Το 1951 στο πλαίσιο του μεταπολεμικού Σχεδίου Μάρσαλ επινοήθηκε και χρηματοδοτήθηκε επί μακρόν ένα ευρύτερο σχήμα τουριστικής ανάπτυξης που έφερε την κωδική ονομασία «Ξενία» και σκοπό είχε να καταστήσει την Ελλάδα δημοφιλή διεθνή προορισμό μέσω της ανάδειξης ξεχωριστών τόπων και διά της κατασκευής εμβληματικών οικοδομημάτων φιλοξενίας. Για την υλοποίησή του επιστρατεύθηκαν οι επιφανέστεροι των αρχιτεκτόνων της εποχής, με πρώτους τους Αρη Κωνσταντινίδη και Χαράλαμπο Σφαέλλο, κύριους εκπροσώπους του μεταπολεμικού μοντερνισμού, οι οποίοι και ανέλαβαν τον σχεδιασμό και την κατασκευή των περίφημων και εμβληματικών ξενοδοχείων «Ξενία». Χρειάστηκαν σχεδόν 15 χρόνια προκειμένου εκείνο το σχέδιο να λάβει μορφή συγκεκριμένη και να διαμορφώσει τις βάσεις της μετέπειτα τουριστικής ανάπτυξης.

Σχεδόν εβδομήντα πέντε χρόνια μετά όλοι μπορούν να αντιληφθούν πόσο βαθιά επηρέασε τη χώρα εκείνο το πρώτο σχήμα μακρόπνοης και οραματικής τουριστικής πολιτικής, ανεξαρτήτως των όποιων ζημιών από τις υπερβολές και την κακοποίηση του περιβάλλοντος που προκάλεσαν τα πολλά κύματα τουριστικής ανάπτυξης στη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών.

Ανεδείχθησαν διά αυτής ξεχωριστοί τόποι, αρχαιολογικοί χώροι, παρηκμασμένες πόλεις, παραδοσιακοί οικισμοί, χωριά ξεχασμένα, αρχέγονα νησιωτικά συμπλέγματα, μοναδικές ακτογραμμές και αναγεννήθηκαν πολιτιστικές και άλλες αξίες, που μετέβαλαν καθοριστικά τη ζωή των ανθρώπων. Εφθασε στις μέρες μας ο τουρισμός να κατέχει σημαντικό μερίδιο στην εθνική μας οικονομία, να προσφέρει αξιοπρεπές εισόδημα σε εκατομμύρια πολίτες και να δημιουργεί αίσθηση κατοχής πλούτου σε πλήθος ιδιοκτητών.

Το 1951 ,στην αυγή της μακράς μεταπολεμικής περιόδου, υπήρξαν πρόσωπα που εμπνεύστηκαν και υπηρέτησαν με συνέπεια και πίστη το όραμα μιας μεγάλης μακρόπνοης πολιτικής. Θα περίμενε κανείς ότι και στους παρόντες μεταβατικούς και αβέβαιους χρόνους θα υπήρχαν επίσης δυνάμεις ικανές να συλλάβουν και να προωθήσουν σύγχρονες οραματικού χαρακτήρα μακρόπνοες πολιτικές. Για παράδειγμα, ουδείς μπορεί να αρνηθεί ότι στις μέρες μας, σε καιρό γεωπολιτικών αναστατώσεων, υγειονομικών απειλών και επερχόμενης κλιματικής κρίσης, τα τρόφιμα είναι στρατηγικού τύπου αγαθά.

Πράγμα που μπορεί να σημαίνει ότι μια εθνική πολιτική αναγέννησης της παραγωγής κάθε είδους τροφίμων θα προσέφερε λύσεις σε πλήθος άλλων προβλημάτων και θα έδινε πλεονέκτημα στη χώρα. Η χώρα μας, με σχετικά λίγους πόρους, θα μπορούσε να μεταβληθεί στο περιβόλι της Ευρώπης. Κάτι τέτοιο την ύπαιθρο θα ενίσχυε, τις περιφερειακές ανισότητες θα άμβλυνε, τις αξίες της γης θα πολλαπλασίαζε, τον πληθυσμό θα ανακατένειμε, το ισοζύγιο των εξωτερικών συναλλαγών θα εξισορροπούσε και συνολικά την οικονομία μας θα καθιστούσε ανταγωνιστικότερη και ανθεκτικότερη.

Στρατηγικά επίσης σε τούτη την εποχή της ευρωπαϊκής στροφής στην άμυνα δεν μπορεί η Ελλάδα, που έτσι κι αλλιώς ξοδεύει αναλογικά τα διπλά και τριπλά σε όπλα και αμυντικούς εξοπλισμούς από όλες τις χώρες της Γηραιάς Ηπείρου, να μη διαθέτει δική της αμυντική βιομηχανία, όπως έχουν πράξει το Ισραήλ και η γειτονική Τουρκία. Τι αλήθεια εμποδίζει την ανάπτυξη προγραμμάτων συμπαραγωγής στη χώρα μας και δεν το αποτολμά καμία κυβέρνηση;

Αντιστοίχως, με το επιστημονικό δυναμικό που εκπαιδεύει και διαθέτει, δεν μπορεί να απουσιάζει από την παραγωγή προηγμένων τεχνολογικών προϊόντων και υπηρεσιών. Ηδη διαθέτει ορισμένα ξεχωριστά οικοσυστήματα ψηφιακής παραγωγής και έρευνας, όπως αυτά των Ιωαννίνων, της Πάτρας, της Θεσσαλονίκης, του Ηρακλείου και άλλων.

Κοινώς, οι τρέχουσες πολιτικές δυνάμεις δεν μπορούν να εμπνευστούν μεγάλα σχέδια, ούτε να υπηρετήσουν μακρόπνοες οραματικές πολιτικές. Περιορίζονται, παρά τις μεγαλοστομίες τους για μεταρρυθμίσεις και αλλαγές, σε μικρο-ρυθμίσεις και άγονες διευθετήσεις. Γι’ αυτό και ξεφτίζουν γρήγορα ακόμη και όταν έχουν απέναντί τους τον κανέναν…