Με αφορμή την προβολή του ντοκιμαντέρ «The Marbles» στους κινηματογράφους του Λονδίνου, ο βρετανός σκηνοθέτης Ντέιβιντ Ουίλκινσον μιλά στο «Βήμα» για τη μακρόχρονη προσπάθειά του να αφηγηθεί την αληθινή ιστορία των Γλυπτών του Παρθενώνα.
Τι σας ενέπνευσε να δημιουργήσετε αυτό το ντοκιμαντέρ;
«Το 1976 άρχισα να πηγαίνω σε διαλέξεις που έκανε το Βρετανικό Μουσείο το μεσημέρι. Ημουν ηθοποιός, άνεργος, δεν είχα χρήματα. Ηταν δωρεάν και μου άρεσαν πολύ. Ομως οι μόνες που με συγκλόνισαν και με γοήτευσαν ήταν εκείνες που αφορούσαν την αρχαία Ελλάδα. Κι έτσι έγινα σχεδόν εμμονικός. Τότε, πριν από σχεδόν 50 χρόνια, όλοι έλεγαν ότι τα Γλυπτά μάς ανήκουν. Κανείς δεν το αμφισβητούσε. Ημασταν η Μεγάλη Βρετανία. Δεν θα κλέβαμε πράγματα. Ημουν ένας πολύ αφελής εικοσάχρονος. Με τα χρόνια άρχισα να ανακαλύπτω την αλήθεια. Κανείς στη Βρετανία δεν έμοιαζε να νοιάζεται. Δεν είναι δυνατόν να έχεις κλεμμένα αντικείμενα».
Πότε αποφασίσατε τελικά να ξεκινήσετε τα γυρίσματα;
«Πέρασε καιρός μέχρι να αποφασίσω, το 2008. Αλλά κανείς δεν ενδιαφερόταν. Δεν μπορούσα να βρω χρήματα ή στήριξη. Και καθώς περνούσαν τα χρόνια, σκέφτηκα: αν δεν το κάνω σύντομα, δεν θα το κάνω ποτέ. Ετσι, χωρίς καθόλου χρήματα, άρχισα τα γυρίσματα στις 25 Μαρτίου 2021. Σκέφτηκα, τι καλύτερη μέρα να ξεκινήσω; Αν είχα βρει τότε χρηματοδότηση, θα το είχα ολοκληρώσει το 2022 ή το 2023. Και θα ήταν τελείως διαφορετικό. Η έλλειψη χρημάτων το βελτίωσε. Γιατί όσο περνούσε ο καιρός, συνέβαιναν όλο και πιο απίστευτα πράγματα. Ποιος θα πίστευε, για παράδειγμα, ότι άνθρωποι έκλεβαν αντικείμενα από το ίδιο το Βρετανικό Μουσείο;».
Η ταινία άλλαξε τη δική σας ματιά στο ζήτημα των Γλυπτών;
«Ναι. Καλύπτω πράγματα που κανένας συγγραφέας ή δημοσιογράφος δεν έχει αγγίξει. Εχω αναπτύξει μια πολύ μοναδική προσέγγιση. Και αυτή αφορά τη Σκωτία. Ο λόρδος Ελγιν, ο “κακός” της ιστορίας, ήταν Σκωτσέζος. Και, όπως λέω στην ταινία, η χώρα της γέννησής του είναι, κατά τη γνώμη μου, η παγκόσμια πρωτοπόρος στην επιστροφή αμφιλεγόμενων πολιτιστικών αγαθών. Ο φίλος μου, ο ηθοποιός Μπράιαν Κοξ, λέει στην ταινία: “Αν ο λόρδος Ελγιν είχε βάλει τα Μάρμαρα σε μουσείο του Εδιμβούργου, θα είχαν επιστρέψει προ πολλού”. Το πιστεύω ειλικρινά. Και τα τελευταία χρόνια δεν είναι καν η Αγγλία – είναι το Λονδίνο, τα Εθνικά Μουσεία, κυρίως το Βρετανικό. Το Μουσείο του Μάντσεστερ, του Σέφιλντ ή μικρότερα μουσεία κάνουν το σωστό. Λένε “αυτό το αποκτήσαμε παράνομα, πρέπει να το επιστρέψουμε”».
Εχετε χαρακτηρίσει την αφαίρεση των Γλυπτών «τη μεγαλύτερη ληστεία στη σύγχρονη Ιστορία». Γιατί;
«Πολύ απλά, γιατί είναι. Αν κάποιος πληρώνει 100 εκατομμύρια δολάρια για έναν πίνακα του Βαν Γκογκ, τότε ποια είναι η αξία των Γλυπτών αυτών; Μιλάμε για δισεκατομμύρια».
Τι σας οδήγησε στο συμπέρασμα ότι τα Μάρμαρα κλάπηκαν;
«Δεν είναι δικό μου συμπέρασμα· είναι πολλών ανθρώπων. Την εποχή που ο Ελγιν έφερε τα Μάρμαρα στη Βρετανία, υπήρχαν πολλοί που ήταν αντίθετοι. Θεωρούσαν ότι πρέπει να επιστραφούν στην Ελλάδα. Οι πλούσιοι εκείνης της εποχής πήγαιναν στην Ελλάδα για το “grand tour” και έβλεπαν τον Ελγιν ως καταστροφέα. Ηταν έξαλλοι μαζί του. Και ξαφνικά, από το πουθενά, ο γραμματέας του, που ήταν και ιερέας του, εμφάνισε ένα ιταλικό “φιρμάνι”. Και αυτό είναι το παράδοξο. Αν πάτε στα Οθωμανικά Αρχεία στην Κωνσταντινούπολη, όλα τα φιρμάνια είναι αριθμημένα – και δεν υπάρχει κανένα που να σχετίζεται με τον Ελγιν. Το έγγραφο του Βρετανικού Μουσείου είναι απλό, στα ιταλικά, ενώ τα αυθεντικά ήταν καλλιγραφημένα και διακοσμημένα. Οι Τούρκοι έχουν δηλώσει ότι δεν υπάρχει καμία απόδειξη πως η Οθωμανική Αυτοκρατορία έδωσε ή πούλησε στον Ελγιν τα Γλυπτά του Παρθενώνα».
Πώς ήταν η συνεργασία σας με το Βρετανικό Μουσείο;
«Εξαιρετική. Μου επέτρεψαν να γυρίσω σε άδειες αίθουσες και ενέκριναν κάθε καρέ. Δεν επιτίθεμαι στο Μουσείο. Εχω πρόβλημα με κάποιους από τους διαχειριστές του. Οι άνθρωποι που εργάζονται εκεί νοιάζονται βαθιά για τα Μάρμαρα. Κάποιοι πιστεύουν ότι πρέπει να επιστρέψουν, άλλοι όχι – όπως συμβαίνει γενικά στην κοινωνία. Αλλά φρόντισαν να έχω τα καλύτερα δυνατά πλάνα για το φιλμ».
Είστε αισιόδοξος για τις τρέχουσες διαπραγματεύσεις με την ελληνική κυβέρνηση;
«Πιστεύω πως θα βρεθεί λύση σε λιγότερο από δέκα χρόνια. Είναι εκπληκτικό ότι ο Τζορτζ Οσμπορν, ο νυν πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου, ήταν ο πρώτος εδώ και περισσότερα από διακόσια χρόνια που είχε πραγματικό διάλογο με την Ελλάδα. Αυτό είναι θετικό. Νομίζω ότι τελικά θα υπάρξει κάποια μορφή “δανεισμού”. Προσωπικά είμαι αντίθετος. Πώς μπορείς να δανείσεις κάτι που δεν σου ανήκει; Οι Ελληνες δεν δέχονται τον όρο “δάνειο”. Αλλά κάποιος έξυπνος θα βρει μια φράση αποδεκτή και από τις δύο πλευρές. Και όταν επιστρέψουν στην Αθήνα, δεν πρόκειται να ξαναφύγουν. Οι Ελληνες θα ήταν τρελοί να τα δώσουν πίσω».
Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία στην παραγωγή του φιλμ;
«Τα χρήματα. Αν δεν έχεις χρήματα, δεν μπορείς να κάνεις ταινία. Ναι, παρουσιάζω μόνο την ελληνική πλευρά και το δηλώνω. Προσπάθησα να δείξω και την άλλη άποψη, αλλά κανείς από το Βρετανικό Μουσείο δεν δέχτηκε να εμφανιστεί. Εχω όμως τον ιστορικό Ντόμινικ Σέλγουντ που παρουσιάζει τη δική τους θέση, και αυτό ήταν πολύ σημαντικό».
Πότε πιστεύετε ότι θα δούμε τα Γλυπτά πίσω στην Αθήνα;
«Είμαι αισιόδοξος, νομίζω ότι το κλίμα αλλάζει. Θα ήθελα να δω μια δημοσκόπηση του χρόνου όπου το 85% θα λέει “ναι, πρέπει να επιστρέψουν”. Γιατί τότε θα είναι πολύ δύσκολο για εκείνους που λένε ότι πρέπει να μείνουν να το αρνηθούν».
Εκπρόσωπος του Βρετανικού Μουσείου δήλωσε στο «Βήμα» ότι «οι συζητήσεις με την Ελλάδα συνεχίζονται για μια μακροπρόθεσμη συνεργασία που θα πετύχει τη σωστή ισορροπία μεταξύ της διάδοσης των σπουδαιότερων εκθεμάτων μας σε όλον τον κόσμο και της διατήρησης της ακεραιότητας της εξαιρετικής συλλογής που διαθέτουμε στο Μουσείο».
Εκπρόσωπος της βρετανικής κυβέρνησης δήλωσε στο «Βήμα» ότι «δεν υπάρχουν σχέδια αλλαγής του νόμου που θα επέτρεπε τη μόνιμη μεταφορά των Γλυπτών του Παρθενώνα. Οι αποφάσεις που αφορούν τη φροντίδα και τη διαχείριση των συλλογών του Μουσείου, συμπεριλαμβανομένου του δανεισμού αντικειμένων, αποτελούν αρμοδιότητα των διαχειριστών του Βρετανικού Μουσείου».



