Η καταδίκη των ηγετικών στελεχών της Χρυσής Αυγής, η ομόθυμη αποδοκιμασία τους από τις πολιτικές δυνάμεις του δημοκρατικού τόξου και η εκλογική περιθωριοποίησή τους στις εκλογές του 2019 αποτελούν γεγονότα που συμβάλλουν στην πολιτική απομόνωση του ναζιστικού φαινομένου και ενισχύουν τη δημοκρατία μας. Ωστόσο, η πολιτική καταδίκη, ακόμα και όταν ανταποκρίνεται στο εικαζόμενο λαϊκό αίσθημα, δεν συνεπάγεται και τη νομική απαγόρευση συμμετοχής ενός κόμματος με τα ίδια ή παρόμοια χαρακτηριστικά στην εκλογική διαδικασία.

Το Σύνταγμά μας, μολονότι προβλέπει ως θεμελιώδες δικαίωμα των Ελλήνων τη σύσταση κομμάτων και ορίζει ότι «…η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος»(άρθρο 29) δεν προβλέπει ρητά τη δυνατότητα απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων. Η ρύθμιση αυτή περιεχόταν στο σχέδιο του Συντάγματος του 1975 και είχε αποσυρθεί, μετά τις έντονες αντιδράσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης, ως επικίνδυνη για το δημοκρατικό πολίτευμα. Συνειδητά ο συντακτικός νομοθέτης δεν υιοθέτησε το μοντέλο της μαχόμενης δημοκρατίας – όπως έκαναν η Γερμανία και η Τουρκία με ρητές διατάξεις που αποδείχθηκαν αναποτελεσματικές – διότι θεώρησε ότι την ελληνική δημοκρατία δεν τη βαραίνουν τόσο οι ιστορικές εμπειρίες κομμάτων που κατέλυσαν τη δημοκρατία, όσο το ακριβώς αντίθετο. Ηθελε να αποτινάξει το στίγμα της απαγόρευσης κομμάτων – ήδη από τον μεσοπόλεμο («ιδιώνυμο») μέχρι τη μεταπολίτευση με την απαγόρευση του ΚΚΕ – και να αναγνωριστεί ως σύγχρονο φιλελεύθερο κράτος που δεν φοβάται ακόμα και τους επίδοξους αρνητές του. Τα πολιτικά κόμματα, εκ του Συντάγματος, δημιουργούνται για να μετέχουν στην εκλογική διαδικασία και να αποφασίζει ο λαός για την τύχη τους. Η στέρηση αυτής της δυνατότητας ακυρώνει την ύπαρξή τους.

Με αυτά τα συνταγματικά δεδομένα και σε συνδυασμό με τη ρύθμιση του άρθρου 51 παρ. 3 Σ που προβλέπει τη στέρηση του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι σε όσους έχουν καταδικαστεί με αμετάκλητη απόφαση για ορισμένα εγκλήματα, η όποια νομοθετική ρύθμιση που απαγορεύει την κάθοδο στις εκλογές σε εκλογικούς συνδυασμούς στους οποίους συμμετέχουν καταδικασμένοι έστω και πρωτόδικα είναι δύσκολα συμβατή με το Σύνταγμα. Το νομικά αυτά εμπόδια θα κληθεί να αντιμετωπίσει ο Αρειος Πάγος, εφόσον του ανατεθεί να ελέγξει – σε αντίθεση με τον τυπικό έλεγχο που ήδη διενεργεί – αν συνεργαζόμενα πρόσωπα που εμφανίζονται ως εκπρόσωποι του κόμματος είναι «αχυράνθρωποι» που καλύπτουν τους καταδικασμένους πραγματικούς ηγέτες. Η απόδειξη παρόμοιων υποκρυπτόμενων σχέσεων είναι δυσχερής, θα προκαλέσει έντονη αντιδικία και αχρείαστη δημοσιότητα και θα ενισχύσει επικοινωνιακά τα απεχθή ναζιστικά μορφώματα, επιφέροντας ίσως αντίθετα αποτελέσματα από τα επιδιωκόμενα.

Αν πιστεύουμε ότι η δημοκρατία μας είναι ισχυρή, και όχι φοβική και ανασφαλής, πρέπει να φροντίζουμε τη θωράκισή της με τη συστηματική καλλιέργεια της δημοκρατικής παιδείας, ιδίως στα σχολεία και την ανεπιφύλακτη πολιτική καταδίκη των αντιδημοκρατικών κομμάτων. Για τα υπόλοιπα θα φροντίσει ο λαός.

Ο κ. Παναγιώτης Μαντζούφας είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ.