Ο Αριστοτέλης Παπανικολάου, Καθηγητής Θεολογίας και Συνιδρυτής του «Κέντρου Ορθόδοξων Χριστιανικών Σπουδών» του Πανεπιστημίου του Fordham στη Νέα Υόρκη, έχει γράψει το επιδραστικό βιβλίο Η πολιτική της θέωσης: Η ορθοδοξία συναντά τη δημοκρατία [Εκδοτική Δημητριάδος, Βόλος, 2015, μετάφραση: Νίκος Ασπρούλης (τίτλος του πρωτοτύπου: The Mystical as Political: Democracy and Non-Radical Orthodoxy, Notre Dame, Indiana, University of Notre Dame Press, 2012)].
Αναπτύσσει εκεί τη θεολογική έννοια της «θεώσεως», δηλαδή της μεθεκτικής κοινωνίας της ανθρωπότητας με τον Θεό, με τρόπο που περιλαμβάνει την πολιτική ζωή και δράση, και αναπτύσσει πώς η χριστιανική έμφαση στην ανθρώπινη ελευθερία και ετερότητα είναι συμβατή με τον πολιτικό πλουραλισμό.
Το 2022 συνεπιμελήθηκε μαζί με τον καθηγητή Γιώργο Δημακόπουλο τον συλλογικό τόμο Η Νίκαια και το μέλλον του Χριστιανισμού [Nicaea and the future of Christianity, Fordham University Press, Νέα Υόρκη, 2022], ο οποίος, πολύ εγκαίρως 3 χρόνια πριν την επέτειο, προώθησε έναν διάλογο για τη θεολογική και πολιτική σημασία της Συνόδου της Νικαίας, τον ιστορικό ρόλο του Ρωμαίου αυτοκράτορα, την ανάπτυξη της συνοδικότητας, αλλά και την οικουμενική της επικαιρότητα για το μέλλον του Χριστιανισμού, συγκεντρώνοντας άρθρα από Ορθόδοξους, Ρωμαιοκαθολικούς και Προτεστάντες ειδικούς.
Συμμετείχε, επίσης, στη διοργάνωση του Συνέδριου Η Νίκαια και η Εκκλησία της τρίτης χιλιετίας: Προς την ενότητα Καθολικών και Ορθοδόξων, που διοργανώθηκε από την ΙΟΤΑ (International Orthodox Theological Association) και το Ποντιφικό Πανεπιστήμιο Angelicum στη Ρώμη (4-7/6/2025). Η ομιλία του αφορούσε στην άντληση έμπνευσης από τη Νίκαια για την υπέρβαση του «οντολογικού και επιστημολογικού δυισμού», δηλαδή των διχασμών και διπόλων που υποβαθμίζουν την κοινωνική συνύπαρξη.
Ποιο ήταν το σκεπτικό του Συνεδρίου για τη Νίκαια που έλαβε χώρα στη Ρώμη τον Ιούνιο του 2025;
Το συνέδριο είχε οπωσδήποτε έναν χαρακτήρα ιστορικής μελέτης, προκειμένου να εξετασθούν επιστημονικώς με έναν ανανεωμένο τρόπο οι γνώσεις μας για το γεγονός και την εποχή του• αλλά ήταν στραμμένο και προς την επικαιρότητα, να δούμε ορισμένα ζητήματα στις χριστιανικές σχέσεις που δεν έχουν επιλυθεί ακόμη και σήμερα. Η σκέψη ήταν ότι και τα δύο ζητούμενα θα μπορούσαν να συμβούν ταυτόχρονα, δηλαδή με το να επισκοπήσουμε τι συνέβη τότε στη Νίκαια, να λάβουμε ίσως την έμπνευση για τις λύσεις στο σήμερα. Υπάρχουν, εξάλλου, ερευνητές, στους οποίους θα συγκατέλεγα και τον εαυτό μου, που πιστεύουμε ότι οι πλήρεις συνέπειες της Νικαίας δεν έχουν ακόμη ξεδιπλωθεί και αποκαλυφθεί• υπάρχουν σπόροι που δεν έχουν ακόμη βλαστήσει.

Αντιλαμβάνομαι ότι μπορεί να φαίνεται προκλητική η δήλωση ότι ένα γεγονός που συνέβη πριν 1700 χρόνια, το 325 μ.Χ., στη Νίκαια της Μικράς Ασίας, μπορεί να κρύβει μηνύματα, τα οποία ακόμη ανακαλύπτουμε εν έτει 2025. Στο έργο σας, ωστόσο, επικεντρώνετε στον όρο «ομοούσιον» που θέσπισε η Σύνοδος της Νικαίας, αναφερόμενη στη βαθιά ταύτιση της ουσίας (ομο-ούσιον) των θείων προσώπων της Αγίας Τριάδας. Ο όρος θεωρήθηκε στη συνέχεια και ως ένα όραμα ή πρότυπο για μια βαθύτερη οντολογική ταύτιση μιας ενιαίας ανθρωπότητας. Στο συνέδριο αναλύσατε και τις πολιτικές συνέπειες του όρου «ομοούσιον»;
Η έννοια του «ομοουσίου» είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που έχει συνέπειες για πολλές σφαίρες της ζωής, μερικές από τις οποίες δεν έχουν ακόμη αναπτυχθεί επαρκώς. Η ιδέα του «ομοουσίου» επιβεβαιώνει την ορθόδοξη κατανόηση της θεώσεως, δίνοντας μια θεολογική βάση. Θέωση σημαίνει μετοχή στον Θεό μέσα από έναν προσωπικό αγώνα και ταύτιση μαζί του με έναν τρόπο, όμως, που να διατηρεί την ανθρώπινη φυσική διαφορά και την προσωπική ετερότητα. Το «ομοούσιο» αποτελεί τη βάση για τη θέωση, με την έννοια ότι, όπως πιστεύουμε στη βαθιά ενότητα της θείας ουσίας με διατήρηση της ετερότητας των θείων προσώπων, έτσι και η ανθρωπότητα, μετέχοντας στον Θεό, θα μπορούσε να γίνει πιο ενωμένη, αλλά με σεβασμό στις προσωπικές διαφορές και ελευθερίες. Στο έργο μου συνδέω την έννοια της «θεώσεως» με την πολιτική θεολογία και τη σχέση της με τη δημοκρατία.
Μια άλλη διάσταση που διερευνώ και την οποία ανέπτυξα στο συνέδριο είναι το πώς η Νίκαια και οι επόμενες σύνοδοι αποφεύγουν αυτό που φιλοσοφικώς αποκαλείται «οντολογικός δυισμός», δηλαδή ένας διχασμός της ανθρώπινης πραγματικότητας σε μέρη που δεν συμβιβάζονται μεταξύ τους, λ.χ. το υπερβατικό στοιχείο ως κάτι τελείως άσχετο από το εμμενές, το πνεύμα από την ύλη κ.ο.κ. Ο διχασμός αυτός επηρεάζει και το πώς σκεφτόμαστε τη σχέση μας με τον Θεό και τους άλλους ανθρώπους, και γενικά με τις άλλες κουλτούρες και πολιτισμούς. Επίσης, τη σχέση ανάμεσα στον νου, την ψυχή και το σώμα μας.
Συναφής με τον «οντολογικό δυισμό» που ισχυρίζομαι ότι απέτρεψε η Σύνοδος της Νίκαιας, είναι ο «επιστημολογικός δυισμός». Ο διχασμός αυτός συνεπάγεται μια κατάσταση όπου δημιουργούμε μια κοσμοθεώρηση και τη φέρνουμε σε διαμετρική αντίθεση ενάντια σε άλλες κοσμοθεωρήσεις με τρόπο ασυμφιλίωτο. Επομένως, θεωρώ ότι η εντρύφηση στη σύνοδο της Νικαίας και σε έννοιες, όπως το «ομοούσιο», μπορεί να οδηγήσει στην καλλιέργεια μιας νοοτροπίας ενάντια σε διχασμούς, δίπολα και διαμετρικές αντιθέσεις, που δεσπόζουν δυστυχώς στον θεολογικό τρόπο σκέψης, αλλά, στην εποχή μας, κυριαρχούν και στην πολιτική. Μπορούμε, νομίζω, να επικεντρώσουμε λίγο περισσότερο στην αμφισημία της ζωής, να ανιχνεύουμε το αγαθό και το θεϊκό στοιχείο όπου υπάρχει, χωρίς προκατασκευασμένα δίπολα. Ως προς τον «επιστημολογικό δυισμό», θα φέρω ένα παράδειγμα. Μπορεί θεολόγοι να αντιτίθενται σε νεωτερικούς στοχαστές, που αποτελούν δηλωμένους άθεους, λ.χ. στον Σίγκμουντ Φρόυντ, τον Καρλ Μαρξ ή τον Φρίντριχ Νίτσε, αλλά νομίζω ότι αυτό είναι άγονο. Από δημιουργικούς στοχαστές μπορούμε να μάθουμε πράγματα. Λ.χ. από την ψυχανάλυση του Φρόυντ μπορούμε να λάβουμε διαισθήσεις για πράγματα που αφορούν και στην πνευματική ζωή.
Η επιλογή σας να συνδέσετε την πλέον μυστικιστική έννοια που είναι η «θέωση» με την πλέον «πεζή» και συγκρουσιακή πραγματικότητα που είναι ο πολιτικός στίβος είναι σίγουρα αντιδιαισθητική και έχει ξενίσει τόσο τους θεολόγους όσο και τους πολιτικούς στοχαστές. Πώς εννοείτε αυτή τη σύνδεση;
Συχνά συνδέουμε τη θέωση με το να ζει κανείς στην έρημο ή στο δάσος, σε μοναστικά κελλιά ή και σε καλύβες και σκήτες ή με το να αποκτάς υπερδυνάμεις, όπως να τρως μαζί με τις αρκούδες ή να προλέγεις το μέλλον. Αλλά ίσως θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τον αγώνα για θέωση και στην καθημερινή μας ζωή. Αν η θέωση σημαίνει το να γίνεις θεοειδής, δηλαδή να μοιάζεις με τον Θεό, τότε αυτό συνεπάγεται να αγαπάς τον κόσμο με τον τρόπο που τον αγαπά ο Θεός, δηλαδή να αγαπάς τον εχθρό και τον ξένο. Σημαίνει επίσης την ευθύνη όλοι μας να κάνουμε δουλειά με τους εαυτούς μας. Η συνέπεια είναι μια αύξηση της αγάπης, κατά την οποία, όσο περισσότερο ενωνόμαστε με τον Θεό, τόσο αυξάνεται η ικανότητά μας να αγαπούμε. Η αγάπη αυτή δεν απευθύνεται μόνο στους ομόδοξους Χριστιανούς ή Ορθοδόξους, αλλά κατ’ εξοχήν σε όσους είναι διαφορετικοί από εμάς. Αυτή είναι για μένα η ουσία αυτού που μπορεί να αποκληθεί «πολιτικός χώρος». Στον πολιτικό χώρο συναντούμε ανθρώπους με διαφορετικές πεποιθήσεις και ιδέες, καθώς και εθνοτική καταγωγή, και με άλλες φυσικές ή πολιτιστικές διαφορές. Υποστηρίζω ότι η συμμετοχή στον πολιτικό χώρο αποτελεί μέρος του αγώνα μας να αγαπήσουμε. Και μάλιστα να αγαπήσουμε τον ξένο και τον εχθρό ως πλησίον, όπως ζητά το Ευαγγέλιο. Ο αγώνας για θέωση αποτελεί μέρος της πολιτικής συμμετοχής, του τρόπου που εμπλεκόμαστε στην πολιτική δράση, συζήτηση και ζωή.
Θεωρώ ότι ένας γνήσιος χριστιανικός τρόπος συμμετοχής στην πολιτική ζωή θα επιβεβαίωνε τον πολιτικό πλουραλισμό. Η θέση μου είναι ότι για τον πολιτικό αυτό πλουραλισμό το καλύτερο πολίτευμα είναι η φιλελεύθερη δημοκρατία. Με την έννοια ότι υπάρχει ανάγκη για ένα μίνιμουμ φιλελευθερισμού. Βεβαίως, για να είμαστε ειλικρινείς, υπάρχουν πολλές έννοιες φιλελευθερισμού, άλλες σκληρότερες, άλλες ασθενέστερες. Πρόκειται για μια μεγάλη συζήτηση που δεν μπορούμε να κάνουμε εδώ. Πιστεύω, πάντως, ότι η πολιτική αρένα είναι ένα είδος ερήμου στο οποίο καλούμαστε να πολεμήσουμε τους δαίμονες. Και αυτοί οι δαίμονες είναι στην πραγματικότητα η δική μας έφεση να δαιμονοποιούμε τους άλλους. Στην πολιτική αρένα κατ’ εξοχήν διακυβεύεται το δράμα ανάμεσα στη θέωση ή στο να υποκύψουμε σε δυνάμεις αντίθετες προς τη θέωση. Αν για τους χριστιανούς, θέωση σημαίνει να αγαπάμε τους ανθρώπους με τον τρόπο που τους αγαπά ο Θεός, αυτό συνεπάγεται το να επιβεβαιώνουμε τη μοναδικότητα των ανθρώπων και να τους παρέχουμε την ελευθερία και την επιλογή που παρέχει ο Θεός. Γιατί, εντέλει, πιστεύουμε ότι ο Θεός μας δίνει την ελευθερία να τον απορρίψουμε. Αν το πιστεύουμε αυτό, δεν βλέπω γιατί ως Χριστιανοί θα έπρεπε να στηρίζουμε συστήματα που βασίζονται στην πολιτική αυθεντία.
Μας μιλήσατε για έννοιες της συνόδου της Νικαίας, όπως το «ομοούσιο», που είναι επίκαιρες σήμερα. Θα λέγατε το ίδιο για τον τρόπο που συγκλήθηκε η σύνοδος; Θα βλέπατε και εκεί μια πηγή έμπνευσης;
Είναι σημαντικό ότι ο αυτοκράτορας συγκάλεσε τη σύνοδο, ώστε να λάβει χώρα συζήτηση. Υπήρξε αναγνώριση ότι υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις στο θέμα. Οι σύνοδοι που άρχισαν με τη Νίκαια κατά κάποιον τρόπο αποτελούν ένα μοντέλο. Δεν ήταν βέβαια πάντα ιδεώδεις, ιδίως στη συνέχεια, ούτε χρειάζεται εξιδανίκευση. Υπήρχε πάντως ένα αίτημα για πνευματική διάκριση. Το μοντέλο της διαβούλευσης ακολουθείται και στην πολιτική και πολλές φορές χρειάζεται η πνευματική διάκριση, όταν οι καιροί είναι δύσκολοι. Στην εποχή της Νικαίας, η ρωμαϊκή αυτοκρατορία θεωρείτο ως μια πραγμάτωση του λόγου του κόσμου, ακολουθώντας διάφορες φιλοσοφικές ιδέες, λ.χ. στωικές. Ο σταδιακός εκχριστιανισμός της αυτοκρατορίας μετά τον Μ. Κωνσταντίνο θεωρήθηκε ως το τελικό στάδιο μιας διαδικασίας όχι μόνο πραγμάτωσης αλλά και ενσάρκωσης του λόγου, -ή πλέον του Θεού Λόγου-, στην υλική πραγματικότητα. Στην ορθόδοξη θεώρηση, ο Χριστός είναι πλήρως Θεός, οπότε η δημιουργία μπορεί να συμμετάσχει στη Θεότητα. Η συμμετοχή αυτή συμπεριλαμβάνει και τις πολιτικές δομές. Οι εποχές βεβαίως είναι διαφορετικές. Στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία επεκράτησε σταδιακά η μονοδοξία, ενώ σήμερα θεωρείται ως ζητούμενο ο πλουραλισμός στην πολιτική συνύπαρξη. Προσπαθώ στο έργο μου να δείξω ότι μπορούμε να έχουμε ενσάρκωση του Λόγου στην πολιτική κοινότητα, ακόμη κι αν υπάρχει πολιτικός πλουραλισμός. Θεωρώ ότι είναι λάθος να δούμε την «ενσάρκωση του Λόγου» μόνο ως μια ιεραρχική πολιτική θεολογία «από τα πάνω προς τα κάτω», όπως λ.χ. ότι ο Θεός είναι ο Κύριος και ο αυτοκράτορας είναι ο εκπρόσωπος του Θεού που εξασκεί τη βούληση του Θεού επί γης κ.ο.κ. Άλλωστε, ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής [π. 580-662] έγραψε ότι υπάρχουν λόγοι, δηλαδή θεϊκά νοήματα, για όλα τα όντα, επομένως υπάρχει και λόγος για την πολιτική κοινότητα. Πρόκειται, βεβαίως, για έναν λόγο-νόημα διαφορετικό από αυτόν της Εκκλησίας. Υπάρχει, όμως, μια αναλογική σχέση, που χρειάζεται να την ανιχνεύσουμε ακόμη και σήμερα, ερμηνεύοντας με επίκαιρο τρόπο τα θεολογικά πρότυπα.






