Oλοένα και περισσότερο, η Ελλάδα έρχεται αντιμέτωπη με παρατεταμένες ξηρασίες και την απειλή της λειψυδρίας. Η κλιματική κρίση, η άνιση κατανομή των υδάτινων πόρων και η αυξημένη ζήτηση, ιδίως τους θερινούς μήνες, καθιστούν την επάρκεια νερού κρίσιμο εθνικό πρόβλημα.

Οι συνέπειες γίνονται ήδη αισθητές: πολλά νησιά στηρίζονται αποκλειστικά σε αφαλατώσεις ή υδροφόρες, τα φράγματα και οι ταμιευτήρες υποχωρούν κάτω από τα ιστορικά τους επίπεδα. Η λίμνη του Μόρνου έχει υποχωρήσει τόσο ώστε αποκαλύπτονται ερείπια όπως σπίτια, το σχολείο και η εκκλησία του χωριού Καλίου που είχε «θυσιασθεί» τη δεκαετία του 1970 για να γίνει η λίμνη. Τα αρδευτικά δίκτυά μας υπεραντλούν υδροφορείς που αργά αλλά σταθερά εξαντλούνται, γιατί δεν επαναφορτίζονται. Μια σοβαρή στρατηγική για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας απαιτεί διαρθρωτικές παρεμβάσεις σε όλα τα επίπεδα διαχείρισης των υδάτων.

Κατ’ αρχάς, είναι επιτακτική η ανάγκη εξοικονόμησης νερού κατά τους θερινούς μήνες, όπου η κατανάλωση εκτοξεύεται και λόγω τουρισμού. Η ευαισθητοποίηση όλων για απλές αλλά ουσιαστικές πρακτικές (όπως η χρήση ντους για περιορισμένο χρόνο αντί για μπανιέρα, το πότισμα με σταγόνες τις απογευματινές ώρες ή η εγκατάσταση διπλής ροής στις τουαλέτες) μπορεί να μειώσει σημαντικά τη ζήτηση. Σε νησιωτικές περιοχές, η συλλογή όμβριων υδάτων και η επαναχρησιμοποίησή τους για μη πόσιμες χρήσεις, όπως το πλύσιμο δαπέδων ή η άρδευση, όπως γινόταν πριν «εξευγενισθούν», είναι απαραίτητη. Το «φυσικό» γκαζόν δεν είναι φυσικό στα νησιά μας, και μπορεί εύκολα να αντικατασταθεί με τεχνητό, που δεν χρειάζεται πότισμα.

Παράλληλα, ίσως το πιο σιωπηλό πρόβλημα της Ελλάδας είναι οι τεράστιες απώλειες νερού στα δίκτυα ύδρευσης. Σε μερικούς δήμους, οι διαρροές ξεπερνούν το 40% (στην Αττική το 25%), και πολύτιμο επεξεργασμένο νερό χάνεται προτού καν φτάσει στις βρύσες. Τα απαρχαιωμένα δίκτυα, η έλλειψη τηλεμετρίας που επιβραδύνει την εντόπιση των απωλειών και η καθυστέρηση στην επισκευή διαρροών είναι χρόνιες παθογένειες. Η αντικατάσταση των σωληνώσεων, η χρήση «έξυπνων» υδρομέτρων και η υιοθέτηση ολοκληρωμένων συστημάτων ελέγχου μπορούν να οδηγήσουν σε εξοικονόμηση δεκάδων εκατομμυρίων κυβικών μέτρων ετησίως.

Ενας ακόμα υποτιμημένος άξονας πολιτικής είναι η επαναχρησιμοποίηση του επεξεργασμένου νερού από τα αστικά λύματα. Η Ελλάδα διαθέτει περισσότερες από 200 εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων, όμως ελάχιστες αξιοποιούν το παραγόμενο νερό για χρήσεις πέραν της απόρριψης στη θάλασσα. Στο Ισραήλ επαναχρησιμοποιείται περίπου το 85% των επεξεργασμένων υδάτων, και από 10%-20% στις ΗΠΑ, Αυστραλία, Κύπρο και Ισπανία (για άρδευση), ενώ στην Κίνα και στην Ινδία η επαναξιοποίηση επεξεργασμένου νερού έχει ήδη αρχίσει.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η χρήση επεξεργασμένου νερού για τον εμπλουτισμό υπόγειων υδροφορέων, μια πρακτική που εφαρμόζεται εδώ και χρόνια στην Καλιφόρνια. Με την έγχυση σε ελεγχόμενα γεωλογικά στρώματα, το ανακτημένο νερό μπορεί να ενισχύσει στρατηγικά αποθέματα για μελλοντική χρήση. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για περιοχές όπως η Αττική ή η Κρήτη, όπου οι υδροφορείς υπεραντλούνται και η επαναφόρτισή τους είναι αργή ή ανύπαρκτη. Η παγκόσμια τεχνογνωσία υπάρχει, λείπει όμως η πολιτική βούληση και η χρηματοδοτική προτεραιότητα.

Η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο υδραγωγείο της Ευρώπης, μεταφέροντας νερό από τον Μόρνο (198 χλμ.) προς την Αθήνα. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την προοπτική μεταφοράς νερού από τον Αχελώο. Η εκτροπή του ποταμού έχει αποτελέσει πεδίο σφοδρής αντιπαράθεσης εδώ και δεκαετίες, λόγω των σοβαρών περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Αν έργα, όπως οι σήραγγες Κρικελλιώτη και Καρπενησιώτη και η διοχέτευση περιορισμένων ποσοτήτων προς εξαντλημένες λεκάνες, μπορέσουν να συνδυαστούν με περιβαλλοντική προστασία, ίσως να μπορούν να γίνουν επιλέξιμα.

Αλλά αναρωτιέται κανείς, γιατί να ανατρέψουμε το υδάτινο ισοζύγιο μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Ελλάδας για να μη διψάσει η Αθήνα; Η Σιγκαπούρη έχει την πιο προηγμένη διαχείριση υδάτων στον κόσμο, σε ποσοστό που φτάνει το 40% και το επεξεργασμένο νερό από τις εγκαταστάσεις καθαρισμού λυμάτων αναμειγνύεται με επιφανειακά και όμβρια ύδατα σε ταμιευτήρες (τεχνητές λίμνες) και καταλήγει να γίνει πόσιμο νερό, μετά τη συνήθη επεξεργασία. Η χρήση τέτοιου επεξεργασμένο νερού είναι αναπόφευκτη σε περιοχές με ξηροκλιματικές συνθήκες, όπως η Καλιφόρνια, και είναι πιο φιλική από την αφαλάτωση, που έχει ένα ιδιαίτερα κοστοβόρο ανθρακικό αποτύπωμα.

Αυτό δεν είναι παράδοξο, όλοι οι μηχανικοί (τουλάχιστον αυτές/οί που δίδαξα εγώ σε τάξεις Ρευστομηχανικής εδώ και στις ΗΠΑ) γνωρίζουν ότι η συνολική ποσότητα του νερού στη γη δεν αλλάζει, αλλάζει μόνο η γεωγραφική του κατανομή. Ετσι υπάρχει μετρήσιμη πιθανότητα να πιει κανείς στο ποτήρι του μερικά από τα ίδια μόρια νερού στον Ελλήσποντο που ο Ξέρξης μαστίγωσε για να τα τιμωρήσει επειδή καθυστερούσαν με φουσκοθαλασσιά την εκστρατεία του κατά της Ελλάδας – αυτό ήταν πάντα ερώτησή μου σε υποψηφίους διδάκτορες. Η πιθανότητα να πίνουμε ήδη μόρια που έχουν περάσει από εργοστάσια επεξεργασίας είναι ακόμη μεγαλύτερη. Το νερό ανακυκλώνεται, είτε μας αρέσει αισθητικά ή όχι, το πρόβλημα είναι ότι δεν βρίσκεται πάντα εκεί που εμείς το χρειαζόμαστε.

Επίσης δεν βρίσκονται πάντα εκεί που θέλουμε οι σωστοί μηχανικοί που ξέρουν να λύνουν περιβαλλοντικά παζλ και που σκέπτονται έξω από τα κουτιά που έχει επιβάλει η ελληνική δημόσια διοίκηση. Η Ελλάδα έχασε πρόσφατα έναν καταπληκτικό επιστήμονα που μετά από μερικά χρόνια υπηρεσίας σε παλιομοδίτες διαχειριστές υδάτινων πόρων πήγε σαν καθηγητής σε μεγάλο πανεπιστήμιο της Σκωτίας, και έχει ήδη δημοσιεύσεις στο Nature. Η εσωστρέφεια της κοινωνίας μας, στοιχίζει.

Η λύση δεν είναι ούτε το «όλα ή τίποτα» ούτε η αδράνεια που η πρόσφατη σύσκεψη στο Μέγαρο Μαξίμου προσπάθησε να διασκεδάσει. Η Ελλάδα χρειάζεται ένα νέο υδατικό μοντέλο: πιο έξυπνο, αποκεντρωμένο αλλά όχι κατακερματισμένο, με έμφαση στη διαχείριση της ζήτησης, την επαναχρησιμοποίηση και τη μείωση των απωλειών. Η λειψυδρία δεν είναι πλέον μελλοντικός κίνδυνος – είναι παρούσα και επιδεινώνεται. Ελπίζουμε όλοι η πολιτεία να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων με μακρόπνοες αποφάσεις που ελαχιστοποιούν το περιβαλλοντικό μας αποτύπωμα, ώστε να μη γελούν μελλοντικές γενιές μαζί μας, όπως εμείς με την αφέλεια του Ξέρξη.

Ο κ. Κώστας Συνολάκης είναι ακαδημαϊκός και καθηγητής Φυσικών Καταστροφών στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας.