Κατά κανόνα, κάθε χώρα έχει τους ηγέτες που της αξίζουν. Μήπως η Ελλάδα αποτελεί εξαίρεση; Το πολιτικό σύστημα πάσχει. Πάσχει και η κοινωνία, αλλά όχι στον ίδιο βαθμό. Δεν είναι όλοι ίδιοι – ούτε – στην ανηθικότητα. Το 80% βρίσκεται εκτός νυμφώνος ευημερίας έχοντας καταδικαστεί σε σισύφειο αγώνα για λάθη που δεν είναι δικά του.

Η ρήση «όλοι μαζί τα φάγαμε» ήταν μια ωραία δικαιολογία για να πληρώσει και τον λογαριασμό. Το ρουσφέτι πάει σύννεφο και μαζί η κατρακύλα στην αναξιοκρατία. Με τέτοια διαφθορά, ποιος τρελός ή μη διαπλεκόμενος θα επενδύσει στη χώρα; Χρόνια τώρα στο ερώτημα για τον καταλληλότερο πρωθυπουργό κερδίζει ο «κανένας» και η αποχή ολοένα αυξάνεται.

Γιατί απλούστατα πολλοί πολίτες, ειδικά οι νέοι, δεν πιστεύουν ότι η ψήφος τους λαμβάνεται υπόψη. Δικαιώνονται εκ των πραγμάτων. Η αποχή δεν προσμετράται, η απήχηση του «κανένα» αγνοείται και τα κόμματα ελέγχουν «πακέτα ψήφων» με δέλεαρ τη μοιρασιά του εναπομείναντος πλούτου, κυρίως της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που θεωρείται και τζάμπα.

Σε αυτές τις συνθήκες πλήττεται το κοινωνικό συμβόλαιο. Για να μην αλλάξει, γίνονται διακοσμητικές συνταγματικές αναθεωρήσεις. Η νέα μόδα είναι να παρακάμπτεται τελείως στο όνομα μιας νεφελώδους «προόδου».

Σε ένα σημείο, ωστόσο, χρειάζεται σίγουρα γενναία αναθεώρηση: στη θέσπιση θητειών ώστε να καταπολεμάται το ρουσφέτι. Ανωθεν και κάτωθεν. Μόνο αν δεν ξέρουν οι πάσης φύσεως αρμόδιοι – εντός και εκτός Ελλάδας – ποιοι θα κάθονται δίπλα τους, θα σοβαρέψουν και κανείς δεν θα λειτουργεί υπεράνω του νόμου.

Ως ανώτατο όριο θα ορίζονται για τους πρωθυπουργούς συνολικά οκτώ χρόνια διακυβέρνησης. Αρκούν για να δείξουν την αξία τους. Οι υπουργοί, αναπληρωτές υπουργοί, υφυπουργοί – εξωκοινοβουλευτικοί ή μη –, γενικοί γραμματείς, συνολικά όσοι μπαίνουν υποχρεωτικά σε καθεστώς αναστολής καθηκόντων, δεν θα μπορούν να εκλέγονται βουλευτές για μία πλήρη τετραετία. Ο σταυρός δεν καταργείται, απλώς δεν θα «σταυρώνονται» για μία τετραετία όσοι άσκησαν, με την ευρεία έννοια, εκτελεστική εξουσία.

Το ανώτατο όριο των οκτώ ετών – ή δύο τετραετών θητειών – θα ισχύει και για τους επικεφαλής οργανισμών του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Οι εθνικές εκλογές θα διεξάγονται κάθε 4 χρόνια, αν προκύψει ανάγκη νέου πρωθυπουργού ενδιαμέσως, αυτός θα αναδεικνύεται από τη Βουλή.

Δεν θα ξαναεφευρεθεί η πυρίτιδα. Παρόμοια ασυμβίβαστα εφαρμόζουν κοντινές χώρες – π.χ. Κύπρος, Γαλλία, Γερμανία – ενώ το φωτεινότερο παράδειγμα «θεσμικών αντίβαρων» έρχεται από τις ΗΠΑ, όπου ο καλύτερος πρόεδρος πρέπει να φύγει το αργότερο σε οκτώ χρόνια ως κύριος εκπρόσωπος της εκτελεστικής εξουσίας.

Δεν πειράζει που το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν είναι προεδρικό. Αλλωστε ούτε οι θητείες είναι ίδιες. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα δικαιούται μόνο μία πενταετή θητεία με συμβολικό θεσμικό ρόλο.

Προφανώς, πολλοί βουλευτές, κομματάρχες, βολεμένοι κ.ά. δεν εγκρίνουν τέτοια αλλαγή. Βασική έγνοια έχουν, άλλωστε, να μη χαθούν πελατεία και εξουσία – αμφότερες κληρονομικές συνήθως. Κραδαίνουν ως μέσο συσπείρωσης τον «εξωτερικό κίνδυνο».

Η ζωή, όμως, «μιλά» από μόνη της: τα τελευταία 20 χρόνια οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν αντέχουν οκτώ χρόνια, τα σκάνδαλα πολλαπλασιάζονται, όλο και περισσότεροι Ελληνες ρέπουν στην παρανομία, βέβαιοι ότι θα τους «ξανασώσει» ευχαρίστως ο πολιτευτής τους. Το κλασικό δίλημμα μεταξύ κυβερνησιμότητας και αποτελεσματικότητας γέρνει υπέρ του πρώτου σκέλους με σοβαρή ατροφία του δεύτερου.

Μήπως έχει έλθει η ώρα για μια ουσιαστική αλλαγή στον τρόπο ανάδειξης των εχόντων πολιτική εξουσία και στον χρόνο που δικαιούνται να την ασκούν; Μήπως έτσι βελτιωθεί και η ποιότητά τους; Θα μάθουμε τουλάχιστον αν η Ελλάδα έχει τους ηγέτες που της αξίζουν.

Η κυρία Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου είναι καθηγήτρια Ιστορίας και Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Πειραιώς, γενική διευθύντρια Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων.