Λίγοι διεθνείς και πολύ επιτυχημένοι συγγραφείς, όπως ο Ισπανός Φερνάντο Αραμπούρου, είναι τόσο προσγειωμένοι. Με αφορμή το 17ο φεστιβάλ ισπανόφωνης λογοτεχνίας ΛΕΑ της Αθήνας, στο πλαίσιο του οποίου παρουσίασε το νέο του βιβλίο με τίτλο Το Παιδί (εκδ. Πατάκη, σε θαυμάσια μετάφραση της Τιτίνας Σπερελάκη), «Το Βήμα» είχε την ευκαιρία και τη χαρά να συνομιλήσει με τον συγγραφέα.

Από τους καλύτερους καταγραφείς της εποχής του, ο Αραμπούρου δεν επαναπαύθηκε στις δάφνες της παγκόσμιας επιτυχίας της Πατρίδας (2016), του μυθιστορήματος με φόντο τη βία της βασκικής τρομοκρατικής οργάνωσης ΕΤΑ. Συνέχισε με τα αριστουργηματικά Πετροχελίδονα (2021) και επανέρχεται με Το Παιδί (2024). Δωρικός, βαθιά ανθρώπινος και ταπεινός, ο Αραμπούρου εξέφρασε την αγωνία του για την ανθρώπινη κατάσταση στους σημερινούς δύσκολους καιρούς, χωρίς να χάνει την αισιοδοξία του.

Πώς επιλέξατε το συγκεκριμένο θέμα του Παιδιού;

«Εδώ και χρόνια γράφω νουβέλες, με πρωταγωνιστές Βάσκους, στο πλαίσιο μιας σειράς που ονομάζεται Gente Vasca (Βάσκοι). Αναζητούσα ερεθίσματα για το νέο βιβλίο της σειράς – Το Παιδί είναι ο τέταρτος τίτλος.

Το δυστύχημα του 1980 στην Ορτουέγια, στη Χώρα των Βάσκων (ο Αραμπούρου έχει γεννηθεί το 1959 στο Σαν Σεμπαστιάν της Χώρας των Βάσκων), στο οποίο πέθαναν 50 παιδιά, από έκρηξη προπανίου, με συγκλόνισε, όπως όλους τους Ισπανούς.

Το δυστύχημα ερχόταν στη μνήμη μου και μερικές φορές όταν βρισκόμουν στην τάξη με τους μαθητές μου – εργάστηκα ως δάσκαλος παιδιών και εφήβων στη Γερμανία για 24 χρόνια. Δεν το ξέχασα ποτέ. Ενώθηκαν συνεπώς δύο παράγοντες: η μνήμη του δυστυχήματος και η λογοτεχνία που με καλούσε να το αντιμετωπίσω».

Φερνάντο Αραμπούρου,Το παιδί, Μετάφραση Τιτίνα Σπερελάκη. Εκδόσεις Πατάκη, 2025, σελ. 288, τιμή 14,40 ευρώ.

Η πλοκή βασίζεται σε μια συγκεκριμένη οικογένεια;

«Οχι, η πλοκή είναι μυθοπλασία. Τα αληθινά στοιχεία προέρχονται από την τεκμηρίωση: το δυστύχημα, ο τόπος, η εποχή, ορισμένα ονόματα. Αλλά τους χαρακτήρες τούς επινόησα εγώ, όπως για παράδειγμα, τον Νικάσιο, τον παππού, έναν πολύ ισχυρό χαρακτήρα που αρνείται να δεχτεί τον θάνατο του εγγονού του».

Ο Νικάσιο όμως αποπνέει κάποια αισιοδοξία. Δίνει την εντύπωση ότι ο εγγονός του δεν έχει χαθεί για πάντα.

«Κάθε μέλος μιας οικογένειας που χάνει ένα παιδί αναπτύσσει έναν δικό του τρόπο για να αντιμετωπίσει τη θλίψη. Στο βιβλίο, ο παππούς καταφεύγει σε μια φαντασίωση. Δεν εξηγώ γιατί το κάνει αυτό, αν πραγματικά πιστεύει στη φαντασίωσή του. Δεν γράφω για να εξηγήσω, αυτό αφήνεται στους αναγνώστες.

Πιστεύω πάντως ότι αυτό που κάνει ο παππούς είναι πολύ ανθρώπινο, και ότι ακόμα κι αυτοί που βρίσκουν παράξενη τη συμπεριφορά του μπορεί να καταφύγουν και οι ίδιοι σε κάποια φαντασίωση αν χάσουν ένα δικό τους πρόσωπο. Αν πάτε σε ένα οποιοδήποτε νεκροταφείο στον κόσμο, θα δείτε πώς αφιερώνουμε χώρο και χρόνο στους νεκρούς. Τους δίδουμε μια κάποια “ζωή”, κρατάμε τις αναμνήσεις τους.

Εγώ έχω κρατήσει μια γραβάτα και ένα ρολόι από τον πατέρα μου. Κοιτάμε επίσης τις φωτογραφίες των νεκρών· σήμερα έχουμε και βίντεο που τους βλέπουμε να μιλούν και να κινούνται.

Οσο τους θυμόμαστε, οι αγαπημένοι μας δεν έχουν πεθάνει εντελώς. Κουβαλούν ακόμη μια ζωή – μέσα μας, στη συνείδηση και στις αναμνήσεις μας. Το βιβλίο είναι επίσης αρκετά αμφίσημο ώστε να μην αντιλαμβανόμαστε αν ο Νικάσιο είναι πράγματι τρελός, αν ξέρει τι κάνει, αν βρίσκει παρηγοριά στο να αρνείται τον θάνατο του εγγονού του».

Η μητέρα του παιδιού φαίνεται πιο δυνατή. Ολοι οι γυναικείοι χαρακτήρες σας φαίνονται πιο δυνατοί. Γιατί;

«Είναι αλήθεια πως στα μυθιστορήματά μου υπάρχουν πολλές γυναίκες με δυνατό χαρακτήρα, γυναίκες που αναλαμβάνουν να λύσουν τα προβλήματα που δημιουργούν οι άνδρες. Μεγάλωσα περιτριγυρισμένος από γυναίκες εργατικές, με ισχυρό χαρακτήρα, με καθαρό μυαλό, τη μητέρα μου, την αδελφή μου, γειτόνισσες, θείες. Είναι πιθανό, λοιπόν, αυτός ο τύπος γυναίκας, που υπάρχει έντονα στη λογοτεχνία μου, να αντανακλά τη ζωή μου».

Η μητέρα του Παιδιού προσπαθεί να ανακάμψει. Είναι εφικτό έπειτα από τέτοια απώλεια;

«Είναι πολύ προσωπικό ζήτημα. Το Παιδί παρουσιάζει τρεις διαφορετικούς τρόπους για να αντιμετωπίσει κανείς μια τεράστια τραγωδία. Υποθέτω πως όσοι το διαβάσουν, θα αναρωτηθούν: “Τι θα έκανα εγώ;”. Ισως να μη συμφωνούν με τη συμπεριφορά κάποιου χαρακτήρα· ή να ταυτιστούν με κάποιον άλλον.

Αν αυτό συμβεί, τότε πιστεύω πως το μυθιστόρημα θα έχει λειτουργήσει ως ανθρώπινο ντοκουμέντο. Αυτό θεωρώ ότι είναι το καλύτερο που μπορεί να λεχθεί για ένα βιβλίο – πέραν του αν είναι καλογραμμένο ή αν έχει καλή δομή».

«“Το Παιδί” παρουσιάζει τρεις διαφορετικούς τρόπους για να αντιμετωπίσει κανείς μια τεράστια τραγωδία. Υποθέτω πως όσοι το διαβάσουν, θα αναρωτηθούν: “Τι θα έκανα εγώ;”…»

Τα Πετροχελίδονά σας είναι επίσης ένα ανθρώπινο ντοκουμέντο, αποτυπώνει την ιστορία της ανθρώπινης φύσης.

«Τα Πετροχελίδονα (2021) κυκλοφόρησαν μετά την Πατρίδα (2016). Και πολλοί με περίμεναν στη γωνία για να μου “στείλουν τον λογαριασμό”, για τους επαίνους και την επιτυχία της Πατρίδας. Το γνώριζα. Τα Πετροχελίδονα απέσπασαν μεγάλους επαίνους, αλλά δέχτηκαν και λυσσαλέες επικρίσεις.

Νομίζω ότι οι “εχθροί” του βιβλίου προέκυψαν κυρίως επειδή ο πρωταγωνιστής δεν γεννά αμέσως συμπάθεια. Πιστεύω ότι αυτοί οι αναγνώστες δεν διάβασαν το βιβλίο ως το τέλος. Χάρη ωστόσο στα Πετροχελίδονα βρέθηκα σε καταστάσεις που με συγκίνησαν βαθιά. Για παράδειγμα, ένας κύριος στη Μαδρίτη μού έδωσε κλαίγοντας ένα γράμμα 30 σελίδων και μου εκμυστηρεύθηκε ότι ήταν έτοιμος να αυτοκτονήσει. Αφότου διάβασε το βιβλίο, άλλαξε γνώμη».

Η ανθρωπιά των χαρακτήρων είναι αυτό που σας ενδιαφέρει περισσότερο. Σήμερα είστε αισιόδοξος για τους ανθρώπους;

«Δύσκολο να είσαι αισιόδοξος σε έναν κόσμο σαν τον σημερινό, όπου ξυπνάμε κάθε μέρα με τρομερές ειδήσεις, με φρικτές εικόνες· πυραύλους να χτυπούν κτίρια όπου ζουν άντρες, γυναίκες, παιδιά, παππούδες. Αυτό μου στερεί τη δυνατότητα να είμαι επιπόλαια αισιόδοξος για την ανθρωπότητα.

Ωστόσο, σε ό,τι αφορά τον ίδιο τον άνθρωπο, δεν είμαι αρνητικός. Ζω περιτριγυρισμένος από υπέροχους ανθρώπους, γενναιόδωρους, στοργικούς. Και εδώ στην Ελλάδα, μέσα σε τρεις μέρες, απόλαυσα τη φιλοξενία, τη συμπάθεια. Στην άμεση, καθημερινή επαφή με τους ανθρώπους, αγαπώ τον συνάνθρωπό μου.

Οχι γενικά το πλήθος αλλά συγκεκριμένους ανθρώπους. Οταν γράφω, ακόμα κι αν είμαι θυμωμένος ή θλιμμένος, τελικά κυριαρχεί η συμπόνια, η τρυφερότητα. Αν κάνω κάποιον χαρακτήρα να υποφέρει πολύ, στο τέλος πιθανότατα θα τον “σώσω”. Γράφω με ένα χέρι βρεγμένο από συμπόνια· όχι συμπόνια αφ’ υψηλού, αλλά από αλληλεγγύη μέσα στον πόνο, συμπάσχοντας, δηλαδή, με τον ανθρώπινο πόνο».

Ζείτε δεκαετίες εκτός Ισπανίας. Πώς βλέπετε σήμερα τη χώρα σας;

«Με ρωτάτε για την Ισπανία στη χειρότερη δυνατή στιγμή, η κυβέρνηση μπορεί να πέσει εξαιτίας μεγάλων σκανδάλων διαφθοράς. Βγαίνουν διαρκώς στοιχεία στο φως, η τεχνολογία αφήνει ίχνη παντού, μηνύματα στο WhatsApp που ανακτά η αστυνομία, υποκλοπές, κ.λπ., όλα αυτά αποκαλύπτουν πάρα πολλή βρωμιά. Και αυτό με λυπεί πολύ, γιατί η Ισπανία θα μπορούσε να είναι μια καλύτερα οργανωμένη χώρα, όπου η προσωπική τιμιότητα, η εντιμότητα, να έχουν μεγαλύτερη αξία.

Είναι κρίμα, γιατί είναι μια ασφαλής χώρα, με καλό επίπεδο ζωής, με μορφωμένο πληθυσμό. Στο μεγάλο μπλακ άουτ της 28ης Απριλίου δεν υπήρξαν λεηλασίες στα καταστήματα, ούτε βία – ο κόσμος παρέμεινε ψύχραιμος. Αυτό δείχνει πως υπάρχει υψηλό επίπεδο ευγένειας και παιδείας».

Τα τελευταία 40 χρόνια ζείτε στη Γερμανία. Πώς είναι σήμερα τα πράγματα εκεί;

«Η Γερμανία περνάει μια μελαγχολική εποχή. Είναι μια χώρα με πεσμένο ηθικό, που αισθάνεται ότι την έχουν ξεπεράσει οικονομικά. Δεν είναι η καινοτόμος χώρα που ήταν κάποτε. Η πίεση που ασκεί η Κίνα στη βιομηχανία έχει πλήξει τη Γερμανία. Πόσο μάλλον αν ο κ. Τραμπ επιβάλει τους δασμούς που απειλεί. Η Γερμανία επίσης κουβαλά ιστορικά τραύματα, χωρίς τα οποία δεν γίνονται κατανοητές οι σημερινές της πολιτικές.

Για παράδειγμα, το τραύμα του υπερπληθωρισμού μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν υπάρχει γερμανική κυβέρνηση που δεν είναι αλλεργική στον πληθωρισμό. Από την άλλη, βαραίνει ακόμη το ναζιστικό παρελθόν, οπότε η σχέση της Γερμανίας με το Ισραήλ είναι πολύ ιδιαίτερη· όπως και η σχέση της με τη Ρωσία.

Κανένας γερμανός ηγέτης δεν υποστηρίζει την εγκληματική εισβολή του Πούτιν, αλλά η Γερμανία προσπαθεί να μην εξοργίσει τη Ρωσική Αρκούδα. Στη Γερμανία επί δεκαετίες οι άνθρωποι έζησαν πολύ καλά, με οικονομική σταθερότητα, διακοπές, αυτοκίνητα, κοινωνικές παροχές. Σε αυτές τις συνθήκες, οι άνθρωποι τείνουν να βολεύονται, να γίνονται λίγο τεμπέληδες. Και η Γερμανία, μέχρι τώρα, βρισκόταν σε αυτή τη φάση της αργής αντίδρασης, χωρίς να κατανοεί ίσως ορισμένα φαινόμενα.

Οταν λοιπόν οι Γερμανοί ακούνε ότι οι μετανάστες επιτίθενται, βιάζουν κ.λπ. – πράγματα που είναι εν μέρει ή ελάχιστα αληθή –, τότε νιώθουν ανασφάλεια και στηρίζουν το κόμμα που έρχεται να “καθαρίσει”, όπως η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), ένα κόμμα αρχικώς κατά του ευρώ, που έχει πλέον ακροδεξιά χαρακτηριστικά, αμφισβητεί τη δημοκρατία, και την Ευρωπαϊκή Ενωση. Εχοντας ζήσει 16 χρόνια σε δικτατορία, δεν φαντάζομαι καλύτερο σύστημα από τη δημοκρατία, που δεν είναι τέλεια αλλά προσφέρει αποδεκτούς κανόνες πολιτικού παιχνιδιού για όλους».

Συγγραφείς και influencers

Οι σημερινοί συγγραφείς και οι διανοούμενοι όπως εσείς «επηρεάζουν» – ατυχής ίσως η επιλογή του ρήματος, καθώς το «επηρεάζω», «influir», παραπέμπει στους influencers –, διαμορφώνουν το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι;

«Οι συγγραφείς είναι πολύ σημαντικοί. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου διανοούμενο, αλλά συγγραφέα που ενδιαφέρεται για τα κοινωνικά ζητήματα της εποχής του. Ο ρόλος των διανοουμένων είναι άλλος, είναι να σκέφτονται, να αναλύουν, να δημιουργούν όρους για να κατανοήσουμε τον κόσμο που ζούμε. Δεν χρειάζεται να συμφωνούμε μαζί τους. Ακόμα και αν διαφωνούμε, μας δείχνουν έναν τρόπο προσέγγισης των ζητημάτων, μας βοηθούν να έχουμε μια καθαρή εικόνα του κόσμου.

Το πρόβλημα, όπως σωστά επισημαίνετε, είναι με το ρήμα “επηρεάζω”: οι διανοούμενοι έχουν αντικατασταθεί από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που επηρεάζουν. Οποιος εκφράσει μια άποψη, κινδυνεύει να του επιτεθεί πλήθος ανθρώπων. Δύσκολα ακούγεται η φωνή των διανοουμένων μέσα στον θόρυβο αδαών ανθρώπων που εκστομίζουν τεράστιες ανοησίες.

Αυτό το χάος των απόψεων καλύπτει με “ομίχλη” τις ψύχραιμες φωνές. Και εξαιτίας του, πολλοί διανοούμενοι δεν έχουν πλέον όρεξη να εκφράζουν τις απόψεις τους. Ούτε εγώ χρησιμοποιώ πλέον τα κοινωνικά δίκτυα. Κάθε εβδομάδα δεχόμουν επιθέσεις στο Twitter, ακόμη και όταν έγραφα κάτι αστείο ή αναφερόμουν σε ένα ωραίο βιβλίο, από ανθρώπους που κρύβονταν πίσω από την ανωνυμία τους».