Πριν από έντεκα χρόνια υπήρξε μια εκπομπή που έγινε κόμμα. Σήμερα υπάρχει ένα βιβλίο που φιλοδοξεί να γίνει κόμμα. Η πρώτη προσπάθεια για διάφορους λόγους ναυάγησε. Η δεύτερη έχει την αφετηρία της σε ένα συμβολικό ναυάγιο, αυτό του Οδυσσέα στο νησί των Φαιάκων, όπου διασώθηκε και έλαβε βοήθεια για να επιστρέψει στην Ιθάκη.

Στο ίδιο συμβολικό επίπεδο θα μπορούσε το «Παλλάς», στο οποίο πραγματοποιήθηκε η παρουσίαση του βιβλίου του Αλέξη Τσίπρα, να αναδειχθεί στο νησί των Φαιάκων του πρώην πρωθυπουργού. Εναν τόπο που θα του έδινε την ευκαιρία να θεραπεύσει πληγές και να ανασυντάξει τις δυνάμεις του.

Ο Τσίπρας, όμως, δεν ενδιαφέρεται για αυτά. Η Ιθάκη δεν είναι ο προορισμός του, είναι η αφετηρία του, και για αυτό σπάει δεσμούς, καίει γέφυρες, κατακρημνίζει ό,τι τον έφερε στη εξουσία το 2015. Ολα εκτός από ένα, τη διχαστική στρατηγική που τον ανέβασε στο κύμα της οργής σε μια βαθιά ταραγμένη περίοδο. Εκείνη η μέθοδος φαίνεται ότι είναι η μόνη που διαθέτει, σαν τους ηθοποιούς μανιέρας που αδυνατούν να παίξουν άλλους ρόλους. Οι λέξεις που χρησιμοποιεί μαρτυρούν πολλά. Τσιμπολογάει ταυτόχρονα από το λεξιλόγιο του λαϊκιστικού τραμπισμού μιλώντας για πολιτική του βάλτου, και από τις προτάσεις προοδευτικών οικονομολόγων, όπως ο Γκαμπριέλ Ζουκμάν αντιγράφοντας τον «φόρο Ζουκμάν»: «Οι έχοντες και κατέχοντες οφείλουν να στηρίξουν αναλογικά περισσότερο. Ο μεγάλος πλούτος πρέπει να στηρίξει την οικοδόμηση του αύριο της πατρίδας μας» είπε στην ομιλία του.

Η διάγνωσή του για την πολιτική και κοινωνική κατάσταση δεν είναι λανθασμένη. Πράγματι, οι μετρήσεις κοινής γνώμης καταγράφουν χαμηλό επίπεδο εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα, στη δικαιοσύνη, στο Κοινοβούλιο και εν τέλει απαξίωση της δημοκρατίας. Και είναι γεγονός ότι το κόστος ζωής δυσκολεύει πολλές οικογένειες, ότι το αίσθημα μιας γενικευμένης διαφθοράς είναι διάχυτο, ότι η οικονομία δεν είναι τόσο ισχυρή όσο διατείνεται το Μέγαρο Μαξίμου. Ούτε έχει άδικο όταν λέει ότι η κυβέρνηση δεν έχει αντίπαλο και ότι στην αντιπολίτευση δεν υπάρχει η δύναμη που «θα προσδώσει στην υπόκωφη κοινωνική αντίθεση προοπτική αλλαγής».

Αλλά αυτά τα προβλήματα θα αποκατασταθούν με ένα «σοκ δημοκρατίας», με έναν «νέο πατριωτισμό» και «μια νέα μεταπολίτευση», με μια «νέα ηθική της διακυβέρνησης»; Με ένα «ολιστικό Εθνικό Σχέδιο Αναγέννησης» ή με ένα «σχέδιο ρήξεων με μεγάλα συμφέροντα και ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων σε όλο το φάσμα της οικονομικής, κοινωνικής και θεσμικής συγκρότησης του ελληνικού κράτους»; Τι λένε αυτά στον πολύ κόσμο; Απολύτως τίποτα, είναι χιλιοειπωμένα και απέχουν από όσα έκανε ο ίδιος ως πρωθυπουργός.

Από έναν νέο πολιτικό που, όπως λέει, έπαθε και έμαθε θα περίμενε κανένας να ακούσει συγκεκριμένες προτάσεις. Αντί να αντιγράφει τον Τραμπ θα μπορούσε να αντιγράψει τον Μαμντάνι που με πιο ταπεινά οράματα κέρδισε μια αδιανόητη νίκη. Ο Τσίπρας, όμως, δείχνει ότι δεν μπορεί να ξεφύγει από τη δηλητηριώδη λογική τού «εμείς και οι άλλοι», και επειδή αυτοκατατάσσεται στους καλούς και έντιμους ούτε θα απολογηθεί ούτε θα μετανοήσει, αντιθέτως δηλώνει υπερήφανος, γιατί «εμείς πετύχαμε εκεί που εκείνοι απέτυχαν». Με εφόδιο τις επιτυχίες του ζητεί να προχωρήσει η δημοκρατική παράταξη «σε διεργασίες Επανίδρυσης της πολιτικής και οργανωτικής της υπόστασης».

Το σχέδιό του προϋποθέτει ότι η κοινωνία έχει διάθεση για έναν ακόμα εμφυλιοπολεμικό γύρο, ότι θα καταφέρει να τρυγήσει ό,τι καλύτερο και υγιέστερο διαθέτει η Αριστερά και ότι το ΠαΣοΚ, το μεγαλύτερο και συμπαγέστερο κόμμα του χώρου, θα αποδεχθεί την αυτοδιάλυσή του προκειμένου να επανιδρυθεί η προοδευτική παράταξη, δηλαδή το ΠαΣοΚ, με αρχηγό τον Αλέξη Τσίπρα, ώστε να πάρει τη ρεβάνς από τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Ριψοκίνδυνο στοίχημα, αν συνυπολογιστούν και άλλες παράλληλες διεργασίες, όπως η εκδήλωση στην οποία θα βρεθούν στο ίδιο πάνελ οι Κώστας Καραμανλής και Ευάγγελος Βενιζέλος, δύο πολιτικοί με εκ διαμέτρου αντίθετες πορείες και ιδεολογικές προσεγγίσεις, οι οποίοι προτίμησαν τη δύναμη του επιχειρήματος από τα μπαζούκας.