Ηταν ένα σαββατιάτικο πρωινό του Οκτώβρη. Μόλις την προηγούμενη μέρα είχαμε αναλάβει στο σχολείο μια ιδιαίτερη «αποστολή»: Ενα κείμενο για το τοπικό προϊόν της Νάξου που ξεχωρίζει. Επρεπε έτσι να κάνουμε μια δύσκολη επιλογή. Μαζί με μια μεγάλη παρέα συμμαθητών είχαμε συμφωνήσει από την προηγούμενη: θα ανεβαίναμε στην ορεινή Νάξο στο χωριό του παππού μου και μετά στο τυροκομείο.

Πριν ξεκινήσουμε, η γιαγιά τηγάνισε πατάτες. Οχι όποιες κι όποιες. Πατάτες Νάξου, από αυτές που ο πατέρας μου φέρνει σε τσουβάλια από το χωράφι – ακόμα με χώμα πάνω τους. Η γιαγιά έριξε τις πρώτες στο λάδι και μου φώναξε: «Φέρε τη γραβιέρα! Τη μεγάλη».

Ανοιξα το ψυγείο κι έβγαλα το μεγάλο κεφάλι γραβιέρα Νάξου, ώριμη, με εκείνο το ήπιο, σχεδόν γλυκό άρωμα. Την τρίψαμε πάνω στις πατάτες, κι έτσι ξεκίνησε η μέρα μας, με γεύση που δεν χρειάζεται λέξεις. Ανεβήκαμε στο Φιλώτι με το λεωφορείο. Κατεβήκαμε και περπατήσαμε προς το τυροκομείο του παππού.

Ο αέρας εκεί ήταν άλλος – πιο καθαρός, με μυρωδιές από φασκόμηλο, κατσίκες και υγρασία πέτρας. Ο παππούς μάς περίμενε. Είχε ήδη βγάλει ένα πιάτο αρσενικό ορεινής Νάξου. «Θέλει ρακί αυτό και βαρύ ψωμί», μας είπε. Δοκιμάσαμε. Το αρσενικό δεν χαρίζεται: δυνατό, πικάντικο, με γεύση που σε κοιτάζει στα μάτια και σου λέει «είμαι σοβαρό τυρί». Από αιγοπρόβειο γάλα, με ιστορία.

Το απόγευμα καθίσαμε έξω, στην αυλή. Ο ήλιος χαμήλωνε πίσω απ’ το βουνό, και εμείς, με ένα κομμάτι τυρί στο χέρι και λίγη πατάτα που είχε περισσέψει, σκεφτόμασταν τι θα γράψουμε στην εφημερίδα. «Δεν μπορούμε να διαλέξουμε ένα προϊόν», είπαμε. Γιατί πώς να ξεχωρίσεις κάτι που σε μεγάλωσε;

Η πατάτα, η γραβιέρα και το αρσενικό είναι για εμάς πολλά παραπάνω από προϊόντα. Είναι τα κυριακάτικα τραπέζια, τα πανηγύρια, τα καλάθια στις σχολικές εκδρομές. Είναι η μυρωδιά της κουζίνας, το χέρι της γιαγιάς, το χαμόγελο του παππού…

Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στο ένθετο «Το Βήμα της Νάξου» του ΓΕΛ Νάξου – «Μανώλης Γλέζος» που κυκλοφόρησε με «Το Βήμα της Κυριακής» στις 27 Απριλίου 2025.