Τι Πρόεδρο θέλουμε; Εξαρτάται. Κάποιον που, εγκλωβισμένος στη θεσμική του αφωνία, θα περνούσε τις ημέρες του ακούγοντας μουσική, ξεφυλλίζοντας βιβλία και χαζεύοντας τη θέα στον Εθνικό Κήπο της πόλης μέχρι να «τιμήσει με την παρουσία του» κάποια ανώδυνη εκδήλωση ή να «στείλει μήνυμα ενότητας» στις εθνικές επετείους; Οχι, θα παραήταν «διακοσμητικός». Θέλουμε έναν Πρόεδρο να μιλάει – αρκεί να λέει αυτό που θέλουμε να ακούσουμε. Μόνο που δεν θέλουμε να ακούσουμε όλοι το ίδιο. Το μέτρο της αποδοχής του καθενός ορίζεται έτσι από το περιεχόμενο της «παρέμβασης». Το μέτρο είναι η θέση μας στον ιδεολογικό μας άξονα.
Η Κατερίνα Σακελλαροπούλου είχε περιγράψει ήδη από τις μέρες της θητείας της αυτό το πολιτειακό παράδοξο. «Για τους δεξιούς», έλεγε, «είμαι πολύ αριστερή και για τους αριστερούς πολύ δεξιά». Πολύ δεξιά επειδή, ας πούμε, δεν είχε «παρέμβει» στο σκάνδαλο των υποκλοπών ή στο δυστύχημα των Τεμπών. Και πολύ αριστερή επειδή, από την άλλη, είχε υπερασπιστεί τον γάμο ως ατομικό δικαίωμα από το οποίο δεν θα έπρεπε να εξαιρείται κανένας. Ως και το «άνοιγμα του θεσμού στην κοινωνία» για το οποίο εργάστηκε λογίστηκε ως «πολύ απολιτίκ» για να το χωνέψουν οι υπερπολιτικοποιημένοι της Αγοράς. Αν το «άνοιγμα» δεν ήταν ούτε αριστερό ούτε δεξιό, τότε τι στο καλό ήταν; Τζίφος.
Ετσι και με τον Κώστα Τασούλα. Στη χώρα που δεν συναινεί ακόμη και για τον ρόλο ενός αποψιλωμένου από εξουσίες Προέδρου, τον ανησυχεί, όπως είπε, «ο κίνδυνος του μετεκλογικού αδιεξόδου, της αστάθειας και της ακυβερνησίας». Ο Πρόεδρος δεν εξέφρασε παρά μια προφανή ανησυχία. Το πολιτικό αποτέλεσμα όμως δεν παρήχθη από την ουσία του προφανούς. Παρήχθη από τον ίδιο τζίφο και την ίδια αμηχανία που προκάλεσε η επισήμανση επειδή δεν ήταν ούτε πολύ δεξιά ούτε πολύ αριστερή. Ο «Πρόεδρος», είπαν οι παραπολιτικοί της Αγοράς, «τους έβαλε όλους απέναντι».
Ποιους; Εκείνους από την κυβέρνηση που είδαν στον προεδρικό συναγερμό ένα «μήνυμα ηττοπάθειας» ως προς τον στόχο της αυτοδυναμίας. Αλλά και εκείνους από την αντιπολίτευση που διάβασαν την έκφραση της ανησυχίας ως «θεσμικό ατόπημα». Γιατί; Επειδή η προεδρική παρέμβαση ήταν «ασυνήθιστη» ή «πρωτοφανής» όπως ειπώθηκε; Οχι. Επειδή, από τα κόμματα έως τους δημοσιολογούντες, ο καθένας ράβει ένα προεδρικό κοστούμι για τον θεσμό – και δεν είναι αυτό της ορκωμοσίας.
Ακόμη χειρότερα, το κοστούμι ράβεται χωρίς να αναγνωρίζεται στον φορέα του θεσμού το δικαίωμα να ορίσει ως αιρετός τον τρόπο που θα υπηρετήσει το αξίωμά του. Σαν ο Πρόεδρος να οφείλει να είναι απρόσωπος, μια φιγούρα ΑΙ, πάντα ευγενική, φιλική και άχρωμη, ο λόγος της οποίας θα ορίζεται από την πιο στενή ερμηνεία του άρθρου 50. Ενας Πρόεδρος pluribus που θα λέει «εμείς», όπως στη σειρά του Βινς Γκίλιγκαν, επειδή ένας περίεργος ιός θα μας έχει βάλει όλους μας στο κεφάλι του.
Περίεργος και υποτιθέμενα αντισυνταγματικός, αν και, όπως εξηγούσαν καθηγητές του Συνταγματικού Δικαίου στη στήλη, ο Πρόεδρος δεν υπερέβη απολύτως κανένα θεσμικό όριο. «Αλίμονο εάν δεν μπορούσε να μιλήσει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας» είπαν. Και το θεσμικό ατόπημα; «Μα τι είπε για να θεωρηθεί αντιθεσμικό;».
Τουλάχιστον έως ότου προσγειωθεί ο ιός από το Διάστημα, ο Πρόεδρος θα μιλάει ως Πρόεδρος και στο πρώτο πρόσωπο – δεν γίνεται αλλιώς. Αλλά η πρόσληψη για τον θεσμό έχει ήδη αλλάξει. Δεν υπάρχει πια Πρόεδρος ελεύθερος βολών. Κατά περίπτωση, η αφωνία κρίνεται «διακοσμητική», ενώ μια προεδρία με σάρκα και οστά «αντιθεσμική», «κατώτερη των περιστάσεων», «περιττή» ή ό,τι άλλο πιστεύει όποιος ράβει το κοστούμι του Προέδρου pluribus ταυτίζοντας το «εμείς» με τον εαυτό του.
Τώρα είναι πολύ πιθανό να χτυπήσει ο ιός της συνταγματολογίας. Μήπως να δούμε τις αρμοδιότητες του Προέδρου στη συνταγματική αναθεώρηση; Καλώς ήλθατε στην Ελληνική Δημοκρατία.





