Μια μέρα, το 2008, βρέθηκε κάπου στην Τουρκία το πτώμα μιας 33χρονης γυναίκας. Ανήκε στην Ιταλίδα Τζουζεπίνα Πασκουαλίνο, ευρύτερα γνωστή ως Πίπα Μπάκα. Είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά και, ακολούθως, δολοφονηθεί. Η ίδια, ξεκινώντας από το Μιλάνο, φορώντας ένα νυφικό, σχεδίαζε να φτάσει με οτοστόπ μέχρι τη Μέση Ανατολή, στο πλαίσιο μιας καλλιτεχνικής πρωτοβουλίας που στόχευε στην προώθηση της ειρήνης μεταξύ των λαών. Το τίμημα μιας ευγενούς ιδέας ήταν ένας βίαιος θάνατος.

Credits: Bea Borgers
Από τη στιγμή που άκουσε εκείνη την ιστορία, η Βραζιλιάνα Καρολίνα Μπιάνκι, συγγραφέας, σκηνοθέτρια και περφόρμερ η ίδια, γεννημένη στο Πόρτο Αλέγκρε, δεν μπόρεσε να τη βγάλει ποτέ από το μυαλό της. Εξ ου και αποτέλεσε το ένα μέρος της εκρηκτικής παράστασής της «Η Νύφη και το “Καληνύχτα, Σταχτοπούτα”» (A Noiva e o Boa Noite Cinderela) που, στο Φεστιβάλ της Αβινιόν το 2023, προκάλεσε ταραχή και δέος σε κοινό και κριτικούς.
Το άλλο μέρος, αυτής της ενιαίας παράστασης «δίχως κάθαρση», η οποία είναι ακραία σωματική μα και στοχαστική, δεν παραπέμπει στο παραμύθι με τον όμορφο πρίγκιπα και το ευτυχισμένο τέλος αλλά σε κάτι ανατριχιαστικό, εγκληματικό, στο «ναρκωτικό του βιασμού», σε μια ουσία που, όταν αναμειγνύεται με ποτό, επιφέρει στο θύμα «προσωρινή παράλυση και αμνησία».
Πριν από μία δεκαετία και πλέον, η Καρολίνα Μπιάνκι βίωσε μια τέτοια τραυματική εμπειρία. «Το “Καληνύχτα, Σταχτοπούτα” ως φράση περιγράφει τη συγκεκριμένη κατάσταση, να σε βάζουν για ύπνο, ας πούμε, ώστε να σε βιάσουν. Δεν είναι μόνο ότι ακινητοποιείσαι και αδυνατείς να αντιδράσεις, είναι ότι μετά δεν θυμάσαι τι και πώς συνέβη» εξηγούσε τις προάλλες στο «Βήμα» η πολυσχιδής καλλιτέχνιδα, η οποία βρίσκεται στην Ευρώπη από το 2020 και έχει τη βάση της στο Aμστερνταμ.
Το «Η Νύφη και το “Καληνύχτα, Σταχτοπούτα”», μια βραβευμένη παράσταση με κεντρικό άξονα την έμφυλη βία και τις γυναικοκτονίες, αλλά και τις κοινωνικές δομές που τις εκλογικεύουν και τις αναπαράγουν, είναι το πρώτο κεφάλαιο μιας εν εξελίξει τριλογίας υπό τον γενικό τίτλο «Cadela Força» (στα πορτογαλικά οι λέξεις σημαίνουν, αντιστοίχως, «σκύλα» και «δύναμη») που η διαρκώς πειραματιζόμενη Μπιάνκι παρουσιάζει στο Φεστιβάλ Αθηνών στις αρχές Ιουλίου μαζί με την ομάδα της, την κολεκτίβα Cara de Cavalo. Πρόκειται για μια αιχμηρή πρόταση που, αναμφίβολα, ξεχωρίζει στο διεθνές πρόγραμμα της Πειραιώς 260. Εντόπισα την Καρολίνα Μπιάνκι στη Βιέννη, καθώς εκεί πρόσφατα ανέβασε το δεύτερο κεφάλαιο της τριλογίας της, την «Αδελφότητα», σχετικά με την αρρενωπότητα και το ανδρικό βλέμμα (που είχε κάνει πρεμιέρα τον Μάιο στο Kunstenfestivaldesarts, στις Βρυξέλλες). Η κουβέντα μας ήταν μακρά, ενδιαφέρουσα, κάπως απρόσμενη.
Επιτρέψτε μου, κυρία Μπιάνκι, να ξεκινήσω από μια ανάρτησή σας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ήταν κάποια λόγια της Κλαρίσε Λισπέκτορ. Να υποθέσω ότι αντλείτε από το έργο της;
«Δεν συγκαταλέγεται απλώς στις αγαπημένες μου συγγραφείς, η Κλαρίσε είναι για μένα κάτι παραπάνω, άλλαξε τον τρόπο που βλέπω τη λογοτεχνία και τη διαδικασία του γραψίματος. Σαν να μου άνοιξε διάπλατα την τεράστια πόρτα της ποίησης. Να διαβάσω περισσότερο, ακόμα και να γράψω ποίηση. Υπήρξε μυστηριώδης η Λισπέκτορ, είναι δύσκολο να ξέρουμε πώς ένιωθε σε σχέση με τη γραφή της αν και, γράφοντας ακριβώς, μιλούσε αρκετά για αυτήν. Στα κείμενά της δεν έχει σημασία το θέμα καθαυτό, αλλά ο τρόπος και το ταξίδι της γραφής. Αυτό είναι το όμορφο στην περίπτωσή της, η αντίσταση απέναντι σε τέτοιες δεσμεύσεις. Διότι συνήθως οι γυναίκες συγγραφείς φυλακίζονται από τα θέματα με τα οποία καταπιάνονται, ενίοτε από ένα και μόνο θέμα. Το ίδιο ισχύει με τις καλλιτέχνιδες, το ίδιο θα μπορούσα να πω και για μένα, που βρίσκω ενοχλητική κάθε κατηγοριοποίηση».
«Η αυτοβιογραφία μέσα στο έργο μου είναι μια συνθήκη κρίσης. Δεν τοποθετώ στη σκηνή το τραύμα μου για να το σκαλίσω»
Επισημαίνετε στην παράσταση ότι «η προοπτική μου είναι η σύγχυση». Αραγε ταιριάζει αυτό, ευρύτερα, στην εποχή μας, στον κόσμο μας;
«Σίγουρα ταιριάζει σε μένα, στον χώρο και στον χρόνο της δημιουργίας μου. Δεν είμαι βέβαιη ότι αφορά, ευρύτερα, την εποχή μας ή τον κόσμο μας. Δεν ξέρω. Οταν γράφω ή όταν βρίσκομαι στη σκηνή, αναγνωρίζω ότι προοπτική μου είναι όντως η σύγχυση. Και ασφαλώς, μέσω αυτής, προσπαθώ να μιλήσω για την ίδια την τέχνη. Στην παράσταση συνυπάρχουν πολλαπλές διαστάσεις. Υπάρχει όμως, βασικώς, ένα πολύ συγκεκριμένο είδος βίας, πρόκειται για μια βία που σου κλέβει τη μνήμη, σε απογυμνώνει από αυτήν.
Από μια άποψη, η τριλογία μου έχει να κάνει με τη γνώση, αυτήν προσπαθεί να διερευνήσει. Και λέω προσπαθεί γιατί ποτέ δεν ξέρουμε με ασφάλεια, πλην όμως το κρίσιμο τυχαίνει να είναι πάντα αυτό που δεν ξέρουμε. Αναφερόμενη στη σύγχυση, εννοώ την προοπτική της γνώσης. Η σύγχυση θολώνει τη γνώση και, κάπως έτσι, καταλήγουμε να αναρωτιόμαστε για την ίδια την τέχνη του θεάτρου, την πρόσληψη τη δική μας και του κοινού. Ολα αυτά είναι πυρηνικά, ως ιδέες και πράξεις, στην τριλογία μου».
Συνεπώς, στην αρχή δεν σας πυροδότησε κάτι που ερχόταν από έξω, από το συλλογικό;
«Οχι, μάλλον το αντίθετο συνέβη. Δεν άρχισα την τριλογία με σκοπό να μιλήσω για τον βιασμό. Την άρχισα θέλοντας να μιλήσω για το πώς είμαι και τι κάνω επί σκηνής, αλλά και την τέχνη της επιτέλεσης εν γένει. Αυτή είναι η διαδικασία που ακολουθώ. Καμιά φορά, ωστόσο, παρασύρομαι από άλλα πράγματα που ανακαλύπτω, παρεκκλίνω, μου αποσπούν την προσοχή, όμως πηγαίνω δίπλα τους, προχωρώντας σαν ντετέκτιβ. Ετσι έγινε και με την ιστορία της Πίκα Μπάκα, έπεσα πάνω της και ύστερα τη συνέδεσα με άλλες ιστορίες του είδους, με την ιστορία της περφόρμανς, από τη Ρεχίνα Γκαλίνδο λ.χ. ως τη Μαρίνα Αμπράμοβιτς.
Στην παράσταση, σε μια απόπειρα ανάκλησης και ανασύστασης του βιασμού, παίρνω ένα εγκεκριμένο μείγμα ηρεμιστικών που με οδηγούν στον ύπνο και, κατόπιν, εξετάζω το σώμα μου για να διαπιστώσω αν υπάρχει εκεί κάτι που μπορώ ακόμα να αποκαλώ “o εαυτός μου”. Η αυτοβιογραφία μέσα στο έργο μου είναι μια συνθήκη κρίσης. Δεν τοποθετώ στη σκηνή το τραύμα μου για να το σκαλίσω, νομίζω ότι κινούμαι σε διαφορετική κατεύθυνση, προς μια διεύρυνση του τραύματος, φέρνω μια συλλογική προοπτική στο τραύμα».
«Σίγουρα το θέαμα είναι άβολο, κάθε συζήτηση για τον βιασμό δεν είναι ποτέ εύκολη. Το ζήτημα είναι να την ανοίγεις και, ει δυνατόν, να την υπερβαίνεις. Να προκαλείς ερωτήματα, να μη δίνεις απαντήσεις»
Το πρώτο μέρος της τριλογίας χαρακτηρίστηκε «σοκ». Πού το αποδίδετε εσείς αυτό;
«Δεν ξέρω γιατί ορισμένοι θεατές σοκάρονται. Από την άλλη μεριά, αμφιβάλλω ότι σοκάρονται όλοι. Σίγουρα το θέαμα είναι άβολο, κάθε συζήτηση για τον βιασμό δεν είναι ποτέ εύκολη. Το ζήτημα είναι να την ανοίγεις και, ει δυνατόν, να την υπερβαίνεις. Να προκαλείς ερωτήματα, να μη δίνεις απαντήσεις. Αν ρωτάτε εμένα, το πιο βίαιο κομμάτι στα έργα μου είναι πάντοτε τα κείμενα. Ορισμένοι ίσως διαφωνούν μαζί μου, αντιτάσσοντας τις ισχυρές εικόνες. Κι αυτό το καταλαβαίνω. Πλην όμως, όταν προετοιμάζομαι, όταν εργάζομαι, το σοκ είναι έξω από τον ορίζοντά μου, δεν λέω θα τους σοκάρω με αυτό ή εκείνο το στοιχείο. Αλλωστε, κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο επί της ουσίας.
Αυτό που με προβληματίζει είναι το είδος του διαλόγου που μπορώ να προτείνω και να ανακινήσω κάθε φορά. Ο κάθε διάλογος, βεβαίως, εξαρτάται και από το κοινό. Νομίζω ότι στα έργα μου προκύπτει μια κατάσταση στην οποία οι θεατές καλούνται να τοποθετούνται και να ανατοποθετούνται, συνεχώς, σε σχέση με τα όσα συντελούνται. Δεν πρόκειται για μετατόπιση, είναι μάλλον ένας εκτοπισμός και, αν υφίσταται κάποιο σοκ, εκτιμώ ή εύχομαι να προέρχεται από αυτόν».
Πώς βλέπετε τον σημερινό φεμινισμό;
«Η αντίληψη ότι υπάρχει ένα κίνημα δίχως λάθη ή κενά είναι αβάσιμη. Στον φεμινισμό χρωστάμε πολλά, ωστόσο έχει προβλήματα όπως και κάθε κίνημα. Εχω την αίσθηση επίσης ότι κανένα κίνημα, από μόνο του, δεν μπορεί να σηκώσει όλο τον πόνο, όλα τα βάσανα του κόσμου. Από τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, οι γυναίκες έδωσαν μάχες για τα δικαιώματα και τώρα είναι η στιγμή να συνεχίσουμε, αλλά και να μη σταματήσουμε να εμβαθύνουμε στα ερωτήματα, στις συζητήσεις. Είναι απλό να λέει κάποια “είμαι φεμινίστρια”. Ωραία, πώς όμως το εφαρμόζει αυτό στην πράξη; Και τι ακριβώς σημαίνει αυτό που κάνει;
Κατά τα λοιπά, ο φεμινισμός δεν αφορά στενά τις γυναίκες, αλλά όλους μας. Χρήσιμο θα ήταν οι άνδρες να διαβάσουν τις φεμινίστριες συγγραφείς και θεωρητικούς, θα μάθαιναν πολλά. Ο φεμινισμός, πάντως, έχει και αποκλεισμούς. Είναι στ’ αλήθεια σύνθετο το ζήτημα. Γενικότερα, βαριέμαι πλέον κάθε κουβέντα για διασπάσεις και στεγανά».
Θα λέγατε ότι ακολουθείτε μια δική σας καλλιτεχνική ηθική;
«Νομίζω ότι το κομμάτι εκείνο των καλλιτεχνών, στους οποίους κι εγώ εντάσσω τον εαυτό μου, θα θέλαμε ίσως να είμαστε ακόμα πιο αμοραλιστές επί σκηνής. Διότι η ηθική των κοινωνιών και των εξαρτημένων σχέσεων είναι κάτι που δεν θα έπρεπε να επηρεάζει το θέατρο. Αυτό που οφείλει να κυριαρχεί στο θέατρο είναι η διαφορά. Εγώ είμαι διαφορετική ως άνθρωπος στην πολιτική και κοινωνική μου ζωή και εντελώς διαφορετική μέσα στο θέατρο. Οι κώδικες είναι διαφορετικοί. Το θέατρο είναι μια ποίηση που επιτρέπει και έναν βαθμό αμοραλισμού. Ωστόσο, στο τέλος, ακόμα και πάνω στη σκηνή, ερχόμαστε αντιμέτωποι με την ηθική μας, δηλαδή τα όριά μας».
INFO: «Η Νύφη και το “Καληνύχτα, Σταχτοπούτα”» της Καρολίνα Μπιάνκι και των Cara de Cavalo. Πειραιώς 260 (Δ), στις 5 και 6 Ιουλίου, στις 20.00.






