Στην εποχή της ραγδαίας ανάπτυξης της τεχνολογίας και της καταλυτικής παρουσίας των ψηφιακών βοηθών, οι άνθρωποι δεν κατασκευάζουν πλέον παρά ελάχιστα πράγματα με τα χέρια τους (δεν κάνουν, δε, καν πλέον αριθμητικές πράξεις με το μυαλό τους). Τι γινόταν όμως τότε που οι άνθρωποι δεν είχαν την αρωγή της τεχνολογίας και της πληροφορικής; Τα επαγγέλματα μιας άλλης εποχής συνδέονται πολιτισμικά με τις αξίες των κοινωνιών της. Η διαρκής αναζήτηση της ευδαιμονίας και το κυνήγι της ύλης δεν ήταν η κεντρική επιδίωξη των ανθρώπων πριν από έναν ή ενάμιση αιώνα, αλλά η επιβίωση και η απλόχερη συνεισφορά και εξυπηρέτηση του συνανθρώπου. Ας ταξιδέψουμε λοιπόν στο Ρέθυμνο του παρελθόντος και ας γνωρίσουμε ασκητές παλιών παραδοσιακών επαγγελμάτων.
Ο αγγειοπλάστης. Ενα από τα αρχαιότερα επαγγέλματα του ανθρώπινου πολιτισμού. Πρωτοεμφανίζεται τη νεολιθική εποχή, ενώ στην Κρήτη άκμασε κατά τη μινωική περίοδο. Ο κεραμοποιός επεξεργαζόταν τον πηλό κατάλληλα, φτιάχνοντας πραγματικά κομψοτεχνήματα. Η περίοδος εργασίας διαρκούσε 3-4 μήνες και αυτό είχε ως αποτέλεσμα το εισόδημα να μην είναι μεγάλο. Σήμερα, πιο γνωστό για τα κεραμικά του εργαστήρια είναι το χωριό Μαργαρίτες.
Οι τεχνίτες του ξύλου. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που εκμεταλλεύονταν το ξύλο σαν πρώτη ύλη, όπως ο ξυλουργός, ο μαραγκός και ο επιπλοποιός. Μια δύσκολη δουλειά που απαιτούσε δύναμη, τεχνική αλλά και υπομονή. Με τα εργαλεία του έκοβε και σμίλευε το ξύλο. Με το σκάλισμα των επίπλων ασχολούνταν οι ντιταγιαδόροι. Οι παλιοί τεχνίτες έφτιαχναν ακόμα και τέμπλα σε εκκλησίες με περίτεχνα, σκαλιστά σχέδια. Ορισμένοι μάλιστα εξειδικεύονταν στη κρητική τέχνη, την οποία καθένας θαύμαζε λόγω της λεπτομέρειας και της διακριτικής ομορφιάς των μοτίβων. Φημισμένη για το Μουσείο Ξυλογλυπτικής και την τέχνη της ξυλουργικής είναι η Αξός Μυλοποτάμου. Με την αξιοποίηση του ξύλου συνδεόταν και το επάγγελμα του βεργά ή κατσουνά. Τα εργαλεία του ήταν λιγοστά. Χρησιμοποιούσε ξύλο από δρυ, πρίνο, αμπελιτσιά κ.ά. Η βέργα ήταν πιστός σύντροφος του βοσκού, στήριγμα του ηλικιωμένου, στολίδι του κρητικού σπιτιού αλλά και όπλο αμυντικό ή επιθετικό. Τέλος, ανάλογα με τις χρήσεις της, παρουσίαζε διαφορές ως προς το μέγεθος, το σχήμα αλλά και το είδος του ξύλου.
Ο πεταλωτής. Σπάνιος, αλλά απαραίτητος τεχνίτης. Είναι ευρέως γνωστό ότι παλαιότερα οι δουλειές γίνονταν με τη βοήθεια των ζώων. Γι’ αυτό οι άνθρωποι τα φρόντιζαν πολύ. Κάθε τρεις ή έξι μήνες γινόταν το καλύκωμα ή αλλιώς πετάλωμα. Αυτό δεν σήμαινε μόνο την αλλαγή του πετάλου, αλλά και τη γενικότερη περιποίηση του ζώου. Πολλές φορές ο πεταλωτής ήταν και σαμαράς, κατασκεύαζε δηλαδή σαμάρια για τα γαϊδούρια. Τα καλύτερα σαμαράδικα και πεταλάδικα βρίσκονταν στην οδό Τζανέ Μπουνιαλή, στη Μεγάλη Πόρτα.
Ο γανωτής ή καλαϊτζής. Ενα αρκετά παλιό επάγγελμα, γνωστό ήδη από τα βυζαντινά χρόνια. Πρόκειται για τον τεχνίτη που γάνωνε τα μπακιρένια (χάλκινα) αντικείμενα όταν σκούριαζαν. Γάνωμα ή κασσιτέρωση ονομαζόταν η κάλυψη της επιφάνειας του σκεύους με ένα υλικό που ονομάζεται κασσίτερος (καλάι). Η διαδικασία αυτή ήταν πολύ ανθυγιεινή και επικίνδυνη καθώς χρησιμοποιούνταν και άλλα εύφλεκτα χημικά, όπως υδροχλωρικό οξύ και χλωριούχο αμμώνιο (νησαντήρι). Μετά την εισροή του πλαστικού και του ανοξείδωτου, η δουλειά παρουσίασε έλλειψη και τελικά εξαφανίστηκε. Πολλοί γανωτές ήταν και χαλκουργοί ή και λεράδες. Εφτιαχναν δηλαδή τα γνωστά στην Κρήτη ως αλέργια που είναι τα κουδούνια για τα ζώα. Λεράδες υπάρχουν ακόμα και σήμερα.
Ο καφετζής. Άνθρωπος μερακλής, πρόσχαρος, ζεστός, που υποδεχόταν τον ηλικιωμένο που ερχόταν παρέα με τη βέργα και το κομπολόι του να πιει καφέ ή ρακή με μεζέ και να ανάψει τσιγάρο. Γρήγορος και εξυπηρετικός, με τη λευκή ποδιά και το σύνθημα «έφτασεεε…» σέρβιρε τον κόσμο και σημείωνε στο τεφτέρι του τα χρωστούμενα. Εξω από το ντουκιάνι, όπως ονομαζόταν παλιότερα το κρητικό παραδοσιακό καφενείο, περνούσε ο λατερνατζής και παίζοντας τη λατέρνα ψυχαγωγούσε με τις μελωδίες του τον κόσμο. Ολη μέρα στους δρόμους με ικανοποιητικό «μισθό» κυρίως στα πανηγύρια.
Η υφάντρα. Ορισμένα επαγγέλματα και ασχολίες απαιτούσαν τη λεπτότητα και τη δεξιοτεχνία του γυναικείου χεριού. Τέτοιο ήταν και της ανυφαντούς ή υφάντρας, η οποία με επιδεξιότητα επεξεργαζόταν το μαλλί και έφτιαχνε το νήμα. Η επεξεργασία του μαλλιού ονομαζόταν κατάστεμα και χωριζόταν σε στάδια. Επειτα, με τον ρυθμικό ήχο του αργαλειού, το νήμα μεταμορφωνόταν σε υφαντό, του οποίου κάθε σχέδιο έκρυβε μνήμες και ιστορία. Πετσέτες, κιλίμια, τραπεζομάντιλα, ταγάρια και βουργιάλια, παραδοσιακές φορεσιές, όλα υφασμένα στον αργαλειό.
Ο τσαγκάρης. Υπεύθυνος για τα υποδήματα. Πρόκειται για τεχνίτες εργατικούς που έδιναν ζωή στο δέρμα, παρέα με τους πιστούς τους φίλους, τα καλαπόδια, τα σκουπιά, τον κατσαμπρόκο, τις φαλτσέτες και τη ράσπα. Φυσικά, οι τεχνίτες στην Κρήτη ειδικεύονταν στην κατασκευή στιβανιών. Δηλαδή τις μπότες φτιαγμένες από βακέτα (χοντρό δέρμα), σύμβολο ανδρείας και λεβεντιάς.
Οι λεμβούχοι. Ξεχωριστό αφιέρωμα αξίζουν οι λεμβούχοι του Ρεθύμνου. Αυτοί οι πραγματικοί ήρωες που με τις μικροσκοπικές ξύλινες βαρκούλες τους πάλευαν με τα θηρία της θάλασσας τον χειμώνα και το καλοκαίρι κωπηλατούσαν κάτω από τις πύρινες αχτίδες. Δαμάζοντας τα κύματα και αψηφώντας τη ζέστη, μετέφεραν τον κόσμο έξω από το ενετικό λιμάνι στα πλοία και έπαιρναν όσους επέστρεφαν με αυτά.
Η ζαχαροπλαστική. Μπορεί να επιβιώνει έως τις μέρες μας, αλλά δεν μπορεί να μη γίνει αναφορά στην παρασκευή παραδοσιακού φύλλου κρούστας και κανταϊφιού των παλιών, παραδοσιακών ζαχαροπλαστείων. «Γιώργος – Κατερίνα. Εργαστήριον φύλλου κρούστας – Καταΐφι. Οικία Άνωθεν». Αυτή είναι η επιγραφή έξω από το εργαστήριο του κ. Γιώργου Χατζηπαράσχου και της γυναίκας του, της κυρίας Κατερίνας, των τελευταίων παρασκευαστών αυτών των προϊόντων. Ο κ. Γιώργος είναι 90 χρονών περίπου και είναι η τρανή απόδειξη ότι με το πείσμα και την επιμονή μπορείς να κάνεις θαύματα! Το μικρό και διακριτικό παρασκευαστήριο στεγάζεται στην Παλιά Πόλη του Ρεθύμνου, στην οδό Εμμανουήλ Βερνάρδου 30.
Ακόμα κι αν ζούμε σε μια εποχή που ό,τι θέλουμε μπορούμε να το αγοράσουμε, γνωρίζουμε καλά ότι αυτό το αυθεντικό, αγνό, απλό και παραδοσιακό «κάτι» του παρελθόντος δεν μπορούμε να το βρούμε πια.