Είναι προφανές ότι φέτος τον Αύγουστο οι Πανεπιστημιακοί και οι Ερευνητές δούλεψαν αρκετά, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και zoom, για να καταλήξουν σε ένα κείμενο ορθολογικής διαμαρτυρίας που αναμφισβήτητα έφερε το θέμα της έρευνας στο πολιτικό προσκήνιο. Η κυβέρνηση μπορεί να έδειξε αδιάφορη για το θέμα στην αρχή, τελικά όμως ο ίδιος ο Πρωθυπουργός ανεγνώρισε ότι κάτι δεν πάει καλά στον τρόπο που η Πολιτεία αντιμετωπίζει την έρευνα.
Χρειάζεται ένα νέο Υπουργείο για την Ερευνα και την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, όπως έχει την πρόθεση να υποσχεθεί στις εκλογές; Ή μήπως, όπως και σε τόσα άλλα θέματα, «ο διάβολος βρίσκεται στη λεπτομέρεια», ή καλύτερα στην εφαρμογή δέσμης «μικρών» καινοτομιών που μπορούν να κινήσουν τα λιμνασμένα νερά – με νέο υπουργείο ή όχι;
Δημιουργεί όμως τέτοια ύλη η έρευνα, που αξίζει να ασχολείται σοβαρά η πολιτική; Οι αριθμοί δείχνουν ότι πρόκειται για μια δραστηριότητα αξίας περίπου 3,4 δισ. ευρώ (στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης για το έτος 2023). Το 40% περίπου προέρχεται από δαπάνες του Κράτους (τακτικός προϋπολογισμός και συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα) και το 45% από τον ιδιωτικό τομέα.
Σε αυτά προστίθενται 500 εκατ. ευρώ καθαρό συνάλλαγμα που εισάγεται από ερευνητική δραστηριότητα μέσω ευρωπαϊκών πόρων (μπορεί να πλησιάζει στο 1 δισ. αν συνυπολογίσει κανείς το ευρωπαϊκό σκέλος των προγραμμάτων, ΕΣΠΑ, ΤΑΑ κ.λπ.). Η όλη δραστηριότητα έχει ως αποτέλεσμα 75.000 θέσεις εργασίας, οι περισσότερες υψηλής εξειδίκευσης, από αυτές που έχει μεγάλη ανάγκη η χώρα (η πρόβλεψη για το σύνολο της οικονομίας είναι ότι θα δημιουργήσει 650.000 θέσεις υψηλής εξειδίκευσης στη δεκαετία 2025-2035).
Η σημαντική όμως αυτή ερευνητική δραστηριότητα, στο μέρος που παράγεται στα Πανεπιστήμια και στα Ερευνητικά Κέντρα, δεν διαχέεται ικανοποιητικά στο παραγωγικό σύστημα, (και) γιατί τα Πανεπιστήμια και τα Ερευνητικά Κέντρα μόλις πρόσφατα ανέπτυξαν δομές Μεταφοράς Τεχνολογίας, και μάλιστα με έναν πολύ «ελληνικό» τρόπο: κάθε Πανεπιστήμιο και Κέντρο το δικό του Γραφείο Μεταφοράς Τεχνολογίας (που συνεργάζεται «ευκαιριακά» με τα άλλα, όταν υπάρχει χρηματοδότηση για αυτό). Κατακερματισμός by design λοιπόν, αντί για τη δημιουργία λίγων ισχυρών ανώνυμων εταιρειών, με τη συμμετοχή και ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων, που θα μπορούσαν να αναλάβουν, σε συνεργασία με τους ερευνητές και τα Ιδρύματα, την αξιοποίηση της έρευνας τους στις εγχώριες και διεθνείς αγορές. Μια καινοτομία, που η Πολιτεία δεν τολμά να εισαγάγει (και τα Πανεπιστήμια βέβαια δεν απαιτούν).
Τον ίδιο κατακερματισμό συναντάμε στις δομές διαχείρισης της έρευνας. Κάθε Ιδρυμα έχει τη δική του. Τα Πανεπιστήμια έχουν για 40 χρόνια την ίδια πάντοτε δομή, που λέγεται ΕΛΚΕ. Οι σημερινοί ΕΛΚΕ υποφέρουν από τη μια πλευρά από την (υπερβολική) γραφειοκρατία των ελέγχων, που δεν είναι σε θέση να την αντιμετωπίσουν με σύγχρονες ψηφιακές τεχνολογίες άσκησης της «ρυθμιστικής συμμόρφωσης» (ο ψηφιακός μετασχηματισμός των ΕΛΚΕ γίνεται αργά, σχεδόν ανεπαίσθητα…), και από την άλλη από τη γραφειοκρατία που γεννούν τα ίδια τα στελέχη τους, που έχουν τον ορίζοντα της μικρής δομής, και δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν τις σύγχρονες απαιτήσεις της απλοποιημένης και ουσιαστικής διαχείρισης της έρευνας.
Η «μικρή» καινοτομία λέγεται εδώ ενθάρρυνση των Πανεπιστημίων και των Ερευνητικών Κέντρων, να μεταβούν σε νέα, κοινά, μεγαλύτερα, σχήματα διαχείρισης της έρευνας, σαφώς εταιρικής μορφής (ειδικού σκοπού), στο πρότυπο των ευρωπαϊκών χωρών που έχουν μεγάλη ερευνητική αποτελεσματικότητα. Στους παραπάνω κατακερματισμούς, προστίθεται ο διαχωρισμός του ερευνητικού ιστού σε ερευνητές των Πανεπιστημίων και των Ερευνητικών Κέντρων, δύο κοινότητες «ξένων».
Τα Πανεπιστήμια θα μπορούσαν να έχουν την ισχυρή ενθάρρυνση να προσλαμβάνουν διδακτικό προσωπικό από τους ερευνητές των Κέντρων, στη βάση συμβολαίων «μεσαίας» διάρκειας, και αντίστοιχα τα Ερευνητικά Κέντρα να φιλοξενούν, γενικευμένα, ερευνητές από το προσωπικό των Πανεπιστημίων, πάλι στη βάση συνεργασιών περιορισμένου χρόνου. Κάτι που θα ενισχύσει σταδιακά και το μέγεθος των Ερευνητικών Εργαστηρίων και Ινστιτούτων, που πρέπει οπωσδήποτε να μεγαλώσουν για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της «διαθεματικής έρευνας» και στον αυξανόμενο ανταγωνισμό για την προσέλκυση επενδυτικών πόρων.
Τελευταίο: το ΕΛΙΔΕΚ έχει αποδείξει ότι ξέρει να κάνει τη δουλειά της αξιολόγησης ερευνητικών προτάσεων, που δεν ήξερε το Υπουργείο Παιδείας. Ας αναλάβει κάθε αξιολόγηση ερευνητικών προσκλήσεων (όποιος και αν είναι ο δημόσιος φορέας που προκηρύσσει την πρόσκληση), προσλαμβάνοντας μάλιστα κριτές όχι μόνον από την ελληνική ερευνητική κοινότητα και την ομογένεια, αλλά μετά από ανοικτό διαγωνισμό στην Ευρώπη, όπως κάνει η Πορτογαλία και άλλοι.
Βέβαια, η μέθοδος των «μικρών» πολιτικών καινοτομιών δεν είναι αυτή των εξαγγελιών και των πολυσέλιδων νόμων. Είναι το υπόβαθρο για μια πολιτική ευελιξίας και αποτελεσματικότητας στην έρευνα, μέσω και νέων τολμηρών σχημάτων επαυξημένης συνεργασίας, στα οποία θα μπορούν να συμμετέχουν και ιδιωτικά κεφάλαια, χωρίς να αλλοιώνεται βέβαια η ελευθερία και η ακαδημαϊκή υπόσταση της έρευνας.






