Η ελληνική ύπαιθρος αδειάζει. Τα χωριά ερημώνουν, οι αγρότες εγκαταλείπουν τη γη, και ταυτόχρονα η παραγωγική γη μένει ακαλλιέργητη ή περνά στα χέρια επενδυτικών κεφαλαίων. Αυτό που συμβαίνει δεν είναι φυσική εξέλιξη αλλά αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών.

Την ίδια στιγμή, η ενεργειακή μετάβαση γίνεται χωρίς τη συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών και συχνά εναντίον τους. Τεράστια φωτοβολταϊκά πάρκα καταλαμβάνουν γόνιμη γη, ανεμογεννήτριες στήνονται σε κορυφογραμμές χωρίς τη συναίνεση των κατοίκων, και τα οφέλη καρπώνονται εταιρείες που δεν έχουν καμία σχέση με τον τόπο.

Η «πράσινη ανάπτυξη» αναπαράγει παλιά μοτίβα εξαγωγής πλούτου από την περιφέρεια προς το κέντρο κι από τους πολλούς στους λίγους.

Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, προτείνουμε τέσσερις θεσμικές ρήξεις.

Πρώτον, νόμος περί ακαλλιεργησίας. Η γη δεν είναι απλώς περιουσιακό στοιχείο αλλά έχει κοινωνική λειτουργία. Η μακρόχρονη ακαλλιεργησία αγροτεμαχίων αποτελεί αντικοινωνική συμπεριφορά που υπονομεύει την επισιτιστική ασφάλεια και δημιουργεί περιβαλλοντικούς κινδύνους. Το κράτος οφείλει να έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει καλλιέργεια, να εκμισθώνει υποχρεωτικά τη γη σε ενεργούς αγρότες ή, σε έσχατη περίπτωση, να προχωρά σε αναγκαστική απαλλοτρίωση για αγροτική αποκατάσταση. Η παρέμβαση δεν αφορά μόνο την κατοχή της γης, αλλά και τη χρήση της.

Δεύτερον, θεσμική κατοχύρωση της Κοινοτικά Υποστηριζόμενης Γεωργίας. Σήμερα ο αγρότης/η αγρότισσα πληρώνεται λίγο, ο καταναλωτής πληρώνει ακριβά, και τη διαφορά καρπώνονται μεσάζοντες και αλυσίδες λιανικής. Η Κοινοτικά Υποστηριζόμενη Γεωργία σπάει αυτό το μοντέλο: δημιουργεί άμεση σχέση παραγωγού και κοινωνίας, εξασφαλίζει σταθερό εισόδημα στον αγρότη και την αγρότισσα και δίκαιη τιμή στην τροφή, ενώ το ρίσκο της παραγωγής αναλαμβάνεται συλλογικά. Η τροφή δεν μπορεί να παραμένει όμηρος των καρτέλ – είναι δημόσιο αγαθό.

Τρίτον, αγροτικές μη κερδοσκοπικές ενεργειακές κοινότητες με προτεραιότητα στο δίκτυο. Η ενεργειακή μετάβαση μπορεί να γίνει διαφορετικά. Αντί να δεσμεύεται η γη για έργα που δεν υπηρετούν τις τοπικές κοινωνίες, μπορούν οι ίδιοι οι αγρότες/ισσες να ελέγχουν την παραγωγή ενέργειας. Αγροτικές ενεργειακές κοινότητες με φθηνή ενέργεια για παραγωγή, άρδευση και μεταποίηση. Παραδείγματα υπάρχουν ήδη στην Ελλάδα – από την Ηπειρο μέχρι τα νησιά του Αιγαίου – και αποδεικνύουν ότι η ενεργειακή δημοκρατία δεν είναι ουτοπία.

Τέταρτον, τεχνολογική κυριαρχία για τους αγρότες. Σήμερα ο αγρότης δεν μπορεί να επισκευάσει το τρακτέρ του επειδή το λογισμικό του προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα. Εξαρτάται από εισαγόμενους σπόρους, από εταιρικές πλατφόρμες διαχείρισης καλλιεργειών, από τεχνολογίες που δεν ελέγχει και δεν κατανοεί. Αυτή η τεχνολογική εξάρτηση είναι πολιτικό ζήτημα. Η εναλλακτική υπάρχει: ανοιχτού σχεδιασμού αγροτικά μηχανήματα προσαρμοσμένα στις τοπικές ανάγκες, ελεύθερο λογισμικό για τη διαχείριση καλλιεργειών, δίκτυα αγροτών που μοιράζονται τεχνογνωσία. Από τους γαλλικούς συνεταιρισμούς του L’Atelier Paysan μέχρι τα αγροτικά μικροεργοστάσια της Ηπείρου, υπάρχουν πρωτοβουλίες που αποδεικνύουν ότι η τεχνολογία μπορεί να είναι εργαλείο χειραφέτησης και όχι εξάρτησης.

Αυτές οι τέσσερις προτάσεις είναι ρεαλιστικές απαντήσεις σε υπαρκτά προβλήματα. Το ερώτημα δεν είναι αν μπορούν να υλοποιηθούν, αλλά αν υπάρχει η πολιτική βούληση να αμφισβητηθούν τα κατεστημένα συμφέροντα.

Η αγροτική γη, τα νερά, τα δάση και τα βουνά δεν είναι περιουσία επενδυτικών κεφαλαίων. Είναι κοινά αγαθά. Η γη ανήκει σε αυτούς που τη δουλεύουν, η τροφή στην κοινωνία, η ενέργεια στις κοινότητες.

Ο κ. Σωτήρης Τσουκαρέλης είναι αγρότης στην ορεινή Ηπειρο και ιδρυτικό μέλος ενεργειακής κοινότητας. Ο κ. Βασίλης Κωστάκης είναι καθηγητής Τεχνολογικής Διακυβέρνησης και Βιωσιμότητας στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο του Τάλιν.