Πριν από μερικές ημέρες βρέθηκε στην Αθήνα, καλεσμένος του Ιδρύματος Friedrich Ebert και της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Mainz, Kai Arzheimer. Πρόκειται για έναν κορυφαίο ειδικό σε ζητήματα της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς, γι’ αυτό και ένα τμήμα της ομιλίας του εστίασε στην πολιτική διαδρομή του κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) και στην ερμηνεία του εκλογικού αποτελέσματος που το συγκεκριμένο κόμμα κατέγραψε στις τελευταίες γερμανικές εκλογές. Σε αυτές, το AfD υπερδιπλασίασε το εκλογικό ποσοστό του συγκριτικά με τις αμέσως προηγούμενες, τερματίζοντας δεύτερο πίσω από το CDU και μπροστά από το SPD. Οι ακραία αντιμεταναστευτικές θέσεις του AfD που υποστηρίζει τις μαζικές απελάσεις μεταναστών και την «επαναμετανάστευση» (remigration) ακόμα και γερμανών πολιτών με μεταναστευτική καταγωγή, καθώς και η εστίασή του σε ζητήματα ασφάλειας, αποτελούν παράγοντες που αυξάνουν την εκλογική επιρροή του AfD.

Οπως εξήγησε ο καθηγητής Arzheimer, η ενίσχυση της εκλογικής επιρροής της Ακροδεξιάς δεν οφείλεται μόνο στη διευρυνόμενη σημασία (salience) των διακυβευμάτων της μετανάστευσης και της ασφάλειας. Εξίσου κρίσιμος παράγοντας είναι και η μετατόπιση της πολιτικής ατζέντας των κατεστημένων κομμάτων – ιδίως του δεξιού και κεντροδεξιού φάσματος – από τα ζητήματα της αγοράς και της οικονομίας στα κοινωνικο-πολιτισμικά ζητήματα που κατεξοχήν προτεραιοποιεί η Ακροδεξιά. Με άλλα λόγια, δεν είναι μόνο η αποδοχή της ατζέντας της Ακροδεξιάς από μια σημαντική μερίδα του εκλογικού σώματος που αισθάνεται απειλητικά την παρουσία των ξένων. Καθοριστική είναι και η συμβολή των παραδοσιακών κομμάτων και της πολιτικής ελίτ στη σταδιακή κανονικοποίηση (normalization) της Ακροδεξιάς. Η διαδικασία αυτή λειτουργεί νομιμοποιητικά υπέρ των ακροδεξιών δυνάμεων, ενισχύοντας την παρουσία και εδραιώνοντας τον πολιτικό τους λόγο ως αποδεκτό στοιχείο του πολιτικού διαλόγου.

Κάνοντας λόγο για κανονικοποίηση, εννοούμε τη διαδικασία μέσω της οποίας ιδέες, θέσεις, ρητορική και πρακτικές του πολιτικού περιθωρίου διεισδύουν σταδιακά σε κεντρικότερες περιοχές του πολιτικού φάσματος και αποκτούν αποδοχή στη δημόσια σφαίρα. Εντοπίζονται δύο βασικά ρεύματα κανονικοποίησης. Το πρώτο ρεύμα αναφέρεται στην κανονικοποίηση ως μίμηση και παρατηρείται κυρίως σε συντηρητικά κόμματα, τα οποία υιοθετούν την ατζέντα και ρητορικά σχήματα της Ακροδεξιάς, με στόχο να ανακόψουν την εκλογική της άνοδο και να επαναπατρίσουν ψηφοφόρους. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, αντί να περιορίσουν την Ακροδεξιά, δικαιώνουν στα μάτια των εκλογέων τους τα διακυβεύματά της και εδραιώνουν την πολιτική παρουσία της. Το δεύτερο ρεύμα κανονικοποίησης εκδηλώνεται ως επανανοηματοδότηση: έννοιες που έχει οικειοποιηθεί η Ακροδεξιά – όπως πατρίδα και ασφάλεια – επαναπροσδιορίζονται με οιονεί προοδευτικό περιεχόμενο. Πρόκειται για μια στρατηγική αναπλαισίωσης που υιοθετείται κυρίως από τμήματα της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς. Αν και έχει ως στόχο την αποτροπή της ιδεολογικής και πολιτικής ηγεμονίας της Ακροδεξιάς, ενδέχεται να συμβάλλει στην ιδεολογική σύγχυση και στη δεξιόστροφη μετατόπιση του πολιτικού πλαισίου.

Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του δεύτερου ρεύματος κανονικοποίησης είναι η Συμμαχία Σάρα Βάγκενκνεχτ (BSW) στη Γερμανία, ένα κόμμα η επικεφαλής και στελέχη του οποίου προέρχονται από τους κόλπους της Αριστεράς (Die Linke) και το οποίο συνδυάζει αριστερή κοινωνική πολιτική με αντιμεταναστευτικά μοτίβα. Το BSW εγγράφεται σε μια τάση αριστερού εθνικισμού, που επιχειρεί να επανασυνδέσει την Αριστερά με τα λαϊκά στρώματα – μεγάλο τμήμα των οποίων ψηφίζει πλέον το AfD – μέσα από την υιοθέτηση μιας πολιτισμικά αμυντικής στάσης. Η στάση αυτή δεν εκφράζεται με την υποστήριξη ανοικτά ξενοφοβικών μοτίβων, αλλά με μια αντίληψη απειλής για τις εθνικές κοινωνικές υποδομές εξαιτίας της παρουσίας μεγάλου αριθμού μεταναστών στις δυτικές κοινωνίες.

Μεταφερόμενοι στην εγχώρια πολιτική σκηνή, η ομιλία του Αλέξη Τσίπρα στη 2η Διεθνή Διάσκεψη για τη Δημοκρατία και την Κοινωνική Δικαιοσύνη ανέδειξε στοιχεία μιας αριστερής κανονικοποίησης, κυρίως μέσω της επανανοηματοδότησης εννοιών που έχουν καταστεί κεντρικές στην ακροδεξιά ρητορική. Η έννοια του πατριωτισμού, και ειδικότερα η πρόταση για έναν νέο τύπο πατριωτισμού, καθώς και η έννοια της ανθρώπινης ασφάλειας προτείνονται από τον πρώην πρωθυπουργό ως πεδία επαναδιεκδίκησης εκ μέρους των προοδευτικών κομμάτων. Σε συνδυασμό με την αναφορά του σε «νόμιμες οδούς μετανάστευσης», η οποία λειτουργεί ως διάψευση της εικόνας μιας πολιτικής «ανοικτών συνόρων» που συνόδευσε τις πρώτες φάσεις της διακυβέρνησής του το 2015, το αφήγημα της Αριστεράς επιχειρείται να μετατοπιστεί σε πιο συμβατικά μοτίβα όσον αφορά το ακανθώδες ζήτημα της μετανάστευσης.

Η προσπάθεια εξισορρόπησης των κοινωνικών φόβων απέναντι στους μετανάστες με τις ανάγκες της ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας εισάγει έναν λόγο που, αν και με διαφορετική στόχευση, αναπαράγει αμυντικά και ταυτοτικά μοτίβα, με τον κίνδυνο η Αριστερά να εμφανιστεί να ακολουθεί πεδία που έχουν ιδεολογικά χαρτογραφηθεί από την Ακροδεξιά. Επιπλέον, η ενοχικότητα που κρύβεται πίσω από την απουσία αυτοκριτικής όσον αφορά τη συγκυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με ρεύματα του εθνικο-λαϊκισμού (ΑΝΕΛ) μεγαλώνει τον κίνδυνο μιας αριστερής κανονικοποίησης της Ακροδεξιάς όχι μόνο μέσω της αναπλαισίωσης της ρητορικής της αλλά και μέσω της αποσιώπησης της ευθύνης από τη θεσμική συμπόρευση με τέτοια ρεύματα. Η πρόσφατη ομιλία του Αντώνη Σαμαρά στην παρουσίαση του βιβλίου του δημοσιογράφου Σταύρου Λυγερού «Οι αθέατες όψεις του πολέμου στην Ουκρανία» (Εκδ. Πατάκη) αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του πρώτου ρεύματος κανονικοποίησης της Ακροδεξιάς, το οποίο εκδηλώνεται μέσα από το κοπιάρισμα της ρητορικής και των θεματικών της. Ο πρώην πρωθυπουργός επανέφερε στον δημόσιο λόγο τον πυρήνα του ακροδεξιού αφηγήματος περί «εποικισμού» της χώρας λόγω μαζικής εισόδου μεταναστών και «πληθυσμιακής αλλοίωσης» λόγω της «εμμονικής υποδοχής λαθρομεταναστών» – επιχειρηματολογία που παρουσιάζει τη μετανάστευση ως υπαρξιακή απειλή και παραπέμπει στη Θεωρία της Μεγάλης Αντικατάστασης που μέχρι πρότινος δεν είχε διατυπωθεί με τέτοια ευθύτητα από την καθιερωμένη πολιτική ελίτ. Παράλληλα ο κ. Σαμαράς επιστράτευσε το μοτίβο της εξωτερικής απειλής, με αναφορές στην επιθετικότητα της Τουρκίας και σε μια φερόμενη «αυτοπαραίτηση» της Ελλάδας από την υπεράσπιση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων, προσθέτοντας στο Μεταναστευτικό και το ζήτημα της εθνικής ασφάλειας. Η επίθεση στην πράσινη μετάβαση με τη φράση «αντί να επιδοτούμε τα νέα ζευγάρια να κάνουν παιδιά, επιδοτούμε την πράσινη πολιτική» εγγράφεται σε ένα ευρύτερο αφήγημα εθνικής ταυτότητας και δημογραφικής υποχώρησης απέναντι στις θεωρούμενες «ελιτίστικες» προτεραιότητες της παγκοσμιοποίησης. Τόσο σε επίπεδο περιεχομένου όσο και σε επίπεδο ύφους, η παρέμβαση του κ. Σαμαρά αναπαράγει ιδεοτυπικά βασικά μοτίβα της ακροδεξιάς ατζέντας, επιβεβαιώνοντας τη διαδικασία κανονικοποίησης της Ακροδεξιάς μέσα από τη ρητορική και θεματική σύγκλιση με τον παραδοσιακό εθνοκεντρικό συντηρητισμό.

Η κανονικοποίηση λειτουργεί πολλαπλασιαστικά για τη δυναμική της Ακροδεξιάς, ενώ η εμπλοκή των καθιερωμένων πολιτικών δυνάμεων σε αυτή τη διαδικασία ανοίγει νέους δρόμους για την επέκταση της πολιτικής και κομματικής της επιρροής.

Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διευθύντρια και πρόεδρος του ΔΣ του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ).