Ο Πάνος Ρούτσι δεν έχει άλλο όπλο, άλλη δύναμη, από τη μνήμη του παιδιού του και το σώμα του. Με αυτά, αυτά και μόνο, κατάφερε να αλλάξει την πολιτική συζήτηση τις τελευταίες δέκα μέρες. Κατάφερε να αναδείξει τις παλινωδίες μιας εξουσίας που διατυμπανίζει μεν πόσο σέβεται τον πόνο όσων έχασαν δικούς τους ανθρώπους στο δυστύχημα των Τεμπών, φαίνεται όμως ταυτόχρονα και ιδιαίτερα ευεπίφορη στο να μην τους ακούει, όταν δεν προσπαθεί και να τους αποσιωπήσει.
Απέναντι σε αυτή την εξουσία, η απεργία πείνας του Ρούτσι μπροστά από τη Βουλή με αίτημα την εκταφή της σορού του γιου του μεταμορφώθηκε σε συγκροτησιακή δύναμη. Ξαναέφερε τη συζήτηση για τα Τέμπη στο προσκήνιο, η σκηνή της απεργίας πείνας εξελίχθηκε σε τόπο αλληλεγγύης, κοινότητας, πολιτικού συναισθήματος και άρθρωσης επιχειρημάτων.
Παρακολουθήσαμε βεβαίως παράλληλα για μια ακόμα φορά την προσπάθεια να παρουσιαστούν οι συγγενείς των θυμάτων στα Τέμπη ως άνθρωποι σε πόνο μεν, που γίνονται όμως έρμαια «πολιτικής εκμετάλλευσης». Και τα αιτήματά τους, έτσι, να περιγράφονται ακόμα μια φορά ως αιτήματα υπερβολικά, εκτός πραγματικότητας και δικονομικής πρακτικής.
Η εικόνα είναι προφανώς υποτιμητική για όλους αυτούς τους συγγενείς των νεκρών και τραυματιών που, παρά τις διαφορές τους, από την πρώτη στιγμή συγκεντρώθηκαν, οργανώθηκαν, ερευνούν, επιμένουν συντονισμένα και υπεράνθρωπα, και προβάλλουν διαρκώς συγκροτημένα αιτήματα προς τη δικαστική και την εκτελεστική εξουσία. Για να το πω πιο απλά: όσο κι αν γίνεται όλο αυτό τον καιρό μια προσπάθεια να παρουσιασθούν στην κοινή γνώμη οι συγγενείς των Τεμπών ως ψεκασμένοι (έστω: ψεκασμένοι από σεβαστό πόνο), αυτή που τελικά αναδύεται όχι μόνο ως ανακόλουθη, αλλά και ως προβληματική, διαπλεκόμενη και γενικώς ύποπτη, είναι η επίσημη διαχείριση, από την πολιτεία, της υπόθεσης του δυστυχήματος.
Αν συνυπολογίσεις ότι, δυόμισι χρόνια μετά, τα ρεπορτάζ λένε ότι πολλά δεν έχουν αλλάξει στο σιδηροδρομικό δίκτυο και τις παθογένειες που οδήγησαν στην καταστροφή, καταλαβαίνεις ότι αυτοί που ψεκάζουν τελικά είναι όσοι μιλούν για υπερβολές.
Ψεκάζουν πολιτικό αναισθητικό, εννοούν δηλαδή κλείνοντας στα γρήγορα την υπόθεση να εκβιάσουν συναίνεση. Μπλαμπλαμπλά η οικονομική συγκυρία και η κακή στιγμή, μπλαμπλαμπλά τι να κάνουμε.
Η δύναμη του Πάνου Ρούτσι όμως είναι πως δεν ορίζει κάτι άλλο· μόνο το δικό του σώμα και τη μνήμη του παιδιού του. Του 22χρονου Ντένις, που είχε κλείσει εισιτήρια για το βαγόνι 5 της αμαξοστοιχίας στα Τέμπη και για μέρες αγνοούνταν, πριν τελικά ταυτοποιηθεί η σορός του.
Σε αυτό τον πηχτό χρόνο της αγωνίας, της αναζήτησης, της οργής για τον τρόπο που τους παραδόθηκε τελικά η σορός για ταφή, της διαμαρτυρίας για τις ολιγωρίες της ανακριτικής διαδικασίας, διαμορφώθηκε όχι μόνο το πένθος για τα Τέμπη, αλλά και η πολιτική του διάσταση.
Οι συγγενείς που ζητούν εκταφές και περαιτέρω έρευνα σήμερα δεν τα ζητούν γιατί είναι σε απόγνωση και δεν ξέρουν τι άλλο να κάνουν, ούτε γιατί με αυτή την ιατροδικαστική κίνηση θέλουν να ησυχάσουν. Για αυτούς, αν το καταλαβαίνω καλά, ξεθάβω σημαίνει ερευνώ περαιτέρω και διεκδικώ ουσιαστική λογοδοσία. Ζητούν από την εξουσία να τους αποδείξει αν έδρασε σωστά (και να πάρει πλήρως την ευθύνη αν συνέβη το αντίθετο), αν είναι σε θέση να διερευνά σε βάθος όλα τα πιθανά σενάρια (και όχι μόνο τα βολικά), ότι δεν καθοδηγείται από συμφέροντα που θα ήθελαν κάτι να κρύψουν.
Απαιτούν να τους δείξουν ότι η δικαστική εξουσία είναι ανεξάρτητη και είναι σε θέση να στοχεύσει πραγματικούς ενόχους, ότι η εκτελεστική εξουσία έχει κατανοήσει τα δομικά προβλήματα που οδήγησαν στο δυστύχημα και τα έχει αντιμετωπίσει, ότι σε όλα αυτά υπάρχει διαφάνεια. Εν πολλοίς, ζητούν να συμβούν όλα όσα ως σήμερα δεν φαίνεται να συμβαίνουν, κι αν το αίτημα αγκαλιάζει τέτοια τεράστια μερίδα κόσμου, είναι ακριβώς γιατί είναι τόσο απλό. Δεν πέφτει στο δικό μας μέρος το βάρος της απόδειξης ότι η εξουσία είναι διαφανής και δρα σωστά, πέφτει στο μέρος της εξουσίας.
Γράφοντας αυτό το σημείωμα, διαβάζω τις περιγραφές στα αιτήματα εκταφής που έγιναν τις τελευταίες μέρες προς την εισαγγελία. Με συγκλονίζει μια λεπτομέρεια στο αντίστοιχο υπόμνημα της Μαρίας Καρυστιανού, όταν περιγράφει ένα στρογγυλό οστό που της έδειξαν πριν από την ταφή της κόρης της. Είναι τρομερή αυτή η εικόνα, αυτή η συγκλονιστική διαφορά μεγέθους, μια γυναίκα μόνη πάνω από ένα οστό και γύρω της ένας σίφουνας. Που δεν τη σηκώνει, δεν την εξαφανίζει. Στέκει αυτή εκεί, σε αυτή τη μνήμη ξαναγυρνάει, αυτό είναι το όπλο της, αυτό το οστό. Δεν είναι μόνο σύμβολο τούτη η σκηνή. Είναι, μαζί, τεχνολογία αντίστασης.
Θυμάμαι εδώ τις γυναίκες στην έρημο της Ατακάμα, στο συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ «Νοσταλγία για το φως», του Πατρίσιο Γκουσμάν. Πιασμένες χέρι-χέρι στην απέραντη έρημο, τρεις και τέσσερις δεκαετίες μετά τη δολοφονία των δικών τους από τη δικτατορία του Πινοσέτ, να στέκονται με προσπάθεια όρθιες ψάχνοντας ακόμα στην άμμο για λείψανα, κοκαλάκι το κοκαλάκι. Οχι γιατί «δεν μπορούν να ησυχάσουν», αλλά γιατί κάτι έμαθαν όλα αυτά τα χρόνια από ιστορία και την ανάγκη της, από λογοδοσία και την αποφυγή της, από δικαιοσύνη και την υπονόμευσή της. Σκυμμένες αυτές στο ελάχιστο, με γύρω τους όλο το σύμπαν, οι γυναίκες γυρίζουν και σου λένε ότι μόνο έτσι, μόνο μ’ αυτή την τρομερή επιμονή, μπορείς να στρέψεις το βλέμμα σου προς το μέλλον.
Ο κ. Δημήτρης Παπανικολάου είναι καθηγητής Νεοελληνικών και Πολιτισμικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.






