«Πράξη πρώτη για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών» έγραφε «Το Βήμα» τον Μάρτιο του 2014, μια περίοδο κατά την οποία το νερό έμοιαζε κάπως να «έχει μπει στο αυλάκι» στα θέματα ελέγχου και αποτίμησης του έργου των σχολείων. Από τότε βέβαια ο θεσμός ουδέποτε εφαρμόστηκε καθολικά. Με την πρόσφατη αποστροφή του πρωθυπουργού για τους εκπαιδευτικούς που αρνούνται την αξιολόγηση, το θέμα βρίσκεται ξανά στην επικαιρότητα.
Ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Πατρών, συγγραφέας Σήφης Μπουζάκης (έμπειρος ιστορικός της εκπαίδευσης) και ο επί 41 χρόνια εκπαιδευτικός της μέσης εκπαίδευσης (πολλά από αυτά ως διευθυντής σχολείου) Γιάννης Κατράδης συζητούν για το τι έχει αλλάξει από την εποχή του επιθεωρητή της δεκαετίας του 1950, ποια είναι τα προβλήματα της διαδικασίας που εφαρμόζεται σήμερα και πώς μπορούμε επιτέλους να στήσουμε ένα μοντέρνο σύστημα αξιολόγησης στα σχολεία.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΤΡΑΔΗΣ: «Να ξεκινήσω αυτή την κουβέντα λέγοντας ότι έζησα ως μαθητής την αξιολόγηση την περίοδο των επιθεωρητών. Γνωρίζαμε μάλιστα πότε θα έρθει και προετοιμαζόμασταν – μέχρι και το ποιους θα ρωτήσει ο καθηγητής ξέραμε. Σήμερα βλέπουμε να παίζεται η ίδια πράξη.
Το μόνο που έχει αλλάξει τα δύο τελευταία χρόνια είναι ότι γίνεται με χρήση υπολογιστών. Ολη αυτή η διαδικασία πια καταχωρείται στην πλατφόρμα της αξιολόγησης, που είναι πολύ δύσχρηστη και για τους διευθυντές των σχολείων και τους σχολικούς συμβούλους. Και τώρα υπάρχει συνεννόηση από πριν, ξέρει ο εκπαιδευτικός πότε θα αξιολογηθεί είτε από τον σχολικό σύμβουλο ειδικότητας είτε από τον διευθυντή ή τον σύμβουλο παιδαγωγικής ευθύνης, επικοινωνούν μεταξύ τους – επιλέγουν και την ενότητα».
ΣΗΦΗΣ ΜΠΟΥΖΑΚΗΣ: «Ακούγοντάς σας, μου ήρθαν μνήμες από τη δική μου εμπειρία – είμαι αρκετά παλαιότερος. Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, σε ένα μονοθέσιο σχολείο με έναν ήρωα δάσκαλο, με 70 άτακτα παιδιά, τα πιο πολλά ξυπόλυτα. Επειδή πήγαινα στο δημοτικό ενός κοντινού χωριού με τα πόδια, την παραμονή που θα ερχόταν ο επιθεωρητής ένας μαθητής-τελάλης φώναζε για να ακούσω: «Αύριο θα έρθει ο επιθεωρητής». Πηγαίναμε λοιπόν όλοι διαβασμένοι, περιποιημένοι, για να μας εξετάσει ο επιθεωρητής. Αυτή ήταν η εικόνα…».
«Οταν η Πολιτεία απαιτεί αξιολόγηση πρέπει να κάνει δύο βασικά: πρώτον, να καταρτίσει σωστά τον εκπαιδευτικό στα πανεπιστήμια και, δεύτερον, να τον επιμορφώσει. Τώρα έχει καταργηθεί κάθε μορφή επιμόρφωσης» – Σήφης Μπουζάκης
Γ.Κ.: «Και δεν άλλαξε…».
Σ.ΜΠ.:«Εκτιμώ ότι ουδείς σοβαρός επιστήμονας ή εκπαιδευτικός θα μπορούσε να ισχυριστεί και να δεχτεί τη φράση «Αρνούμαι την αξιολόγηση». Η αξιολόγηση είναι ένα κομμάτι συνδεδεμένο με όλους τους τομείς της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής. Το θέμα είναι πώς, με ποιες διαδικασίες, με ποιους, με ποια στοχοθεσία πραγματοποιείται. Και να προσθέσω ότι στην ελληνική περίπτωση υπάρχει ένα βαρύ ιστορικό φορτίο με τον επιθεωρητισμό, το κατανοώ. Πλέον όμως έχουν περάσει πάνω από 50 χρόνια από τη Μεταπολίτευση, μέχρι την οποία είχαμε σκληρό επιθεωρητισμό, με απολύσεις, μεταθέσεις…».
Γ.Κ.: «Η επιθεώρηση τότε έπαιζε ρόλο και στη μισθοδοσία».
Σ.ΜΠ.: «Ακριβώς, ήταν συνδεδεμένη με τη μονιμότητα και τον μισθό. Η Ελλάδα πέρασε πολέμους, εμφυλίους, δικτατορίες και υπάρχει ένα βαρύ ιστορικό φορτίο σε σχέση με τον επιθεωρητή της γενιάς στον οποίο πριν από λίγο αναφερθήκαμε. Κάποτε όμως αυτά αποσυνδέθηκαν και πιστεύω ότι μετά το ’74 υπήρχε μια απελευθέρωση από τα δεσμά του σκληρού επιθεωρητισμού».
Γ.Κ.: «Συμφωνώ. Εξάλλου οι εκπαιδευτικοί είναι ο κλάδος που καθημερινά αξιολογεί τους μαθητές. Δεν θα πρέπει κάποια στιγμή να τεστάρουν τον εαυτό τους; Κι αν δεν μπορούν οι ίδιοι, δεν θα πρέπει να υπάρχει μια διαδικασία που θα ελέγξει αν πετυχαίνουν τους στόχους για τους οποίους μπαίνουν στην τάξη; Οχι όμως στημένα.
Οι λέξεις «αξιολόγηση του εκπαιδευτικού» πράγματι κουβαλούν τον «παλιό επιθεωρητή» και δεν περνούν εύκολα στους εκπαιδευτικούς. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια, βλέποντας ότι δεν γίνεται αλλιώς, συγκρίνουν τον εαυτό τους με τους συναδέλφους στο ίδιο σχολείο ή στα γειτονικά σχολεία κι έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αν δεν γίνει κάτι με τη διαπίστωση της δουλειάς που κάνει ο καθένας – δεν χρησιμοποιώ τη λέξη «αξιολόγηση» –, πέφτει το επίπεδο της εκπαίδευσης. Ετσι λοιπόν έχει περάσει στο μυαλό τους, όχι όμως με αυτή η στημένη διαδικασία που φαίνεται να μην έχει κανένα αποτέλεσμα. Κύριε Μπουζάκη, πιστεύετε ότι υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια, ότι μπορεί να υπάρξει αξιολόγηση χωρίς τον σύμβουλο και τον διευθυντή;».
Σ.ΜΠ.: «Αυτό το «στημένο» για το οποίο σωστά μιλήσατε το εισπράττω από συμβούλους της Περιφέρειας που είναι παλιοί φοιτητές μου. Να προσθέσω, από ό,τι λένε οι ίδιοι, και την απίστευτη γραφειοκρατία, που συνδέεται με την αξιολόγηση όπως εφαρμόζεται σήμερα. Είναι θετικό ότι βρισκόμαστε στη φάση αναζήτησης ενός μοντέρνου συστήματος αξιολόγησης που πιστεύω ότι δεν αρνούνται οι εκπαιδευτικοί – ούτε οι ομοσπονδίες δηλώνουν ότι αρνούνται οποιαδήποτε αξιολόγηση, απλώς έχουν τις επιφυλάξεις τους. Και το κατανοώ.
Η προσπάθεια όμως αναζήτησης μιας μοντέρνας μορφής αξιολόγησης, όχι τιμωρητικής, αλλά με στόχο να βελτιώσει και τον εκπαιδευτικό και τις υποδομές και γενικότερα το σχολικό περιβάλλον, έχει οδηγήσει σε κρίσιμες έννοιες-κλειδιά, όπως είναι ο προγραμματισμός εκπαιδευτικού έργου, ο σχεδιασμός, η αποτίμησή του, η εσωτερική αξιολόγηση, η αυτοαξιολόγηση… Αυτές είναι σημαντικές έννοιες που ξεκίνησαν από τη δεκαετία του 2010. Εχει επιχειρηθεί να εφαρμοστούν, αλλά δυστυχώς δεν εφαρμόζονται ακόμα.
Υπάρχουν πια σε όλον τον κόσμο γνωστοί δείκτες αξιολόγησης που, αν αξιοποιηθούν σωστά, θα οδηγήσουν σε βελτίωση όλης της εκπαίδευσης. Αλλά πρέπει να αξιολογούνται πράγματι όλοι οι παράγοντες που συμβάλλουν στην παραγωγή ενός εκπαιδευτικού έργου.
Από την άλλη, έχουν δίκιο οι εκπαιδευτικοί ότι όταν η Πολιτεία απαιτεί αξιολόγηση πρέπει να κάνει δύο βασικά: πρώτον, να καταρτίσει σωστά τον εκπαιδευτικό στα πανεπιστήμια και, δεύτερον, να τον επιμορφώσει. Τώρα έχει καταργηθεί κάθε μορφή επιμόρφωσης. Τα παλιά ΠΕΚ δεν υπάρχουν πια. Τα διδασκαλεία για τη δημοτική εκπαίδευση δεν υπάρχουν πια, οι φοιτητές στις λεγόμενες καθηγητικές σχολές δεν εκπαιδεύονται να γίνουν εκπαιδευτικοί. Μπαίνουν καθηγητές στην τάξη πρώτη φορά για να διδάξουν».
Γ.Κ.:«Εχετε δίκιο. Ο νόμος, εξάλλου, προβλέπει την επιμόρφωση αν κάποιοι εκπαιδευτικοί χαρακτηριστούν «μη ικανοποιητικοί». Πού; Δεν υπάρχει δομή και θεσμός να τους επιμορφώσει. Η Πολιτεία δείχνει τα τελευταία χρόνια σαν να έχει μοναδικό σκοπό να ανακοινώσει στους έλληνες πολίτες ότι αξιολογούνται οι εκπαιδευτικοί. Μόνο αυτό. Και (χωρίς να παρεξηγηθώ, γιατί και εγώ έχω διατελέσει διευθυντής σχολείου) να θέσω και κάτι άλλο: Εχουν επιμορφωθεί οι αξιολογητές; Οι διευθυντές των σχολείων; Οχι, ποτέ. Να διατυπώσω μια πολύ επικίνδυνη ερώτηση: Μπορούν να αξιολογήσουν;».
Σ.ΜΠ.: «Βάζετε ένα άλλο σημαντικό σημείο, το ποιος αξιολογεί. Συχνά, ξέρετε, έχουμε αξιολογητές με φάκελο υποδεέστερο των αξιολογουμένων. Και αυτό είναι ένα κρίσιμο θέμα: Πώς επιλέγονται τα στελέχη στην εκπαίδευση; Είμαστε μια χώρα με πολλές ιστορικές αμαρτίες στο παρελθόν και είναι καλό να κάνουμε και αξιολόγηση της αξιολόγησης».
Γ.Κ.: «Προβλέπεται από τον νόμο, αλλά δεν έχει εφαρμοστεί».
Σ.ΜΠ.: «Αναμένω από έναν υπουργό με όραμα να δει ότι κατάρτιση, επιμόρφωση, μετεκπαίδευση, αξιολόγηση, υποδομές είναι ένα σύνολο παραγόντων συνδεδεμένων μεταξύ τους. Κι αν θέλεις να ασκείς πολιτική οραματική και να έχεις τον εκπαιδευτικό μαζί σου (που είναι πολύ σημαντικό), πρέπει να τον πείσεις ότι έχεις όραμα για την Παιδεία, ότι θέλεις να κάνεις ένα καλύτερο σύστημα και δεν ποσοτικοποιείς έναν παράγοντα, την αξιολόγηση. Εκτιμώ ότι ουδέποτε υπήρχε αυτή η συνολική ολοκληρωμένη μεταρρύθμιση που να αφορά το σύνολο των παραγόντων και όχι απλά η ατομική αξιολόγηση του εκπαιδευτικού».
Γ.Κ.: «Να σας πω ένα παράδειγμα: Σε σχολική μονάδα ανέλαβαν 30 εκπαιδευτικοί έξι δράσεις. Ενας που είχε χρόνο και ήταν εκπαιδευμένος σε αυτό ολοκλήρωσε και τις έξι δράσεις. Ενας. Κανείς άλλος εκπαιδευτικός. Το σχολείο πήρε άριστα, ο σύμβουλος ήρθε στον Σύλλογο και έδωσε συγχαρητήρια».
Σ.ΜΠ.: «Βλέπετε… Απαξιώνουμε στην πράξη τελικά ακόμα και μοντέρνες μορφές. Είναι κρίμα γιατί η αυτοαξιολόγηση είναι πολύ σημαντική. Ενα συλλογικό όργανο, ο Σύλλογος, γίνεται συνυπεύθυνος για την πορεία μιας σχολικής μονάδας. Είναι πολύ σημαντική και από λάθος πολιτικές καταφέραμε, σε εισαγωγικά, να την απαξιώσουμε και αυτή».
Γ.Κ.: «Διάβαζα στο Διαδίκτυο ότι η συμμετοχή των σχολικών μονάδων στην αξιολόγηση είναι 99%. Ε και; Ποιο είναι το αποτέλεσμα; Αλλαξε κάτι; Αλλά θα ξαναγυρίσω στο θέμα της επιλογής στελεχών. Από το 2002 μέχρι και το 2023 ήμουν στα συμβούλια επιλογής στελεχών. Κάθε χρόνο η ποιότητα των υποψηφίων ήταν χαμηλότερη από τον προηγούμενο, όπως ακριβώς είπατε. Και είναι γνωστό στον περίγυρο κάθε περιοχής, όταν ο διευθυντής γίνεται διευθυντής χωρίς να έχει κανένα προσόν. Δεν θα έπρεπε για έναν χρόνο να επιμορφωθούν ώστε να αποκτήσουν και την αποδοχή των εκπαιδευτικών;».
«Εζησα ως μαθητής την αξιολόγηση την περίοδο των επιθεωρητών. Γνωρίζαμε μάλιστα πότε θα έρθει και προετοιμαζόμασταν – μέχρι και το ποιους θα ρωτήσει ο καθηγητής ξέραμε. Σήμερα βλέπουμε να παίζεται η ίδια πράξη» – Γιάννης Κατράδης
Σ.ΜΠ.: «Βέβαια. Επιλέγονται στελέχη με τον τρόπο που επιλέγονται και στη συνέχεια γίνεται το δεύτερο λάθος, δεν επιμορφώνονται. Αλλο πράγμα είναι το να διδάσκω, άλλο το να ερευνώ, άλλο το να διοικώ».
Γ.Κ.: «Καμία σχέση το ένα με το άλλο».
Σ.ΜΠ.: «Είναι άλλες δεξιότητες. Οταν λοιπόν επιλέγεις ένα στέλεχος, οφείλεις να το επιμορφώσεις για να ασκήσει καθήκοντα στελέχους, προϊσταμένου, διευθυντή ή σχολικού συμβούλου. Και, από την άλλη, έχουμε τις παλινδρομήσεις των θεσμών. Ο επιθεωρητής από το 1895 άντεξε σχεδόν έναν αιώνα, μέχρι το 1982 που ήρθε ο σχολικός σύμβουλος και καταργήθηκε ο επιθεωρητής. Μετά είχαμε πολλούς νόμους για την αξιολόγηση.
Μεταπολιτευτικά έχουν ψηφιστεί περίπου 15 νόμοι. Το 2018 έγινε μια προσπάθεια να εμπλακεί και ο Σύλλογος Διδασκόντων. Σωστό ήταν το μέτρο, αλλά φτάσαμε σε σημείο να γίνεται σε επίπεδο Περιφέρειας, με αποτέλεσμα ένα πολυμελές όργανο που δεν ήταν ευέλικτο. Εδώ έχει γίνει ένα θετικό βήμα. Τώρα τα όργανα είναι πιο ευέλικτα σε επίπεδο νομού, κατά βαθμίδα. Αλλά πρέπει να γίνουν πολλά ακόμα. Και το υπουργείο Παιδείας – να μην το αδικούμε – έχει εξαιρετικούς επιστήμονες».
Γ.Κ.: «Να συζητήσουμε τι θα μπορούσε να γίνει; Ο εκπαιδευτικός αξιολογείται στο διδακτικό και παιδαγωγικό έργο του, το παιδαγωγικό κλίμα και τη διαχείριση της τάξης, και την υπηρεσιακή του συνέπεια και επάρκεια.
Δεν χρειάζεται να στηθεί μια παράσταση για να διαπιστώσει ο διευθυντής της σχολικής μονάδας την υπηρεσιακή συνέπεια ενός εκπαιδευτικού. Στο τέλος της χρονιάς ο διευθυντής μπορεί να έχει διαπιστώσει την υπηρεσιακή συνέπεια όλων – π.χ., αν έρχονται 10 λεπτά πριν χτυπήσει το κουδούνι και όχι πέντε μετά.
Το θέμα της υπηρεσιακής επάρκειας είναι δύσκολο. Η εκπαιδευτική νομοθεσία είναι πολύπλοκη, και αλλάζει με ρυθμούς που δεν μπορεί να τους παρακολουθήσει κάποιος. Προβλέπονται μια-δυο συναντήσεις του Συλλόγου Διδασκόντων (αλλά δεν γίνονται πάντα), όπου ενημερώνονται και συζητούν τα καινούργια θέματα. Νομίζω, πάντως, ότι δεν χρειάζεται να μπει ο διευθυντής μέσα στην αίθουσα να παρακολουθήσει για να βαθμολογήσει την υπηρεσιακή επάρκεια.
Αν ανοίξει το βιβλίο των παιδαγωγικών μέτρων, μπορεί να διαπιστώσει αν κάποιος δυσκολεύεται ως εκπαιδευτικός – όχι για να τον τιμωρήσει, αλλά για να τον βοηθήσει. Το ξέρω ότι σας ζητώ κάτι δύσκολο, αλλά θα μπορούσατε λόγω ειδικότητας να μας πείτε πώς μπορεί να αξιολογηθεί η διδακτική του γνωστικού αντικειμένου χωρίς να μπει κάποιος σχολικός σύμβουλος στην τάξη;».
Σ.ΜΠ.: «Δεν νιώθω πολιτικός, αλλά νομίζω ότι υπάρχουν έξυπνοι τρόποι. Ακόμα και με έναν διάλογο με τον αξιολογούμενο, σε εισαγωγικά ή χωρίς εισαγωγικά, μπορεί κανείς να έχει μια αρκετά σαφή εικόνα του εκπαιδευτικού».
«Συχνά, ξέρετε, έχουμε αξιολογητές με φάκελο υποδεέστερο των αξιολογουμένων. Και αυτό είναι ένα κρίσιμο θέμα: Πώς επιλέγονται τα στελέχη στην εκπαίδευση;» – Σήφης Μπουζάκης
Γ.Κ.: «Αρα υπάρχει δυνατότητα διαπίστωσης της διδακτικής επάρκειας χωρίς στημένη διαδικασία;».
Σ.ΜΠ.: «Σίγουρα. Και θα έλεγα ότι πρέπει να δοθεί μεγάλο βάρος σε αυτό που κάποτε ήταν από τα πιο επιτυχημένα μοντέλα επιμόρφωσης: την ενδοσχολική, την επιμόρφωση μέσα στο σχολείο έστω κάποιες ώρες. Είναι καλό αυτό το υπουργείο, με τη νέα υπουργό που είναι νέα γυναίκα και εκπαιδευτικός, μαζί και με το υπουργείο Πολιτισμού (εγώ τα θεωρώ συνδεδεμένα) να δουν μερικά πράγματα σφαιρικά. Να κάνουν διάλογο επιτέλους με τις ομοσπονδίες.
Να κουβεντιάσουν όλο το πακέτο: εκπαίδευση, επιμόρφωση, μετεκπαίδευση, υποδομές, μισθοδοσία. Ολα αυτά είναι αλληλένδετα. Σας λέω με πολλή λύπη ότι στα παιδαγωγικά που παρακολουθώ είναι πια ελάχιστοι παιδαγωγοί.
Και στη μέση εκπαίδευση ακόμα χειρότερα: έχουμε καλούς φιλολόγους, καλούς φυσικούς, αλλά δεν εκπαιδεύονται να γίνουν εκπαιδευτικοί. Αυτά τα βασικά πρέπει να δει η Πολιτεία και να αφήσει τις απειλές και μια κόντρα άγονη και αδιέξοδη με τους εκπαιδευτικούς, που έχει ως αποτέλεσμα να υπάρχει κλίμα φυγής».
Γ.Κ.: «Ναι, είναι αλήθεια ότι πάρα πολλοί καλοί δεν αντέχουν και προσπαθούν να φύγουν ψάχνοντας διεξόδους μέσα από τα παραθυράκια της σύνταξης».
Σ.ΜΠ.: «Και είναι κρίμα, γιατί έτσι φτωχαίνει η εκπαίδευση, πέφτει το επίπεδο, χάνονται οι πιο ικανοί εκπαιδευτικοί».
«Οι εκπαιδευτικοί είναι ο κλάδος που καθημερινά αξιολογεί τους μαθητές. Δεν θα πρέπει κάποια στιγμή να τεστάρουν τον εαυτό τους; Οχι όμως στημένα» – Γιάννης Κατράδης
Γ.Κ.: «Γνωρίζω ότι αυτές τις ημέρες στα δύο διοικητικά συμβούλια, της ΟΛΜΕ και της ΔΟΕ, συζητούν την αποστροφή του πρωθυπουργού στην επίσκεψη στο υπουργείο Παιδείας, ότι όποιος εκπαιδευτικός δεν δέχεται την αξιολόγηση δεν έχει θέση στο Δημόσιο. Και όλα τα άλλα τα σημαντικά μένουν στην άκρη».
Σ.ΜΠ.: «Εκπαίδευση σημαίνει διάλογος, συζήτηση. Εκπαίδευση σημαίνει αγαπώ. Αν δεν αγαπώ, δεν μπορώ να είμαι δάσκαλος. Και αυτό το έχουν, πιστεύω, οι δάσκαλοί μας όλων των βαθμίδων. Παλεύουν. Αδικούμε τον εκπαιδευτικό όταν τον απειλούμε. Είναι δυνατόν; Και με τι μισθούς…».
Ο κύριος Σήφης Μπουζάκης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Πατρών. Κατά τη μακρά ακαδημαϊκή του πορεία ασχολήθηκε με θέματα Ιστορίας Εκπαίδευσης και Συγκριτικής Παιδαγωγικής.
Ο κύριος Γιάννης Κατράδης έχει υπηρετήσει 41 χρόνια την Εκπαίδευση (ως προϊστάμενος εκπαιδευτικών θεμάτων σε Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και ως διευθυντής ή υποδιευθυντής σε Λύκειο).
→ Τη συζήτηση επιμελήθηκε η Ιφιγένεια Βιρβιδάκη.