Τα αποτελέσματα του δημοσκοπικού κύματος στον απόηχο του δυστυχήματος των Τεμπών θεωρούνται πρόσκαιρα στο Μέγαρο Μαξίμου. Το μεγάλο ζήτημα όμως για τον Κυριάκο Μητσοτάκη και το επιτελείο του είναι ότι δεν μπορεί αυτή τη στιγμή να προσδιοριστεί πώς θα διαμορφωθεί το πολιτικό περιβάλλον όταν θα υπάρχει η χρονική απόσταση από το τραυματικό γεγονός και θα πλησιάζουν οι εκλογές. Κανένας δεν είναι σε θέση να υποστηρίξει βασίμως αν οι απώλειες θα παγιωθούν, αν θα διευρυνθούν ή αν η κυβέρνηση θα ανακάμψει και θα ανακτήσει δυναμική.

Με αυτή την εκκρεμότητα και όσο ο Πρωθυπουργός εξακολουθεί να μην αποκαλύπτει τις διαθέσεις του για τον χρόνο των εκλογών, στην κυβέρνηση αναζητούν τα εργαλεία που θα επιτρέψουν την αξιολόγηση των νέων δεδομένων της πολιτικής περιόδου ώστε να καταστρωθεί μια νέα, ρεαλιστική και αποτελεσματική εκλογική (και μετεκλογική) στρατηγική.

Πεδίο αυξημένων απαιτήσεων

Σε πρώτο επίπεδο, οι καταγραφόμενες δημοσκοπικές απώλειες θεωρούνται λογικές και αναμενόμενες. Διαμορφώνουν όμως ένα νέο πεδίο αυξημένων απαιτήσεων και μια κρίσιμη πρόκληση σε ό,τι αφορά την ανάκτηση της αξιοπιστίας, την κάλυψη του χαμένου εδάφους και το αν θα εξακολουθήσει να θεωρείται ρεαλιστική η επιδίωξη της αυτοδυναμίας από τον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Υπό αυτό το πρίσμα και καθώς στο Μέγαρο Μαξίμου περνούν από το στάδιο της αμηχανίας σε εκείνο της αναζήτησης διεξόδου, νέα σενάρια εξετάζονται ή διακινούνται ως προς τον χρόνο των εκλογών, αλλά και ως προς την επόμενη ημέρα και τις προοπτικές σχηματισμού κυβέρνησης.

Η αιωρούμενη εκκρεμότητα του χρόνου των εκλογών να αναγκάζει όλα τα κομματικά επιτελεία σε μια παρατεταμένη ετοιμότητα, με άγνωστο χρονικό ορίζοντα. Βεβαιότητες δεν υπάρχουν και οι αναφορές σε συγκεκριμένες ημερομηνίες περιορίζονται προς το παρόν σε χλιαρές διαρροές.

 

Οι επιφυλάξεις για τη δυναμική

Υπό αυτή την έννοια, το σενάριο της διενέργειας των εκλογών στις 21 Μαΐου παραμένει και είναι εκείνο το οποίο εξακολουθούν να διακινούν κυβερνητικοί παράγοντες και στελέχη του Μεγάρου Μαξίμου. Ωστόσο, είναι αισθητή και μια επιφύλαξη, καθώς κανένας δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι έως τότε θα έχει τροποποιηθεί η σημερινή δημοσκοπική τάση και θα έχει ανακτήσει η κυβέρνηση έστω ένα μέρος της χαμένης αξιοπιστίας και της εκλογικής της δυναμικής.

Ο προβληματισμός πάντως είναι πλέον αισθητός στο κυβερνητικό επιτελείο ως προς τον βαθμό ρεαλισμού του στόχου της αυτοδυναμίας. «Είναι νωρίς να μιλήσουμε τώρα γι’ αυτό» αναφέρει χαρακτηριστικά κυβερνητική πηγή και φανερώνει έτσι ότι η αισιοδοξία των προηγούμενων μηνών έχει παραχωρήσει τη θέση της στην αγωνία. Ως προς αυτά, πολλά θα κριθούν έως το Πάσχα, οπότε και θα διαφανεί αν στο διάστημα των τεσσάρων εβδομάδων θα υπάρξει δημοσκοπική ανάκαμψη. Σημειώνεται ότι αν εν τέλει οι εκλογές διεξαχθούν στις 21 Μαΐου, θα πρέπει να προκηρυχθούν λίγο πριν ή λίγο μετά από την Κυριακή του Θωμά (23 Απριλίου).

Η περιπλοκή των τρίτων εκλογών

Το αιωρούμενο ερώτημα υπό αυτές τις συνθήκες είναι αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα επιμείνει στη στρατηγική του «όλα ή τίποτε», στην πάση θυσία επίτευξη της αυτοδυναμίας και στο αν αυτό θα σημάνει μια απόφαση για προσφυγή σε διαδοχικές εκλογές, ακόμα και τρίτες αν θεωρηθεί αναγκαίο και σκόπιμο. Κατά τα όσα εκτιμούν κυβερνητικές πηγές, αυτό θα κριθεί από το ποσοστό το βράδυ των πρώτων εκλογών. Και πάντως, το μεγάλο ερώτημα εφόσον γίνει μια τέτοια επιλογή είναι πότε θα μπορούσαν να γίνουν οι τρίτες εκλογές. Με βάση το εκλογικό σενάριο της 21ης Μαΐου και με αυτά τα δεδομένα, δεύτερες εκλογές θα πρέπει να διεξαχθούν στις 2 Ιουλίου και αν χρειαστούν τρίτες, θα φτάσουν κοντά στον Δεκαπενταύγουστο, κάτι που φανερώνει την ορατή περιπλοκή. Εφόσον καταστεί εφικτή η αξιολόγηση όλων αυτών των παραμέτρων, δεν αποκλείεται εντός των αμέσως προσεχών εβδομάδων η κυβέρνηση να αναγκαστεί σε ριζικές αναπροσαρμογές της στρατηγικής της.

Η εξάντληση της τετραετίας

Με κυρίαρχο το νέο στοιχείο της αβεβαιότητας ως προς τις ρεαλιστικές πιθανότητες σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης, στις παρασκηνιακές και εν μέρει στις δημόσιες συζητήσεις έχει προστεθεί η παράμετρος της εγκατάλειψης της ιδέας των πρόωρων εκλογών και της συνέχειας της κυβερνητικής θητείας έως το συνταγματικό της όριο.

Μια τέτοια επιλογή θα σημάνει την προσφυγή σε εκλογές στις 2 Ιουλίου ή και λίγο αργότερα και θα έχει στόχο τη ριζική ανασύνταξη, τον ανασχεδιασμό της στρατηγικής και την προετοιμασία για όλα τα πιθανά ενδεχόμενα, εφόσον θεωρηθεί βέβαιο ότι η αυτοδυναμία παύει να είναι μια ρεαλιστική επιδίωξη και η κυβέρνηση συνεργασίας καταστεί το πιθανότερο ενδεχόμενο.

Αυτή τη στιγμή και κατά τα αναμενόμενα, το σενάριο αυτό διαψεύδεται (κάπως χλιαρά) από το Μέγαρο Μαξίμου. Δεν θεωρείται πάντως τόσο απίθανο από στελέχη της ΝΔ και από τα επιτελεία των άλλων κομμάτων.

Η παράμετρος της νέας κρίσης και η ανάγκη σταθερότητας

Κυβερνητικές πηγές αναφέρουν τις τελευταίες ημέρες ότι «το εκλογικό πλαίσιο έχει αλλάξει». Συμπληρώνουν όμως ότι το ζητούμενο παραμένει και εκφράζεται με το ερώτημα «ποιος μπορεί να κάνει τα αναγκαία βήματα την επόμενη μέρα και ποιος μπορεί να λύσει προβλήματα και να αντιμετωπίσει παθογένειες της χώρας». Σε αυτά προσθέτουν την παράμετρο της διαφαινόμενης νέας παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης. Εφόσον αυτή εκδηλωθεί, θα ενισχυθεί η ανάγκη της σταθερότητας, στην οποία επενδύει πολιτικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όταν σε αυτή τη βάση διατυπώνει τα εκλογικά διλήμματα.

Πώς βλέπουν στο Μαξίμου τη στροφή του Αλ. Τσίπρα

Οι πιο νηφάλιοι παρατηρητές σημειώνουν ότι αν η δημοσκοπική εικόνα και η γενικότερη πολιτική και κοινωνική ατμόσφαιρα παγιωθούν, οι στρατηγικοί σχεδιασμοί της κυβέρνησης και του Μεγάρου Μαξίμου δεν θα μπορούν να γίνονται εν κενώ και ερήμην – κυρίως – των πολιτών. Ως προς αυτά έχει τη σημασία της η αξιολόγηση της κυβέρνησης για τη στάση του Αλέξη Τσίπρα και το νέο ύφος της μετριοπαθούς δημόσιας παρουσίας του. «Μακάρι να το διατηρήσει και να γίνει μια προεκλογική συζήτηση στο προγραμματικό πεδίο» δηλώνουν συνεργάτες του Πρωθυπουργού και προσθέτουν ότι αυτή θα είναι μια ευνοϊκή εξέλιξη για τη ΝΔ, υπό την έννοια ότι αυτή η συζήτηση τη συμφέρει εκλογικά.