Εάν κάποιος αναμείγνυε ένα σκηνικό ιαπωνικής ταινίας τρόμου, μια ξυλογραφία του Μ. Κ. Εσερ και ένα τεσσεράκτιο, θα έφτιαχνε το κτίριο ενός αθηναϊκού πανεπιστημίου – ένα μπρουταλιστικό σύμπλεγμα τσιμεντένιων οβελίσκων με τζαμαρίες, πόρτες, σκάλες, διαδρόμους με μωσαϊκό στο χρώμα μιας αποτρόπαιης τερακότας. Καμιά φορά, όταν κάθομαι έως αργά στο γραφείο – όπου συνήθως το τηλεφωνικό δίκτυο είναι πιο ασθενές από τη Μαργαρίτα Γκοτιέ και οι παντέρημοι χώροι πασχίζουν ν’ αντιλαλήσουν το οτιδήποτε, όπως τον μετεωρισμό της σκόνης ή το τρίξιμο του γυαλιού, σαν να ‘χαν κι εκείνοι την απελπισμένη ανάγκη να νιώσουν λιγότερο μόνοι –, αισθάνομαι κάπως τρομοκρατημένη διότι δεν ξέρω πότε θα δω ξαφνικά μια αέρινη λευκή μορφή να κόβει βόλτες απ’ έξω κυνηγώντας ψυχές. Από μια άποψη, βέβαια, δεν θα με χαλούσε και τόσο, αφού η παρουσία στοιχειών τριγύρω τουλάχιστον θα απαντούσε σε κάποια στοιχειώδη ερωτήματα, βγάζοντάς με από τη δύσκολη θέση, κάθε φορά που τα πράγματα στενεύουν, να αναμασώ εκείνη την ωραία διπλωματική «προσευχή» που είχα διαβάσει κάποτε στο Ιντερνετ: «Θεέ μου, εάν υπάρχει Θεός, σώσε την ψυχή μου, εάν έχω ψυχή».
Ωστόσο, η όποια συμφιλίωση με ό,τι θα μπορούσε να μου δώσει όντως έναν λόγο για ν’ αποδεχτώ την ύπαρξη της ψυχής εντάσσεται στο πλαίσιο του σχεδίου βήτα. Κύριο σχέδιο παραμένει η υποταγή στην απόκοσμη σιωπή, ως σύναψη μιας σεβαστικής διαθήκης μεταξύ εμού και του περιβάλλοντος. Μα έλα που μου το χαλάνε. Θες η γαλήνη ολόγυρα, θες ο παρακλητικός αντίλαλος, καμιά φορά κυκλοφορούν στους διαδρόμους άνθρωποι που αρέσκονται να σφυρίζουν – ένας καθηγητής από εδώ, ένας επιστάτης από εκεί. Πάντα άντρες, πάντα κάπως περασμένης ηλικίας, πάντα ηχώντας σαν να εξασκούν μια χαμένη αρσενική τέχνη, όπως του γαλατά ή του λούστρου. Σφυρίζουν ανέμελα, μελωδικά, δίχως να έχουν ιδέα ότι, σε κάποιο γραφείο, μια κακομοίρα δεισιδαίμων (εγώ) αναθυμάται μύθους για σφυρίγματα που προσκαλούν τα φαντάσματα και αρχίζουν να τη ζώνουνε τα μεταφυσικά φίδια. Απ’ όλους τους ήχους που θα μπορούσαν να σπάσουν αυτή την ειρηνευτική σιωπή, το σφύριγμα είναι ο χειρότερος.
Το σφύριγμα ως ηχητική πράξη κρύβει απρόσμενη πυκνότητα. Δεν είναι ούτε γλώσσα ούτε μουσική, κι όμως μετέχει και των δύο. Μεταφέρει μελωδία χωρίς όργανο, αντήχηση χωρίς λόγο. Το σφύριγμα είναι η εξαναγκασμένη δόνηση της πνοής, κι όμως το αποτέλεσμα είναι εύθραυστο, εφήμερο, φασματικό. Μέσα σε αυτή τη μεθοριακότητα, γίνεται μεταφυσικός μπελάς: ένα ηχητικό φαινόμενο που είναι ταυτόχρονα οικείο και ανοίκειο, αθώο και παραβατικό, παιγνιώδες και επικίνδυνο. Η δυτική φιλοσοφία συνέδεσε την πνοή με το πνεύμα. Το ελληνικό πνεύμα, το εβραϊκό ruach, το λατινικό spiritus, όλοι οι όροι δηλώνουν ταυτόχρονα αέρα και ψυχή, την υλική κυκλοφορία της ζωής και την άυλη αρχή τού είναι. Η ομιλία εμφυσά νόημα στην ύπαρξη, μετατρέπει το πνεύμα σε λόγο. Το σφύριγμα, ωστόσο, αναστέλλει αυτή την πορεία: εκτρέπει το ρεύμα της αναπνοής μακριά από το νόημα, ανακατευθύνοντάς το στην καθαρή δόνηση. Από αυτή την άποψη, είναι το «άλλο» του λόγου, το πλεόνασμα ή υπόλειμμά του. Κάποιος που θα έβγαζε άκρη με τον Ντεριντά θα μπορούσε να πει ότι το σφύριγμα είναι το συμπλήρωμα της φωνής: ούτε πλήρης παρουσία ούτε πλήρης απουσία, αλλά μια μόλυνση και των δύο. Κάποιος που θα έβγαζε άκρη με τον Χάιντεγκερ, θα μπορούσε να συνδέσει το σφύριγμα με το Ruf («κλήση»), αυτό που καλεί χωρίς λέξεις, που απευθύνεται χωρίς περιεχόμενο. Το σφύριγμα είναι η γυμνή κλήση: δεν πληροφορεί, αλλά ταράζει. Είναι η φωνή στην αβυσσαλέα της κατάσταση.
Σχεδόν σε κάθε πολιτισμό, το σφύριγμα είναι συχνά φορτισμένο με δοξασίες. Η καθολικότητα του φαινομένου δείχνει πως η ανθρώπινη φαντασία διαισθάνθηκε από νωρίς τη μεθοριακή δύναμη του σφυρίγματος. Σλαβικές παραδόσεις θεωρούν ότι το σφύριγμα μέσα στο σπίτι φέρνει φτώχεια ή προσκαλεί τον διάβολο, λες και ο ήχος προκαλεί κάποια ρωγμή στο προστατευτικό περίβλημα του οίκου. Στην εσθονική λαογραφία, το νυχτερινό σφύριγμα προσκαλεί δαίμονες, ενώ σε λιθουανικά παραμύθια ξυπνά τις ψυχές των νεκρών. Οι ναυτικοί των Βρετανικών Νήσων πίστευαν ότι το σφύριγμα στο κατάστρωμα προκαλεί καταιγίδες, καθώς οι άνεμοι νομίζουν πως κάποιος τούς μιμείται και εξοργίζονται. Στην Ελλάδα υπάρχουν επίσης δοξασίες σύμφωνα με τις οποίες το νυχτερινό σφύριγμα προσκαλεί τους καλικάντζαρους. Στα Χάιλαντς υπάρχει ο μύθος των «Seven Whistlers», πτηνών των οποίων το ανατριχιαστικό σφύριγμα προμηνύει θάνατο ή καταστροφή. Οι Ινουίτ έχουν τον μύθο του τέρατος Qallupilluk, που κλέβει παιδιά που πλησιάζουν πολύ τη θάλασσα και προσκαλείται επίσης με το σφύριγμα. Ολες οι παραδόσεις συγκλίνουν στην πρόσληψη του σφυρίγματος ως επίκλησης, ως κλήσης που υπερβαίνει τον ανθρώπινο χώρο και ρισκάρει την επικοινωνία με το υπερβατικό.
Γιατί όλο αυτό το κακό; Μάλλον επειδή το σφύριγμα μιμείται το στοιχειακό. Μιμείται τον άνεμο, τον αρχέγονο ήχο της γης. Τα χείλη του ανθρώπου συστέλλονται τεχνηέντως και παράγουν έναν τόνο που μοιάζει περισσότερο φυσικός παρά πολιτισμικός. Εκείνος που σφυρίζει χαλάει τα όρια μεταξύ των κόσμων, δανείζεται μια φωνή που δεν του ανήκει. Ενίοτε η πράξη του αυτή αφυπνίζει τη φύση, ενώ άλλοτε επεκτείνει τον πολιτισμό (διαβάζω ότι υπάρχουν γύρω στις ογδόντα χώρες με κοινότητες που χρησιμοποιούν «σφυριχτή γλώσσα», δηλαδή έναν τρόπο επικοινωνίας αποκλειστικά με σφυρίγματα). Παρ’ όλα αυτά, το σφύριγμα κατά βάση γεννιέται στη μοναξιά: του ταξιδιώτη στον δρόμο, του εργάτη στο έργο του, του παιδιού στο παιχνίδι του. Σε αντίθεση με το τραγούδι, σπάνια είναι κοινοτικό. Είναι ήχος που χαρίζεται στον εαυτό, που διαλέγεται με το κενό. Κι όμως, ποτέ δεν ανήκει αποκλειστικά σε εκείνον που σφυρίζει – προϋποθέτει ακροατή.
Οι μύθοι γύρω από το νυχτερινό σφύριγμα πηγάζουν από αυτήν ακριβώς την αοριστία: ο ήχος μπορεί να είναι δικός σου, μα μοιάζει να προέρχεται από αλλού. Αν ακούσεις ένα σφύριγμα στο σκοτάδι, δεν θα αναρωτηθείς «τι σημαίνει», αλλά «ποιος (ή τι) είναι εκεί». Το σφύριγμα διασαλεύει τη σχέση πομπού και αποδέκτη, αιωρούμενο ανάμεσα στο οικείο και στο ξένο. «Μουρμουρητό τού έξω» θα το έλεγε ο Μπλανσό: ήχος χωρίς πηγή, σήμα χωρίς μήνυμα. Κι επιπλέον, ήχος εύθραυστος, που απαιτεί λεπτή ισορροπία ανάμεσα στα χείλη, στην πνοή και στην αντήχηση. Μια μικρή απόκλιση το ακυρώνει. Κάποιοι άνθρωποι δυσκολεύονται να σφυρίξουν, επειδή η ισορροπία μοιάζει με εκείνη που απαιτεί η χρήση ενός μουσικού οργάνου. Εν τούτοις, σε αντίθεση με τη μονιμότητα των οργάνων ή της γραπτής μουσικής, το σφύριγμα χάνεται μαζί με την πνοή που το γεννά. Σχεδόν σαν μια μορφή της θνητότητας. Ακούγεται ως παρουσία που γεννιέται και πεθαίνει ταυτόχρονα. Θυμίζει ότι η ζωή διατηρείται στον πόντο του πνεύματος, μια εκπνοή μακριά από την εξάλειψη. Το σφύριγμα είναι παραβίαση του ορίου των κόσμων, μια μινιατούρα της ανθρώπινης κατάστασης: πεπερασμένες πνοές, πεπερασμένες εκκρεμότητες, πεπερασμένες δυνατότητες να απαντήσεις σε αυτό που σε ρωτάς όταν είσαι μόνος.
Σαμποτάζ στη Βαλτική
Tον φετινό Αύγουστο, ένας Ουκρανός συνελήφθη στην Ιταλία για το σαμποτάζ στους αγωγούς φυσικού αερίου Nord Stream το 2022. Συγκράτησα την είδηση επειδή ανέκαθεν μου άρεσε να παρακολουθώ αυτές τις διαδρομές, εν είδει φαινομένου της πεταλούδας. Ενας Ουκρανός στην Ιταλία για έναν αγωγό στη Βαλτική. Φαντάζομαι τον αγωγό με το ατσάλινο στόμιό του να απελευθερώνει μαρτυρίες περιπλανήσεων στη θάλασσα. Ψαράδες να λένε ότι το νερό έχει γεύση προϊστορικού ορυκτού. Δορυφόρους να καταγράφουν την καταστροφή ως ουλή πάνω στο μπλε και δημοσιογράφους να συλλαμβάνουν τη σιωπή σε πολιτικο-οικονομικές διαπραγματεύσεις. Αριθμούς σε αγορές να τρέμουν σαν φρεσκοπιασμένες καρδερίνες σε κλουβί. Δύτες να επαναπροσεγγίζουν την επιφάνεια άπραγοι σαν ακυρωμένα μέλλοντα. Το αέριο, που διαφεύγει αόρατο, να γίνεται μια επίφαση νομίσματος. Τον βυθό να καθίσταται ένα αρχείο προθέσεων – αδιάβαστο, ανεξιχνίαστο –, ενώ ένα μάτσο χώρες διαφωνούν για τους τίτλους κτήσης του ίδιου του κενού.





