Το 1978, ο Charles Kindleberger δημοσίευσε το κλασικό έργο «Manias, Panics, and Crashes», μια ιστορία των επενδυτικών φουσκών και των καταρρεύσεών τους. Ορισμένες από αυτές τις φούσκες άφησαν πίσω χρήσιμες υποδομές – όπως τα σιδηροδρομικά δίκτυα του 19ου αιώνα στη Βρετανία και τις ΗΠΑ. Αλλες, όπως η μανία της τουλίπας στην Ολλανδία του 17ου αιώνα ή η κρίση των subprime, κατέληξαν σε καταστροφή.

Σήμερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες – και μαζί τους ο υπόλοιπος κόσμος – βρίσκονται σε μια έντονη κερδοσκοπική έκρηξη γύρω από την Τεχνητή Νοημοσύνη. Το κρίσιμο ερώτημα είναι: θα δημιουργήσουν οι τεράστιες επενδύσεις κάτι χρήσιμο; Για ποιον και με ποιον σκοπό; Και αν υπάρξει αρνητική εξέλιξη, πώς θα είναι;

Το έργο του Kindleberger προτείνει τρία βασικά ερωτήματα για την αξιολόγηση τέτοιων φαινομένων.

Πρώτον, περιλαμβάνει η φούσκα κάτι περισσότερο από απλή άνοδο τιμών περιουσιακών στοιχείων; Σε αυτό το σημείο, παρατηρούμε πράγματι ένα μεγάλο κύμα επενδύσεων σε υποδομές όπως data centers. Οι επενδύσεις σε πληροφορική υποδομή μπορούν να ενισχύσουν την παραγωγικότητα και να στηρίξουν την οικονομική ανάπτυξη – αν και συνοδεύονται από σημαντικό περιβαλλοντικό κόστος, ιδίως στην κατανάλωση ενέργειας και νερού.

Δεύτερον, χρηματοδοτείται η επέκταση κυρίως με χρέος; Η απάντηση είναι μεικτή. Οι μεγαλύτερες εταιρείες διαθέτουν θετικές ταμειακές ροές, αλλά παρέχεται ήδη χρηματοδότηση προμηθευτών από τεχνολογικές εταιρείες για αγορά εξοπλισμού. Οι πιστωτικοί κίνδυνοι είναι θολοί, καθώς μέρος των εξασφαλίσεων μπορεί να γίνει παρωχημένο πριν αποπληρωθούν τα δάνεια. Τον περασμένο μήνα, η Meta έκλεισε τη μεγαλύτερη συμφωνία private capital με την Blue Owl ύψους 27 δισ. δολαρίων. Εκτιμάται ότι 3–7 τρισ. δολάρια θα επενδυθούν σε υποδομές AI τα επόμενα πέντε χρόνια. Η αγορά private credit αναμένεται να παράσχει περίπου 800 δισ. δολάρια την επόμενη διετία.

Τρίτον, πώς ακριβώς θα χρησιμοποιηθεί η τεχνολογία; Συνομιλίες με ανώτερα στελέχη μεγάλων εταιρειών επιβεβαιώνουν ότι, ενώ όλοι προσδοκούν σημαντικές εξοικονομήσεις, σχεδόν κανείς δεν μπορεί να προσδιορίσει με βεβαιότητα νέες πηγές εσόδων. Οι τράπεζες θα επωφεληθούν από αυτοματοποίηση διαδικασιών, ανίχνευση απάτης και διαχείριση κινδύνων. Οι βιομηχανικές εταιρείες θα μειώσουν θέσεις σε διοικητικούς ρόλους και μηχανική πεδίου.

Αν οι εργαζόμενοι που εκτοπίζονται βρουν γρήγορα νέες, παραγωγικές και καλά αμειβόμενες δουλειές, θα δούμε επιτάχυνση της παραγωγικότητας – όπως συνέβη με τους σιδηροδρόμους του 19ου αιώνα. Αν όχι, οι συνέπειες στην απασχόληση και την οικονομία μπορεί να είναι απογοητευτικές.

Παρά τα προβλήματα, καμία χώρα, εταιρεία ή πολίτης δεν θα ωφεληθεί μένοντας στο περιθώριο. Οσοι περιμένουν να εμφανιστούν καλύτερες εκδοχές της τεχνολογίας δεν θα αποκτήσουν τις δεξιότητες που χρειάζονται για το μέλλον. Επιπλέον, οι εφευρέτες και ιδιοκτήτες νέας τεχνολογίας διαμορφώνουν πρότυπα και πολιτικές.

Η πορεία της τεχνολογίας μπορεί να διαμορφωθεί, και η πορεία της επανάστασης της AI διαμορφώνεται τώρα. Το μάθημα της ιστορίας είναι σαφές: αν περιμένεις να καταλαγιάσει η σκόνη, μπορεί να μην πάρεις αυτό που θέλεις και χρειάζεσαι από την τεχνολογία.

Ο κ. Simon Johnson, νομπελίστας Οικονομικών 2024 και πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ, είναι καθηγητής στο MIT Sloan School of Management.

Ο κ. Piero Novelli, ανώτερος λέκτορας στο MIT Sloan School και στο Imperial College London, είναι πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου του Euronext.