Μια παράδοξη συνθήκη έχει εγκατασταθεί στην πολιτική σκηνή. Έρχονται οι δημοσκοπήσεις μηχανικά να την επιβεβαιώσουν. Η Αντιπολίτευση, τα δύο κύρια κόμματα που την εκφράζουν, παραμένει στάσιμη ως προς την απήχησή της στο εκλογικό σώμα, με το κυβερνητικό σχήμα, σχεδόν άφθαρτο, να διατηρεί τη θέση του. Μέσα στο πρωτόγνωρο αυτό σχήμα ανισορροπίας, η κυβερνητική παράταξη με συστηματική επιμέλεια κινείται προς το κέντρο, καταλαμβάνοντας ανεμπόδιστα ξένο παραδοσιακά πολιτικό χώρο.

Η διάρκεια αυτής της κατάστασης φωτίζει τους λόγους που την εξηγούν και διευκολύνει την κατανόησή της. Η ερμηνεία βρίσκεται μέσα στην ίδια την αντιπολίτευση και την πολιτική της αδυναμία να ανταποκριθεί στις ανάγκες της νέας φάσης, μετά την καταλυτική εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και το νέο περιβάλλον. Τα δύο κόμματα συνέχισαν με οδηγό τον εαυτό τους, με αναφορές φθαρμένες και σημεία στήριξης υπονομευμένα από την εμπειρία της κρίσης, μια κρίσης που είχε ήδη οδηγήσει πολλούς ψηφοφόρους προς συντηρητική κατεύθυνση.

Ένα μείγμα παραγόντων βαραίνει πάνω στη συνθήκη αυτή, που δεν μοιάζει να μπορεί να αλλάξει και δεν μπορεί στον ορατό χρόνο να αλλάξει. Στην επιφανειακή ζώνη αυτών των παραγόντων οι διαφορές που αφορούν τα δύο κόμματα είναι ευδιάκριτες, στην υπόγεια ζώνη όμως ένα στοιχείο κοινό, παγιωμένο και στέρεο, τα κατατάσσει σε μια θέση ακινησίας ή οριακής μεταβολής. Διαφορετικοί οι λόγοι της καταλυτικής αποδρομής του ΣΥΡΙΖΑ, κοινό για τα δύο κόμματα το ψυχολογικό υπόστρωμα της αποθάρρυνσης των πολλών, της παραίτησης από πολιτικές και κοινωνικές διεκδικήσεις, της απογοήτευσης και του συμβιβασμού με την ανάγκη.

Ο ΣΥΡΙΖΑ πρώτα. Κουραστικά σημειώνεται το πολιτικό του τέλος. Αργά συνειδητοποιούνται στη ζωή οι δυσάρεστες καταστάσεις και καθυστερημένα γίνεται αποδεκτή η πραγματικότητα που ήδη μας έχει πάρει μαζί της και νομίζουμε ότι μια μελλοντική στιγμή θα σημάνει μια νέα αρχή. Σε μια δίνη πολιτικής αποδοκιμασίας βρίσκεται ήδη, που σαν το βίωμα που ωριμάζει αργά στον χρόνο θα μετρηθεί στην κάλπη των ευρωεκλογών. Καμία επικοινωνιακή κατασκευή δεν αρκεί για την αναγέννηση ενός πολιτικού χώρου, όταν το πολιτικό του αντίκρισμα φθίνει ορμητικά στη συνείδηση των ανθρώπων.

Το ΠαΣοΚ μετά. Έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον η στασιμότητά του. Το τρίτο κόμμα στην κατάταξη, εγγύτερα στην κυβερνητική παράταξη, με μια αρνητική παράσταση που έρχεται από την παλαιά εξουσία του να το συνοδεύει, βρίσκεται στην αδυναμία μιας καινοτόμας σύλληψης και έκφρασης της υπαρκτής πολιτικής ανάγκης, μιας αντισυμβατικής πρακτικής, μιας νοηματικής προσθήκης, κάτι άλλου και διαφορετικού, σε σύγκριση με την κυβερνητική έκφραση και πολιτική.

Σύγκριση. Το κλειδί της κατανόησης. Σε κάθε καμπή ξεπροβάλλει απαιτητικά το μέτρο. Και ως τώρα η Αντιπολίτευση εντυπωσιακά χάνει σε αυτή την αυθόρμητη διαδικασία. Η πολιτική είναι υπόθεση του παρόντος. Στο μέτωπο που ορίζουν τα κριτήρια συμπεριφορών και επιλογών αυτού του παρόντος, η Αντιπολίτευση έχασε κάθε μικρή και μεγάλη μάχη. Και ο χρόνος αμείλικτος. Για όλους.

Ο κ. Λευτέρης Κουσούλης είναι πολιτικός επιστήμονας.