«Ο Χότζας είχε παρατηρήσει ότι ο γάιδαρός του ζούσε χωρίς να τον ταΐζει. Επαψε λοιπόν να τον ταΐζει και όταν ο γάιδαρος ψόφησε, ο Χότζας σκέφτηκε: Κοίτα να δεις, ψόφησε μόλις τον είχα συνηθίσει να μην τρώει! Ετσι είναι η ελληνική έρευνα σήμερα. Μας έχουν συνηθίσει να επιβιώνουμε χωρίς να μας ταΐζουν και όταν πεθάνουμε δεν θα έχουν καταλάβει το γιατί».
Το παραπάνω είναι απόσπασμα από συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στο «Βήμα» ο – αείμνηστος σήμερα – καθηγητής Βιοχημείας Κωνσταντίνος Σέκερης. Ο Σέκερης είχε επιστρέψει στην Ελλάδα για να αναλάβει επικεφαλής του Ινστιτούτου Βιολογικών Ερευνών και Βιοτεχνολογίας του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών έχοντας προηγουμένως διαγράψει μια λαμπρή πορεία στη Γερμανία.
Αντιπροσώπευε δηλαδή ένα πρώιμο παράδειγμα του brain gain στη χώρα μας. Αλλά η χώρα τον είχε απογοητεύσει! Στη συνέντευξη, η οποία δημοσιεύθηκε στις 8 Ιουνίου 1997, ο παροιμιώδους ευγένειας Σέκερης χρησιμοποίησε το πικρό χιούμορ για να στείλει το μήνυμα ότι η πολιτεία «σκοτώνει» την έρευνα μέσω της υποχρηματοδότησης.
Σχεδόν τρεις δεκαετίες αργότερα, τα λεγόμενά του παραμένουν οδυνηρά επίκαιρα, αν και τα πράγματα έχουν αλλάξει. Προς το χειρότερο! Οι ερευνητές δεν έχουν πια να αντιμετωπίσουν μόνο την υποχρηματοδότηση, αλλά, όπως καταγγέλλουν, και τη στρεβλή διαχείριση των κεφαλαίων (στην πλειονότητά τους ευρωπαϊκών) που προορίζονται για ερευνητικούς σκοπούς.
Το πρόσφατο φιάσκο με την παντελώς διάτρητη διαδικασία αξιολόγησης των ερευνητικών προτάσεων στο πλαίσιο του έργου «Εμπιστοσύνη στα Αστέρια μας» ( Trust Your Stars) – το οποίο ανέδειξε «Το Βήμα» – μοιάζει να επιβεβαιώνει εμπράκτως την αδιαφορία της κυβέρνησης για την έρευνα.
Παγερή αδιαφορία για την έρευνα
Εξάλλου, αυτή την πρόδηλη αδιαφορία είχε επικαλεστεί ως λόγο της παραίτησής του από τη θέση του επικεφαλής του Εθνικού Συμβουλίου Ερευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας (ΕΣΕΤΕΚ) ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ Σπύρος Αρταβάνης-Τσάκωνας τον περασμένο Φεβρουάριο.
Ο κ. Αρταβάνης παραιτήθηκε μετά από σχεδόν 5 χρόνια – εντελώς αφιλοκερδούς – προσπάθειας να διορθωθούν τα κακώς κείμενα της έρευνας στην Ελλαδα. (Την παραίτηση Αρταβάνη είχαν ακολουθήσει τότε και άλλα μέλη του ΕΣΕΤΕΚ – όλοι επιφανείς και διεθνώς καταξιωμένοι επιστήμονες – καθώς ήταν κοινή διαπίστωση ότι η κυβέρνηση κώφευε στις όποιες προτάσεις τους και ο ρόλος του οργάνου που στα χαρτιά είναι να γνωμοδοτεί και να συμβουλεύει την κυβέρνηση για τα θέματα της έρευνας είχε καταστεί διακοσμητικός.)
«Αγανακτισμένος και πλήρως απογοητευμένος» από τα διαχρονικά δεινά της έρευνας και την παγερή αδιαφορία της κυβέρνησης δήλωσε μιλώντας στο «Βήμα» ο κ. Αρταβάνης, ο οποίος από την αρχή της ανάληψης των καθηκόντων του είχε θέσει στον ίδιο τον Πρωθυπουργό το θέμα του «ενιαίου χώρου» για την έρευνα. Δηλαδή, ενός ανεξάρτητου φορέα που θα διαχειριζόταν τα θέματα της έρευνας, οργανωτικά και χρηματοδοτικά.
Διαχρονικό αίτημα των ερευνητών
Η πρόταση αυτή δεν ήταν ιδεοληψία του κ. Αρταβάνη, ήταν επίσης και διαχρονικό αίτημα της ερευνητικής κοινότητας. Είχε προκύψει από σειρά διεργασιών του ΕΣΕΤΕΚ, είχε συζητηθεί με τους εμπλεκόμενους κοινωνικούς εταίρους κατά τη διάρκεια δύο ημερίδων που είχαν διοργανωθεί για αυτόν ακριβώς τον σκοπό, ενώ παράλληλα είχε ζητηθεί και η συνδρομή του τιμημένου με βραβείο Νομπέλ βρετανού βιολόγου Πολ Νερς.
«Ο Πολ Νερς υπήρξε ο αρχιτέκτονας της ενοποίησης των διαφορετικών Ερευνητικών Συμβουλίων (Research Councils) – δηλαδή χρηματοδοτικών φορέων – του Ηνωμένου Βασιλείου και της σύνδεσής τους με τα πανεπιστήμια και η εμπειρία του ήταν πολύτιμη» μας είπε ο κ. Αρταβάνης, ο οποίος αφού εισέπραξε την άρνηση του Πρωθυπουργού για την ίδρυση ξεχωριστού υπουργείου Ερευνας, κατέθεσε την εισήγηση του ΕΣΕΤΕΚ που στόχο είχε να αντληθούν τα μέγιστα οφέλη από το ερευνητικό δυναμικό της χώρας μέσα από διαφανείς, αξιοκρατικές διαδικασίες και σταθερή χρηματοδότηση.
Στον κάλαθο
«Ουδεμία ανταπόκριση υπήρξε μετά την κατάθεση των προτάσεών μας!» λέει ο κ. Αρταβάνης, κομβικό σημείο των οποίων ήταν η αξιολόγηση και η αξιοκρατία. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι το ΕΣΕΤΕΚ, επί προεδρίας Αρταβάνη, «είχε αξιολογήσει όλα τα ερευνητικά κέντρα (τα οποία, σε μια παγκόσμια και τραγική πρωτοτυπία, είναι διοικητικά χωρισμένα από τα πανεπιστήμια). Η αξιολόγηση έγινε από επιτροπές διακεκριμένων επιστημόνων από το εξωτερικό. Περίπου 170 επιστήμονες, κατά το πλείστον από την ελληνική επιστημονική διασπορά, εργάστηκαν για την αξιολόγηση. Αλλά οι αξιολογήσεις, θετικές και αρνητικές, κατέληξαν στον κάλαθο των αχρήστων»!
Αξιολόγηση και αξιοκρατία αιτούνται σήμερα και οι αγανακτισμένοι ερευνητές οι οποίοι μετά το φιάσκο του προγράμματος «Εμπιστοσύνη στα Αστέρια μας» ετοιμάζουν σχετική επιστολή στον Πρωθυπουργό σημειώνοντας, μεταξύ άλλων, ότι «η αριστεία δεν μπορεί να προκύψει χωρίς διαφάνεια. Η εμπιστοσύνη στην πολιτεία δεν μπορεί να οικοδομηθεί χωρίς αξιοκρατία».
Οι αιτιάσεις των επιστημόνων είναι πολύ σοβαρές. «Οταν δεν υπάρχει αξιολόγηση, δεν υπάρχει αξιοκρατία. Και όταν δεν υπάρχει αξιοκρατία και δεν υπάρχουν κανόνες, είναι πολύ εύκολο να αψηφά κανείς την – ενίοτε εμφανέστατη – σύγκρουση συμφερόντων στη σύνθεση των επιτροπών αξιολόγησης ερευνητικών προγραμμάτων» δήλωσε στο «Βήμα» ο Γιώργος Κόλλιας, ακαδημαϊκός και καθηγητής Πειραματικής Φυσιολογίας στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ.
Την άποψη του Κόλλια ενστερνίζεται και ο κ. Αρταβάνης, ο οποίος μάλιστα στα δεινά που ταλανίζουν την έρευνα στη χώρα μας προσθέτει και «την τοποθέτηση σε πολιτικές θέσεις στη δικαιοδοσία των οποίων είναι η διοίκηση της έρευνας προσώπων εντυπωσιακά άσχετων με την πράξη, τη διοίκηση και γενικά την υφή της έρευνας. Αποτέλεσμα: να διαμοιράζουν χρήματα με βάση θολά κριτήρια και προσωπικές προτιμήσεις».
«Δεν είναι πολυτέλεια»
Είναι κοινή διαπίστωση τόσο του κ. Αρταβάνη, όσο και του κ. Κόλλια το γεγονός ότι έχει επικρατήσει (και) στην έρευνα μια στάση του τύπου «This is Greece» (Εδώ είναι Ελλάδα), ως η χώρα να διοικείται με άλλα μέτρα και σταθμά σε σχέση με τις υπόλοιπες της ΕΕ. Οπως όμως έχει επανειλημμένα και δημόσια τονίσει ο κ. Αρταβάνης αλλά και συνάδελφοί του στο ΕΣΕΤΕΚ «δεν υπάρχει “Ελληνική Ερευνα” αλλά απλώς αξιόλογη ή μη αξιόλογη έρευνα. Εχουμε μάλιστα αναφέρει πάμπολλες φορές ότι η έρευνα για έναν μικρό τόπο σαν τον δικό μας δεν είναι πολυτέλεια αλλά αναγκαιότητα».
Είναι ακριβώς η στάση «Εδώ είναι Ελλάδα», η οποία έχει οδηγήσει σε πλήρη αγανάκτηση τους ερευνητές. «Αισθάνεται πλέον κανείς ότι η μόνη του καταφυγή είναι η δικαιοσύνη, αφού τίποτε δεν λειτουργεί όπως θα όφειλε» μας είπε χαρακτηριστικά ο κ. Κόλλιας.
Αν όμως μια κοινωνική ομάδα η οποία αποτελεί, κατά τεκμήριο, ένα από τα πλέον καλλιεργημένα και διεθνοποιημένα τμήματα του πληθυσμού αισθάνεται ότι η μόνη της καταφυγή είναι η Δικαιοσύνη – ελληνική και ευρωπαϊκή –, τότε τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά. Γιατί δεν αφορούν μόνο τους ερευνητές αλλά την ίδια τη λειτουργία της δημοκρατίας.






