Το 2025 κληροδοτεί στο 2026 συνθήκες κοινωνικής έντασης φανερής και υποβόσκουσας. Φανερές είναι οι αγροτικές κινητοποιήσεις, ενώ στις υπόγειες διεργασίες θα μπορούσε να προστεθεί η αλληλεγγύη των άλλων κοινωνικών ομάδων προς τους αγρότες.

Αυτή την οποία η κυβέρνηση κατηγορείται ότι επιχειρεί να διαβρώσει μέσα από τους παρακαμπτήριους χωματόδρομους και τις ουρές χιλιομέτρων στις εθνικές οδούς προκειμένου να ενεργοποιήσει τον κοινωνικό αυτοματισμό. Τι είδους αλληλεγγύη είναι, όμως, αυτή; Συμμερίζονται οι υπόλοιποι πολίτες τα βάσανα της αγροτιάς και υπομένουν στωικά τη γιορτινή ταλαιπωρία τους; Ή μήπως η αλληλεγγύη τους δεν αφορά τους αγρότες, αλλά τη διαμαρτυρία αυτή καθαυτήν; Ισως να βλέπουν τη δική τους σειρά να έρχεται και να μεριμνούν για να έχουν και εκείνοι συμμάχους όταν έρθει η ώρα της δικής τους εξέγερσης.

Διότι αυτό που βλέπουν είναι ότι λεφτά υπάρχουν. Ο πάτος του βαρελιού, που συνεχώς διατείνεται ότι ξύνει η κυβέρνηση, δεν έχει τελειωμό. Οποιος φωνάζει δυνατότερα όλο κάτι παίρνει από τον πίθο που, αντίθετα με εκείνον των Δαναΐδων, δεν αδειάζει ποτέ.

Τα αποθέματά του δεν σώνονται όχι επειδή «πετάει» η ανάπτυξη, όπως επιχειρηματολογεί η κυβέρνηση, που θα ήταν μια υγιής εξέλιξη, αλλά επειδή με τα σύγχρονα εργαλεία της ΑΑΔΕ πατάσσεται πιο αποτελεσματικά η παραοικονομία.

Κάτι που είναι ταυτόχρονα ευλογία και κατάρα για την κυβέρνηση. Ασφαλώς, η είσπραξη των φόρων είναι θετική και επιθυμητή για τα δημόσια ταμεία, ωστόσο έτσι όπως εφαρμόζεται δεν αφήνει το περιθώριο σε διάφορες επαγγελματικές ομάδες να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Το αποτέλεσμα είναι ότι αισθάνονται σαν κάποιος να τους πέταξε ξαφνικά στη μέγγενη της ψηφιακής εποχής.

Γι’ αυτό όσο εντείνονται οι έλεγχοι της ΑΑΔΕ στους αγρότες τόσο ενισχύεται η αντίδρασή τους. Οσοι παρανόμησαν θα πρέπει και να ελεγχθούν και να πληρώσουν, αλλά όχι με τρόπο που φαντάζει εκδικητικός. Ετσι όπως παίζεται το παιχνίδι, χωρίς όρια και χωρίς διαιτησία, εγκλωβίζει και τις δύο πλευρές σε ένα παρατεταμένο αδιέξοδο.

Ο κοινωνικός αυτοματισμός δεν θα αποδώσει, γιατί όλοι αισθάνονται ριγμένοι στη μοιρασιά του πλούτου, βλέπουν τον πληθωρισμό να τρώει το πραγματικό τους εισόδημα και ανησυχούν ότι έτσι όπως μοιράζει τις παροχές η κυβέρνηση δεν θα μείνει τίποτα για εκείνους. Χαμένοι για χαμένοι, δηλαδή, οπότε ας ενωθούν με τα μπλόκα, έστω ψυχικά, έστω μέχρι να βρεθεί κάτι για να πάνε παρακάτω. Αλλά δεν θα πάνε – όσο δεν παράγεται νέος πλούτος και απλώς ανακυκλώνεται ο ήδη υπάρχων, τα μπλόκα, πραγματικά και συμβολικά, θα αυξάνονται.

Αυτό είναι το υπόστρωμα της τοξικότητας που διαβρώνει την πολιτική ζωή και διατηρεί ζωντανό τον αντισυστημισμό. Ψηφοφόροι μετακινούνται συγκυριακά στη Ζωή Κωνσταντοπούλου και στον Κυριάκο Βελόπουλο, που εκφράζουν αυτή τη στιγμή τους δύο πόλους της αντίδρασης. Και η κυβέρνηση προσπαθεί να βάλει φραγμό στο κύμα της δυσφορίας κατασπαράσσοντας τους θεσμούς. Τα δύο συστήματα είναι αλληλοτροφοτούμενα, μολονότι παριστάνουν ότι τα χωρίζει άβυσσος.

Την ώρα της κάλπης, μπορεί οι πολίτες να ψηφίσουν κυνικά, να επιλέξουν λύση ή λύσεις που δεν θα θέσουν σε κίνδυνο τα κεκτημένα τους. Μπορεί και όχι. Το βέβαιο είναι ότι η κυβέρνηση δεν τους διευκολύνει. Ανεβάζει διαρκώς τον πήχη για τις επιδόσεις της, αυξάνει συνεχώς τις προσδοκίες, δέσμια του ακαταγώνιστου πλεονεκτήματός της, το οποίο θα σκάβει αγόγγυστα τον λάκκο των άλλων. Αλλά είναι γνωστό τι συμβαίνει σε όσους σκάβουν τον λάκκο των άλλων.