Ο κόσμος βυθίζεται σήμερα σε μια δίνη παθών που αναβλύζουν από την αρχέγονη ρίζα του ανθρώπινου κτήνους. Μια φαντασμαγορία βίας, διανοητικής και υλικής, ξεχειλίζει από τις οθόνες μας.

Οπως προφητικά το διέγνωσε ο Γέιτς στη «Δευτέρα Παρουσία» του, το κέντρο δεν αντέχει και μια γυμνή αναρχία έχει εξαπολυθεί πνίγοντας «την τελετή της αθωότητας». Μέσα στο ποδοβολητό τούτο του μίσους «the best lack all conviction while the worst are full of passionate intensity» (οι καλύτεροι στερούνται από κάθε πεποίθηση, ενώ οι χειρότεροι είναι γεμάτοι από παθιασμένη ένταση).

Το είχε πει και ο Θουκυδίδης: μέσα στον ορυμαγδό των κομματικών παθών το συμφέρον της «δικής μας» μερίδας τίθεται υπεράνω του κοινού καλού, η σωφροσύνη συκοφαντείται ως πρόσχημα ανανδρίας (τὸ σῶφρον τοῦ ἀνάνδρου νομίζεται πρόσχημα) και η ξέφρενη οξύτητα (τὸ ἐμπλήκτως ὀξύ) επαινείται ως ουσιώδες γνώρισμα ανδρισμού (ἀνδρὸς μοίρᾳ προσετέθη).

Το πρώτο θύμα του αφρισμένου καρεκλορήτορα είναι το έτυμον, η αληθινή δηλαδή σημασία των λέξεων, που τη διαστρέφει κατά πώς τον βολεύει. Π.χ., «εσχάτη προδοσία» σημαίνει γι’ αυτόν κάθε γνώμη που διαφέρει από τη δική του. «Δικαιώματα» σημαίνουν τα δικά του και των φίλων του, κανενός άλλου.

Πριν από μερικά χρόνια δεν διανοούμαστε καν αυτήν τη θανάσιμη τροπή. Οταν ο Φουκουγιάμα μίλησε τη δεκαετία του ’90 για το «τέλος της ιστορίας» ο «προοδευτισμός» έπεσε να τον κατασπαράξει.

Οχι όμως επειδή χρησιμοποίησε τον όρο αυτόν για να εξηγήσει την κοσμοϊστορική καμπή που όντως ήταν η λαϊκή ανατροπή των σταλινικών καθεστώτων. Αλλά επειδή ταύτισε το υποτιθέμενο «τέλος» με την τελεσίδικη ιστορική επικράτηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ομως η έννοια του «τέλους της ιστορίας» είναι η φιλοσοφική καρδιά του εγελιανισμού αλλά και του μαρξισμού (που τη μετονομάζει «τέλος της προϊστορίας»).

Αλλά τελικά τούτο είναι το πρόβλημα: η ιστορία δεν έχει τέλος, είτε το ορίσεις όπως ο Φουκουγιάμα είτε ως κατάλυση της δημοκρατίας όπως οι μετανεωτερικοί πολέμιοί του. Αυτό που ζήσαμε έκτοτε είναι η επιστροφή στις βάρβαρες απαρχές της ανθρώπινης εμπειρίας που σφραγίζονται από την παντοδυναμία μιας θρησκείας που πηγάζει από τον άλογο φόβο και το μίσος για το αλλότριο.

Και αν η ιστορικά πρωτογενής βαρβαρότητα έχτισε, όπως έδειξε ο Βίκο, τις θεσμικές προϋποθέσεις του μεταγενέστερου πολιτισμού, αν η αρχαία (ομηρική) βαρβαρότητα άρχισε μέσα από τα αίματα να εξανθρωπίζει το κτήνος, η σύγχρονη βαρβαρότητα της φονταμενταλιστικής θεοκρατίας αποκτηνώνει τον άνθρωπο.

Πρόκειται ακριβώς για το ξεθεμέλιωμα των ανθρωπιστικών αξιών και επιστροφή στο ωμό ανθρωποφαγικό υπόστρωμα της ανθρώπινης ψυχολογίας. Σ’ αυτή τη θεοκρατική βαρβαρότητα είναι καταστατικά αντίθετα όλα τα γεννήματα του διαφωτισμού, τόσο ο φιλελευθερισμός όσο και ο γνήσιος μαρξισμός.

Μέσα σ’ αυτή τη διαστροφή της πολιτικής, τι είδους όντα είναι άραγε οι ενορχηστρωτές τέτοιου ανθρωποφαγικού μένους; Εγκλωβισμένοι στον αυτοαναφορικό ιδεασμό τους αυτοί οι ηγέτες που «συνομιλούν» με τον Θεό, είτε Εκείνον στο Υπερπέραν είτε με τον «Θεό της Ιστορίας», χάνουν την επαφή τους με αυτές τις ίδιες απλές έννοιες και συμπεριφορές που κάνουν δυνατή την κοινωνική συμβίωση: με τον σεβασμό στον άλλον, με την ευγένεια, με τη συμπόνια και την κατανόηση, με την εμπειρική αλήθεια. Ωρύονται, δακτυλοδεικτούν, αναθεματίζουν. Θέλουν να βάλουν στη φυλακή τους «κακούς» – αν και υποκρίνονται τους αντισυστημικούς εχθρούς του κράτους.

Οπως οι αρχαίοι Γνωστικοί βλέπουν την κοινωνία ως δημιούργημα κάποιου Κακού Θεού, γι’ αυτό συνεχώς καταστροφολογούν, θρηνούν, καταριούνται. Επικαλούνται κάποιο υπερβατικό μέλλον που μόνο αυτοί με τη μυστική τους γνώση κατέχουν. Η στάση αυτή ξεπερνά την πολιτική. Εκβάλλει στα τενάγη της ψυχολογίας. Δεν είναι παρά ο σπασμός ενός υπερτροφικού, ακατέργαστου, μανιακού Εγώ. Ο Θεός να μας φυλάξει.

Ο κ. Περικλής Σ. Βαλλιάνος είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας ΕΚΠΑ.