Κατά την Αγία Γραφή ο Θεός μας αποκαλύφθηκε «εν Χριστώ Ιησού», σύμφωνα με την Ιωάννεια διακήρυξη. Μολονότι η Αγία Γραφή και η Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας περιέχουν σαφή κριτήρια διάκρισης αλήθειας και ψεύδους, υπήρξαν κατά καιρούς «διάφοροι», οι οποίοι δεν κατενόησαν τα κριτήρια αυτά και επιδίωξαν να αντικαταστήσουν την ενότητα αυτήν με «ιδιότροπες» φιλοσοφίζουσες ερμηνείες του δόγματος. Μία τέτοια περίπτωση υπήρξε και ο πρεσβύτερος Αρειος, ο οποίος, ορμώμενος από λογοκρατικούς-ορθολογιστικούς-αριστοτελικούς συλλογισμούς, αρνούνταν την «κατά φύσιν» και «κατ’ ουσίαν» θεότητα του Χριστού, υποστηρίζοντας ότι μόνον ο Θεός Πατήρ ήταν αΐδιος (αιώνιος) και ότι ο Υιός υπήρξε κτίσμα του Πατρός. Η ετεροδιδασκαλία αυτή ονομάστηκε «αρειανισμός». Από την άλλη, οι Ορθόδοξοι υποστήριζαν ότι ο Υιός δεν αποτελεί προϊόν της «θελήσεως» του Πατρός (άρα κτίσμα), αλλά της «φύσεως» και μάλιστα όχι «κατ’ ἀνάγκην» (κατά το αριστοτελικό αξίωμα «πᾶν φυσικὸν καὶ ἀναγκασμένον»), αλλά «αυθόρμητως» «ἐκ τῆς φύσεως» (κατά τον Μ. Αθανάσιο, τον Ιωάννη Δαμασκηνό και τον Μάξιμο τον Ομολογητή).

Η θεολογική αυτή «διαφωνία» μεταξύ Αρειανών και Ορθοδόξων δίχασε βαθιά την Εκκλησία, διότι υπονόμευσε την αποκάλυψη του Θεού «εν Χριστώ Ιησού». Για να επιλύσει τη  θεολογική αυτή «διχογνωμία» ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Μέγας συνεκάλεσε μία Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας (την Α΄), της οποίας την 1.700ή επέτειο εορτάζουμε φέτος. Η σύνοδος δεν διατύπωσε κάτι το νέο, και προηγουμένως άγνωστο, αντιθέτως διακήρυξε την δογματική αυτοσυνειδησία της, του Χριστού ως Υιού και Λόγου του Θεού και ως του Προσώπου της Αγίας Τριάδος: «Τῶν ἁγίων πατέρων ὁ χορὸς ἐκ τῶν τῆς οἰκουμένης περάτων συνδραμὼν Πατρός τε καὶ Υἱοῦ καὶ Πνεύματος Ἁγίου μίαν οὐσίαν ἐδογμάτισε καὶ φύσιν καὶ τὸ μυστήριον τῆς θεολογίας [: θεογνωσίας] τρανῶς παρέδωκε τῇ Ἐκκλησίᾳ» (Δοξαστικὸν τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Α΄ Οικουμενικής Συνόδου).

Μάλιστα, την πίστη αυτή η Εκκλησία την αποτύπωσε σε «σύμβολον» με σαφές «περιεχόμενο», ως εξής: ότι ο Θεός είναι «ποιητὴς οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων», και ότι ο Χριστός είναι «Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, Θεὸς ἀληθινὸς ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, ὁμοούσιος τῷ Πατρί» και όχι ένα απλώς «ευγενές πρόσωπον», έστω και σε υπερθετικό βαθμό. Το «σύμβολον» αυτό της Νίκαιας συμπλήρωσε αργότερα η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως (381), παραδίδοντάς μας το γνωστό «Πιστεύω», ως την αυθεντική και εις το διηνεκές αμετάβλητη «ομολογία» της θείας αποκάλυψης. Χωρίς την «ομολογία» αυτή δεν νοείται ορθόδοξη – ορθή – πίστη.

Επίσης, διά της διατυπώσεως του «ομοουσίου τῷ πατρί» εν τω προσώπω του Ιησού Χριστού η πίστη της Εκκλησίας αποκτά καθολική ανθρωπολογική σημασία, αφού ο «ὁμοούσιος τῷ Πατρί» Λόγος «σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τήν δόξαν αὐτοῦ» (Κατά Ιωάννην, 1, 14), αναδεικνύοντας έτσι τη μοναδική αξία του ανθρώπου και την αίσθηση ισότητας και ελευθερίας μεταξύ όλων των ανθρώπων, διότι οι τελευταίοι αποκαθιστούν άμεση σχέση με τον Θεό, απελευθερωμένοι «ἐν Χριστῷ» από τα κοινωνικά στερεότυπα της εποχής τους, και συνεπώς και κάθε εποχής.

Συμπληρώνοντας αυτήν της Νίκαιας, η Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως διακήρυξε ότι η ταυτότητα της Εκκλησίας είναι χριστοκεντρική – αποστολική αλλά και καθολική, βασισμένη στη δογματική και μυστηριακή ενότητα γύρω από το τριαδικό μυστήριο του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Η Εκκλησία, λοιπόν, είναι το σώμα του Θεανθρώπου Χριστού και όχι «απλώς μια οποιαδήποτε κοινωνιολογικού τύπου κοινότητα», ένας οργανισμός παροχής κοινωνικών υπηρεσιών, αντιμετώπισης της φτώχειας και φροντίδας του γήρατος. Αποτελεί «φάρο» μέσα στην ιστορία· η ζωή της δεν συνιστά μόνο θεολογική πράξη, αλλά και ιστορική παρέμβαση. Κηρύσσει αλλά και διαλέγεται, αναγγέλλοντας την «τῶν πραγμάτων ἀλήθειαν», αλλά και τον τελικό σκοπό της ως «ἀνακεφαλαιώσεως τῶν πάντων ἐν Χριστῷ». Με άλλους όρους, το νόημα της ιστορίας δεν βρίσκεται ούτε στον «υπανθρωπισμό» των ανθρωπίνων παθών ούτε στον «μετανθρωπισμό» των φαντασιακών τεχνοουτοπιών, αλλά στην «χριστοποίηση» της νόησης και της βούλησης, οι οποίες έχουν απερίγραπτες και υπέρλαμπρες συνέπειες στη δυνατότητα εξευγενισμού μιας ήδη τραγικά κατασπαρασσόμενης ανθρωπότητας.

Το διαρκές μήνυμα της Νίκαιας είναι το άθλημα της διατήρησης της εν Χριστώ ενότητας των πάντων και όχι μόνο της Εκκλησίας, διότι ο Θεός είναι δημιουργός «ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων», είναι μυστήριο κοσμολογικής και ανθρωπολογικής, και όχι μόνον εκκλησιαστικής ενότητας σε έναν κόσμο διαιρέσεων και συγκρούσεων. Υπ’ αυτήν την έννοια, είναι ο Θεάνθρωπος Χριστός, ο Οποίος αποτελεί το ultimum refugium μας (ἔσχατον καταφύγιον), και όχι οι καιρικές γεωπολιτικές αναδιαρθρώσεις.

Εν τέλει, η Νίκαια δεν υπήρξε ένα αυστηρά ενδοεκκλησιαστικό γεγονός, αλλά ύψιστη μαρτυρία «πολιτικής θεολογίας», διότι ο Μέγας Κωνσταντίνος ανέθεσε κατ’ ουσία στην Εκκλησία την «ιδεολογική και αξιακή» ενότητα της ετερογενούς και ετερόκλητης αυτοκρατορίας, ανάγοντας την «πολιτική ενότητα» σε ζήτημα «ενότητας της πίστης». Γύρω από αυτήν δομήθηκε η ενότητα της αυτοκρατορίας, οδηγώντας στο θαύμα της «χιλιόχρονης βυζαντινής διάρκειας».

Η αλήθεια της Εκκλησίας είτε ως προς την Αγία Τριάδα είτε ως προς τη θεανθρώπινη φύση του Ιησού Χριστού είτε ως προς τη θεανθρώπινη φύση της Εκκλησίας δεν είναι διαπραγματεύσιμη, όσο και αν διάφορες θρησκευτικές αιρέσεις (αρειανικές και νεοαρειανικές), αλλά και κοσμικές αθεϊστικές θεωρίες (ανθρωποθεϊστικές, κοινωνικο-πολιτικές, βιταλιστικές-μηδενιστικές, ψυχαναλυτικές, επιστημονικές-δημιουργιστικές του σύμπαντος) επιχειρούν κατά καιρούς και εναγωνίως να υπονομεύσουν την τριαδολογική και χριστολογική πίστη της Εκκλησίας, και την εκκλησιολογική της αυτοσυνειδησία ως «Σώματος Χριστού».

Η εποχή (μας) της μετα-νεωτερικότητας, απηυδισμένη από τον σχετικισμό και τη ρευστότητα των ταυτοτήτων της, μεταβαίνει, όπως τουλάχιστον μας πληροφορούν κοινωνικοί αναλυτές, στο στάδιο της μετα-εκκοσμίκευσης (postsecularism). Εδώ, λοιπόν, έρχεται και πάλι η Ορθόδοξη Εκκλησία να μας υπενθυμίσει ότι ως πιστοί καλούμαστε να διαφυλάξουμε την αλήθεια και παρακαταθήκη της Νίκαιας ως κόρην οφθαλμού. Αυτό είναι το μήνυμα της 1.700ής επετείου.

Μετ’ εὐχῶν διαπύρων