Υπό άλλες συνθήκες, η σημερινή έκτη επέτειος από την εκλογική νίκη της ΝΔ στις 7 Ιουλίου 2019 θα ήταν αφορμή για πανηγυρισμούς στο Μέγαρο Μαξίμου και στην Πειραιώς. Το βαρύ, ωστόσο, κλίμα που έχουν δημιουργήσει στον κύκλο των συνεργατών του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη οι αποκαλύψεις για το πολύκροτο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ και την καταλήστευση των ευρωπαϊκών ενισχύσεων από «γαλάζια» στελέχη, σε συνδυασμό με τους έντονους φόβους ότι «τα χειρότερα για την κυβέρνηση είναι μπροστά», δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για εορταστικές εκδηλώσεις.
Στη συγκεκριμένη συγκυρία, εξάλλου, όπως παραδέχονται κυβερνητικά στελέχη τα οποία έχουν αίσθηση της πραγματικότητας, «η υπογράμμιση της εξαετούς παρουσίας της κυβέρνησης Μητσοτάκη στο τιμόνι της χώρας μάλλον αρνητικούς συνειρμούς προκαλεί». Και αυτό διότι μπορεί κάποιοι από το πρωθυπουργικό περιβάλλον να επαίρονται ότι «η σημερινή κυβέρνηση είναι η ανθεκτικότερη κυβέρνηση δεύτερης τετραετίας», ο αντίλογος, όμως, που την ίδια στιγμή διατυπώνεται από «γαλάζιους» επικριτές της πολιτικής την οποία ακολουθεί η ηγεσία του Μεγάρου Μαξίμου είναι ότι «η σημερινή κυβέρνηση στηρίζεται στον κατακερματισμό των αντιπάλων της, καθώς διαθέτει τη χαμηλότερη πρόθεση ψήφου (σ.σ.: 24% το υψηλότερο χωρίς αναγωγές) που έχει εδώ και πολλά χρόνια κυβερνών κόμμα».
Προς την ίδια κατεύθυνση, δεν περνά απαρατήρητο το γεγονός ότι ο επικοινωνιακός μηχανισμός της κυβέρνησης προτίμησε τις τελευταίες ημέρες να εστιάζει την προσοχή του λιγότερο στα κυβερνητικά γενέθλια και πολύ περισσότερο στην επέτειο των δέκα χρόνων από το δημοψήφισμα του 2015. Η στόχευση ήταν προφανής και κατέτεινε στην πρόκληση σύγκρισης ανάμεσα στη σημερινή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας και σε εκείνη της περιόδου των capital controls με τις ουρές έξω από τις τράπεζες για την ανάληψη 60 ευρώ, την εκτόξευση της ανεργίας και τη συρρίκνωση των εισοδημάτων.
Σκαρφαλώνει η ακρίβεια
Στην κυβερνητική ηγεσία επιδιώκουν οι συγκρίσεις να γίνονται περισσότερο με το 2015 που η χώρα βούλιαζε ακόμη πιο βαθιά στο μνημονιακό τέλμα και λιγότερο με το 2019, οπότε είχε αρχίσει η έξοδος από το «τούνελ». Με τον τρόπο αυτόν αποκτά μεγαλύτερη σημασία η βελτίωση ορισμένων μακροοικονομικών δεικτών, όπως είναι η αύξηση του ΑΕΠ, η περικοπή ορισμένων φορολογικών επιβαρύνσεων και η πολύ μεγάλη μείωση της ανεργίας που σημειώνεται τα τελευταία χρόνια, αλλά την ίδια στιγμή υποβαθμίζεται η σημασία άλλων δυσμενών εξελίξεων για την ελληνική κοινωνία, όπως είναι η εκτίναξη της ακρίβειας και η υποχώρηση της αγοραστικής δύναμης που έχουν υποστεί ευρύτατα κοινωνικά στρώματα.
Η ανακοίνωση στην αρχή της εβδομάδας των στοιχείων της Eurostat, σύμφωνα με τα οποία ο πληθωρισμός στην Ελλάδα σκαρφάλωσε τον Ιούνιο στο 3,6%, σε ετήσια βάση, από 3,3% που ήταν τον Μάιο, ήταν ένα μικρό σοκ για την κυβέρνηση, καθώς καταρρίπτεται το αφήγημα περί εισαγόμενων πληθωριστικών πιέσεων από τη στιγμή που η χώρα μας κατέγραψε τον πέμπτο υψηλότερο πληθωρισμό στην ευρωζώνη, στην οποία η μέση αύξηση την ίδια περίοδο ήταν 2%.
Από κυβερνητικής πλευράς αποφεύχθηκαν αναφορές στον επίμονο πληθωρισμό, που έχει εξανεμίσει τις αυξήσεις στον κατώτατο μισθό και τη δυσανάλογα μικρότερη αναπροσαρμογή των συντάξεων. Αντιθέτως πανηγυρίστηκαν δεόντως τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τη νέα μείωση της ανεργίας, η οποία υποχώρησε τον περασμένο Μάιο στο 7,9%.
Φόβοι νέων αποκαλύψεων
Ανεξάρτητα πάντως από τη βούληση της κυβέρνησης και των δυνατοτήτων που διαθέτει όλα αυτά τα χρόνια να διαχειρίζεται επικοινωνιακά την επικαιρότητα και να επιβάλει τη δική της ατζέντα στη δημόσια σφαίρα, αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός ότι η πολιτική ατμόσφαιρα των ημερών φορτίζεται με ανησυχίες και φόβους που εκφράζονται από νυν και πρώην κυβερνητικούς αξιωματούχους ότι δεν έχει ξετυλιχθεί πλήρως το κουβάρι των αποκαλύψεων για τον ΟΠΕΚΕΠΕ. Οι οποίοι, μάλιστα, μοιάζει να «ακουμπούν» και το Μέγαρο Μαξίμου που σε έξι χρόνια άλλαξε πέντε υπουργούς Αγροτικής Ανάπτυξης και έδωσε το πράσινο φως για έξι διοικήσεις στον Οργανισμό με εκπαραθύρωση εκείνων που δεν ενέδωσαν στις πιέσεις για να καλυφθούν οι παρανομίες «γαλάζιων» ψευτοαγροτών.
Την ίδια ώρα, διάχυτη είναι η αίσθηση για πιθανό άνοιγμα από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία νέων ερευνών και για άλλες εστίες διασπάθισης δημοσίου και κοινοτικού χρήματος (κονδύλια για την ψηφιακή μετάβαση, φιλοξενία και σίτιση μεταναστών, κ.ά.). Από τη μέχρι τώρα στάση που τηρούν το Μέγαρο Μαξίμου και οι ιθύνοντες της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της ΝΔ γίνεται φανερό ότι η κυβέρνηση έχει χάσει την πρωτοβουλία των κινήσεων και κινείται με τη λογική της «αγοράς χρόνου».
Οι βεβιασμένες «ανθρωποθυσίες» στις οποίες προχώρησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, βγάζοντας από την κυβέρνησή του τον υπουργό Μετανάστευσης Μάκη Βορίδη, ο οποίος είναι στο στόχαστρο της αντιπολίτευσης για όσα έγιναν την περίοδο που ήταν υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, καθώς και τρεις υφυπουργούς, δεν εκτόνωσαν την κατάσταση. Ορισμένοι γαλάζιοι κοινοβουλευτικοί, μάλιστα, υποστηρίζουν ότι αντιθέτως «επιδείνωσαν το κλίμα» διότι, «στην προσπάθεια να μείνει στο απυρόβλητο το Μέγαρο Μαξίμου, ρίχθηκαν στην πυρά μαζί με τα ξερά και ορισμένα χλωρά».
Δεν βρίσκονται «Ιφιγένειες»
Οι ίδιοι υποστηρίζουν ότι δεν λειτούργησε πειστικά για την κοινή γνώμη η πρωθυπουργική παραδοχή της αποτυχίας, διότι «είναι η τρίτη φορά σε κορυφαίες υποθέσεις που ακούγεται “συγγνώμη” από τα χείλη του Πρωθυπουργού».
Προηγήθηκαν οι υποκλοπές και η τραγωδία των Τεμπών, στις οποίες και πάλι επιχειρήθηκε να δοθεί η διάσταση των διαχρονικών παθογενειών. «Με την κυβέρνησή μας, όμως, να μπαίνει την άλλη εβδομάδα στον έβδομο χρόνο, ο συμψηφισμός και η διάχυση των ευθυνών λειτουργούν όλο και λιγότερο και απευθύνονται μόνον στους φανατικούς οπαδούς μας, που και αυτοί λιγοστεύουν» παρατηρούν.
Τις δυσκολίες χειρισμού της υπόθεσης ενισχύει η κατηγορηματική άρνηση των κυβερνητικών στελεχών που εκπαραθυρώθηκαν να αναλάβουν τον ρόλο της «Ιφιγένειας» που θέλησε να τους δώσει το Μαξίμου. Δεν είναι τυχαίο ότι όλοι δηλώνουν «αθώοι του αίματος». Με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση του κ. Βορίδη, ο οποίος συγκλίνουσες πληροφορίες αναφέρουν ότι δεν θα αποδεχθεί να ζητήσει την παραπομπή του στο Δικαστικό Συμβούλιο με ψήφους των νεοδημοκρατών βουλευτών.
Ετσι, στην περίπτωσή του δεν μπορεί να λειτουργήσει το περίφημο «μοντέλο Τριαντόπουλου – Καραμανλή», με το οποίο η κυβερνητική ηγεσία επιχείρησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις περί συγκάλυψης στην υπόθεση της τραγωδίας των Τεμπών. Στην ίδια γραμμή κινείται και ο Λευτέρης Αυγενάκης, ο δεύτερος πρώην υπουργός Ανάπτυξης, που όλα δείχνουν ότι θα περιλαμβάνεται στην πρόταση κατηγορίας που θα καταθέσει τις επόμενες μέρες το ΠαΣοΚ και πιθανότατα θα στηρίζουν και άλλες δυνάμεις της αντιπολίτευσης.
Τούτων δοθέντων, κυβερνητικές πηγές με τις οποίες συνομίλησε «Το Βήμα» ανέφεραν ότι «οι αποφάσεις για τη στάση μας στη Βουλή σχετικά με τη δικογραφία για τον ΟΠΕΚΕΠΕ θα ληφθούν στην ώρα τους και με τον σωστό τρόπο, από τον Πρωθυπουργό και την Κοινοβουλευτική Ομάδα της ΝΔ». Και με έκδηλη αμηχανία προσέθεταν: «Θα βασίζονται σε πραγματικά νομικά δεδομένα και στην αξιολόγηση του υλικού με βάση τη νομική επιστήμη και όχι με όρους πολιτικής ή κομματικής τοποθέτησης».






