις ακτές της Ελλάδας και στην ευθεία γραμμή βάσης του Κόλπου της Σύρτης είναι αναμφίβολα παντελώς ανυπόστατη και παράνομη.
Εδράζεται δε στην τουρκική αντίληψη ότι τα νησιά στερούνται υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Η Λιβύη το ομολογεί ρητά στο συμπληρωματικό της υπόμνημα:
«Τα νησιά μπορεί να αγνοηθούν ή να τους δοθεί περιορισμένη επήρεια σε μια θαλάσσια οριοθέτηση εάν η θέση τους διαστρέφει (distorts) την ευθύδικη οριοθέτηση ή εάν υπάρχουν άλλες σχετικές περιστάσεις (που να δικαιολογούν την παράλειψη)».
Η πρόταση αυτή δεν λαμβάνει πρόνοια να μας εξηγήσει ποια είναι η λογική παράλειψης των ακτών της Κρήτης, ενός από τα μεγαλύτερα νησιά της Μεσογείου, που στρεβλώνει το ευθύδικο αποτέλεσμα, ή ποιες είναι οι ειδικές συνθήκες που δικαιολογούν αυτό το αποτέλεσμα. Η αναφορά στην εσωτερική νομική κατάσταση, όπως και στο ανυπόστατο τουρκολιβυκό μνημόνιο, δεν είναι, βέβαια, επαρκείς λόγοι.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά: πρώτον, η ευθεία γραμμή βάσης, που αποτελεί μια εξαιρετικά ριζοσπαστική γραμμή κλεισίματος του Κόλπου της Σύρτης, με την αιτιολογία των ιστορικών δικαιωμάτων της Λιβύης, αποτελεί την πρώτη μεγάλη παραβίαση του διεθνούς δικαίου, το οποίο επιτρέπει το κλείσιμο των κόλπων μόνο ως τα 24 μίλια πλάτος.
Από εκεί και πέρα υπάρχει ένας καταιγισμός σοβαρότατων παραβιάσεων, με αποκορύφωμα την αγνόηση των νοτίων ακτών της Κρήτης, ως γραμμών βάσης για την οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας.
Η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας του Montego Bay (1982), η οποία αποτελεί το ρυθμιστικό Ευαγγέλιο των κανόνων του δικαίου σε αυτόν τον τομέα, και έχει μάλιστα μετασχηματιστεί σε διεθνές εθιμικό, δεσμεύοντας και τα μη συμβαλλόμενα σε αυτήν μέρη, ορίζει στο άρθρο121 πως τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα, όπως ακριβώς και οι ηπειρωτικές ακτές μιας χώρας.
Μπορεί βέβαια το Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης να έχει διαμορφώσει μια νομολογία στην οποία τα νησιά κρίνονται εξατομικευμένα, και σε άλλα να αποδίδεται πλήρης επήρεια, ενώ σε άλλα περιορισμένη, που μπορεί να φθάσει και τη μηδενική, αλλά, ωστόσο, για ένα μεγάλο νησί, όπως η Κρήτη, θα δινόταν επήρεια, ίσως μειωμένη, αν συγκρίνουμε το εύρος των ακτών της με το αντίστοιχο εύρος των ακτών της Λιβύης.
Και, σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι αρκετά πρόσφατα το Δικαστήριο είχε δώσει σχετική επήρεια στα νησιά της Μάλτας, σε μια υπόθεση ανάμεσα σε αυτή τη χώρα και τη Λιβύη (1986, για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. Ροζάκη, Χρ., Εθνική Δικαιοδοσία στο Δίκαιο της Θάλασσας και η Ελλάδα, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 2025), αποκλείει το ενδεχόμενο να μην έχουν επήρεια οι νότιες ακτές της Κρήτης.
Και το επιχείρημα ότι τα νησιά της Μάλτας αποτελούν ένα κράτος, που διαφορετικά δεν θα είχε καθόλου υφαλοκρηπίδα, δεν ευσταθεί, καθώς το μέγεθός τους είναι σαφώς δυσανάλογο με το μέγεθος της Κρήτης.
Μιλάμε για έναν Δαβίδ και έναν Γολιάθ. Σε κάθε περίπτωση, δεν έχουμε παραδείγματα νομολογίας του Διεθνούς Δικαστηρίου που να μην αποδίδει επήρεια σε νησιά με το μέγεθος της Κρήτης και το μήκος των ακτών της.
Εξάλλου επήρεια είχε δοθεί σε προηγούμενη φάση διαπραγματεύσεων Ελλάδας – Λιβύης, όταν η κυβέρνηση Καραμανλή είχε ουσιαστικά προχωρήσει στην επίλυση της οριοθέτησης, η οποία ναυάγησε λόγω ορισμένων μαξιμαλιστικών απαιτήσεων.
Σε αυτή τη φάση και δεδομένης της αρνητικής επιρροής της Τουρκίας, που δείχνει σήμερα να επεκτείνεται και στο Ανατολικό Τμήμα της Λιβύης και να επηρεάζει μέχρι και τον προ ολίγου εχθρικά διακείμενο προς αυτήν στρατάρχη Χαφτάρ, η λύση μοιάζει να εξασθενεί σημαντικά. Πράγμα που όχι μόνον έχει ως αποτέλεσμα τη διεκδίκηση ολόκληρου του Κρητικού Πελάγους από τη Λιβύη, αλλά δίνει και φτερά στο παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο.
Το οποίο είναι παράνομο τόσο γιατί συνδέει απομακρυσμένες ακτές, αλλά και γιατί, προκειμένου να το πραγματοποιήσει, δεν αφήνει κανένα περιθώριο στα ελληνικά νησιά που βρίσκονται σε περιοχή όπου μπορούν να απολαύσουν δικαιωμάτων υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, αφού τα εγκλωβίζει στα στενά όρια της τρέχουσας αιγιαλίτιδας ζώνης των 6 ν.μ.
Οι επισκέψεις ελλήνων ιθυνόντων, με αποκορύφωμα την επίσκεψη του έλληνα υπουργού των Εξωτερικών και στις δυο πλευρές, δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Και ήταν φυσικό.
Η Τουρκία τροφοδοτεί τη Λιβύη με διάφορα μέσα: με την παροχή οικονομικής βοήθειας, με την παροχή στρατιωτικού υλικού, με την παρουσία τουρκικών ενόπλων δυνάμεων. Με τα οποία πρόσφατα επιχειρεί με επιτυχία, φαίνεται, να προσεταιριστεί και τον κ. Χαφτάρ.
Η Ελλάδα τι δυνατότητες έχει απέναντι σε αυτές τις παροχές; Η μόνη δυνατότητα είναι η Ευρωπαϊκή Ενωση να συνεισφέρει τον οβολό της στον κ. Χαφτάρ, ο οποίος φαίνεται επιρρεπής σε αυτόν.
Αλλά εκτός του γεγονότος ότι ο στρατάρχης ζει σε μια περιοχή που δεν είναι αναγνωρισμένη διεθνώς, τα οικονομικά μέσα της ΕΕ είναι περιορισμένα, τώρα που δίνεται αγώνας για την αύξηση των αμυντικών δαπανών. Και η πρόσφατη απόρριψη των Ευρωπαίων από το να τον δουν φανερώνει του λόγου το αληθές.
Τουλάχιστον η Ελλάδα φαίνεται να έχει κατορθώσει κάτι στο μεταναστευτικό ρεύμα που προέρχεται από τη Λιβύη, με την παρεμπόδιση απόπλου των πλοιαρίων ή την επιστροφή τους στα λιβυκά λιμάνια, προτού εξέλθουν στην ανοιχτή θάλασσα.
Ο κ. Χρήστος Ροζάκης είναι ομότιμος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υφυπουργός.







