Η βιομηχανία δεν είναι ο πιο ενεργοβόρος κλάδος στην Ελλάδα, όπως θα υπέθετε κανείς. Και αυτό γιατί η ελληνική βιομηχανία υστερεί σημαντικά σε σχέση με τις αντίστοιχες δραστηριότητες στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη και επειδή η δομή της ελληνικής οικονομίας έχει άλλα χαρακτηριστικά, είναι περισσότερο προσανατολισμένη στις υπηρεσίες παρά στην παραγωγή.

Εξαιτίας αυτής της υστέρησης η ελληνική οικονομία επηρεάζεται λιγότερο από την κρίση του φυσικού αερίου, η επίδραση της οποίας περιορίζεται, κατά βάση, στη ζώνη της ηλεκτροπαραγωγής.

Οσο κι αν φαντάζει παράδοξο, ακριβώς εξαιτίας του ιδιαίτερου προσανατολισμού της ελληνικής οικονομίας, ο πιο ενεργοβόρος κλάδος είναι αυτός των μεταφορών. Τα περισσότερα δε των μέσων μεταφοράς αγαθών και προσώπων, χερσαίων και θαλάσσιων, χρησιμοποιούν πετρέλαιο κίνησης, η τιμή του οποίου το τελευταίο διάστημα έχει εκτοξευθεί στα ύψη, πάνω από 2 ευρώ το λίτρο, ξεπερνώντας και αυτή ακόμη της αμόλυβδης βενζίνης.

Το γεγονός είναι σπάνιο. Ισως και να καταγράφεται για πρώτη φορά. Πάντοτε η τιμή του πετρελαίου κίνησης υπολειπόταν της τιμής των άλλων καυσίμων. Το κόστος διύλισης έτσι κι αλλιώς είναι εμφανώς μικρότερο σε σχέση με τις βενζίνες.

Η συμμετοχή του, ωστόσο, στο κόστος πλήθους αγαθών και υπηρεσιών λόγω της ευρείας χρήσης και του ύψους των φόρων είναι μεγάλο. Και πλέον με τον σχεδόν διπλασιασμό της τιμής του, εξαιτίας των επικρατουσών έκτακτων διεθνών συνθηκών, έχει καταστεί δυσβάστακτο, τροφοδοτώντας την πληθωριστική έξαρση στον μέγιστο βαθμό. Αυτή τη στιγμή η πανύψηλη τιμή του πετρελαίου κίνησης επιδρά κατά τρόπο μοναδικό στην πληθωριστική αλυσίδα. Επηρεάζει δραματικά το κόστος των εφοδιαστικών αλυσίδων και των μεταφορικών εταιρειών, χερσαίων και θαλάσσιων, το οποίο μεταφέρεται σχεδόν αυτόματα στους παραγωγούς και αυτοί με τη σειρά τους το μετακυλίουν στους καταναλωτές. Αυτή η πληθωριστική αλυσίδα που δημιουργείται από την υπεραύξηση της τιμής του πετρελαίου θέρμανσης θα πρέπει να σπάσει το ταχύτερο.

Το υπουργείο Οικονομικών παίζει καθυστέρηση, ελπίζοντας σε αποκλιμάκωση των διεθνών τιμών του πετρελαίου, όπως συμβαίνει τελευταία με το φυσικό αέριο, γιατί δεν θέλει να διακινδυνεύσει την απώλεια σίγουρων εσόδων από τον επίσης υπερυψηλό ειδικό φόρο κατανάλωσης. Θα μπορούσε ωστόσο, αν δεν θέλει και δεν μπορεί να μειώσει τους φόρους, να προβλέψει μια βραχύβια έστω επιδότηση της τιμής του πετρελαίου κίνησης μέχρι να ομαλοποιηθεί η διεθνής αγορά. Αλλιώς ελλοχεύει ο κίνδυνος της ενίσχυσης του πληθωριστικού κύματος εξαιτίας του διπλασιασμού του μεταφορικού κόστους.