Η υπόθεση της Ειρήνης Μουρτζούκου είναι μία από τις πιο σοκαριστικές που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια. Οχι μόνο για το έγκλημα – γιατί, αλήθεια, έχουμε έρθει σε επαφή και με χειρότερα από την εποχή του Μπάμπη και ύστερα –, αλλά κυρίως για τη συμπεριφορά της ίδιας. Επί μήνες η Μουρτζούκου εμφανιζόταν σε τηλεοπτικά πλατό και πάνελ προσπαθώντας να πείσει για την αθωότητά της με στόμφο, συγκίνηση και θράσος. Βασικά, δεν προσπαθούσε να πείσει. Ηταν πεπεισμένη πως δεν έχει κάνει τίποτα από όσα μύριζαν στον ιδρώτα της – και πίστευε ότι με το απαραίτητο σόου θα συγκινούμασταν και εμείς μαζί της.
Πώς γίνεται, όμως, μια γυναίκα που είχε ήδη διαπράξει φόνο να κυκλοφορεί ελεύθερη, να μιλά με σιγουριά για την «αδικία» εις βάρος της και να λαμβάνει πλήρη τηλεοπτική κάλυψη; Πώς γίνεται να της δίνεται βήμα χωρίς δεύτερη σκέψη; Μάλλον επειδή η τηλεόραση ενδιαφέρεται περισσότερο για το θέαμα και λιγότερο για την αλήθεια.
Αυτό που ζήσαμε δεν ήταν καθαρή ενημέρωση. Ηταν ένα κακοπαιγμένο, σκοτεινό τηλεοπτικό σόου, με πρωταγωνίστρια μια γυναίκα που το μάτι της γυάλιζε – και δεν ήταν από τα δάκρυα.
Ψύχραιμη τις περισσότερες φορές, έτοιμη να δακρύσει κάθε φορά που πιεζόταν από τις συνθήκες, δυναμική όταν έπρεπε να μας δείξει ότι κάποιοι, πιθανότατα δαίμονες, την πολεμάνε.
Και τα media την αφήσαμε να χτίσει το αφήγημά της, αδιαφορώντας για το αν πίσω από την επίπλαστη αδικία έκρυβε μια δολοφονική υπόσταση. Δυστυχώς, δεν είναι η πρώτη φορά. Αλλά είναι μία από τις πιο έντονες στιγμές που το τηλεοπτικό τοπίο έδειξε ότι δίνει χώρο στον οποιονδήποτε – χωρίς αποστάσεις, χωρίς έλεγχο – θολώνοντας το τελικό μήνυμα που φθάνει στην κοινή γνώμη.
Μια φόνισσα παρίστανε το θύμα και εμείς τη βλέπαμε χωρίς να αντιδρούμε – ακόμα κι όταν κάτι μέσα μας υποψιαζόταν κάθε φορά που το βλέμμα της στρεφόταν αλλού, κάθε φορά που ο εγκέφαλός της πάλευε με την αλήθεια που ήξερε.
Κάποια στιγμή, όμως, πρέπει να ξαναδούμε ποιος μιλάει και γιατί. Ποιος έχει φώτα και μικρόφωνα πάνω του. Και ποιος είναι – ή ποιος οφείλει να είναι – ο ρόλος των ΜΜΕ σε τέτοιες υποθέσεις. Να ενισχύουν την υπόγεια απόλαυση που προκαλεί η ωμοφαγία των αρνητικών ειδήσεων ή να θέτουν όρια, ερωτήσεις και να επενδύουν στην αμφιβολία και την αμφισβήτηση απέναντι στον ύποπτο;
Τα τέρατα δεν ζουν απλώς πια ανάμεσά μας. Εχουν και τηλεοπτικό χρόνο. Ενώ οριακά δεν θα έπρεπε να τους δίνεται ούτε χώρος για να αναπνεύσουν.







