«Οπως δήλωσε ένας ποιητής που δεν γνωρίζεις ούτε θα γνωρίσεις, σε μίσησα με στοργή, σε αγάπησα με μίσος και μου ήσουν, κοντολογίς, αδιάφορος. Ολα αυτά ταυτόχρονα, σαν σπίθες που ξεπετάγονται ξαφνικά από μια κάννη, μερικές από δω, άλλες από κει, ανακατεμένες σε πλήρη συναισθηματική σύγχυση». Λίγη σημασία έχει σε ποιον ακριβώς μιλάει ο ήρωας στο καινούργιο βιβλίο του Φερνάντο Αραμπούρου «Τα πετροχελίδονα» (εκδ. Πατάκη, σε μετάφραση Τιτίνας Σπερελάκη), καθώς θα μπορούσε να αναφέρεται σε όλα τα κοντινά του πρόσωπα με τα οποία τον συνδέει σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα, αν και με διαβαθμίσεις, η συγκεκριμένη ψυχική κατάσταση. Για την ιστορία, είναι ο γιος του στον οποίο απευθύνεται νοερά μέσα από τον εσωτερικό μονόλογο που διατρέχει σε μεγάλο βαθμό το ογκώδες αυτό μυθιστόρημα, εν είδει αποχαιρετιστήριου κειμένου, καθώς έχει ήδη αποφασίσει να δώσει στον εαυτό του μόλις έναν χρόνο ζωής για να πεθάνει ως αυτόχειρας πεπεισμένος «πως δεν είναι δυνατόν να γνωρίσεις κανέναν σε βάθος». Ο Αραμπούρου, ο συγγραφέας που έχει γράψει αυτό που θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα ισπανόφωνα βιβλία της εποχής μας, την ιδιαίτερα αγαπητή και στην Ελλάδα «Πατρίδα», το μεγάλο μυθιστόρημα για τη Χώρα των Βάσκων, ρίχνει τους πολιτικούς τόνους και στρέφεται στις διαπροσωπικές σχέσεις, για να συγγράψει τελικά παρά την εμμονή του μισάνθρωπου, θυμωμένου ήρωά του ένα βιβλίο για την ομορφιά της ζωής που δεν βρίσκεται στις μεγάλες ή μικρές επιτυχίες. Και είναι εθιστικές οι διαδρομές στους δαιδάλους του νου αυτού του αδυσώπητου ανθρώπου που δεν χαρίζεται πρώτα απ’ όλα στον ίδιο τον εαυτό του, καθώς εκφράζει σκληρές αλήθειες με μια αιχμηρότητα και ένα χιούμορ που τις καθιστά απολαυστικές ακόμα και όταν είναι άβολες.

Τα «Πετροχελίδονα» είναι ο τέταρτος τίτλος του Φερνάντο Αραμπούρου που κυκλοφορεί στα ελληνικά.

Πώς ξεκίνησε και πώς εξελίχθηκε η συγγραφή του βιβλίου; Είχατε έναν σαφή και επιτακτικό στόχο στο μυαλό σας;

«Τα «Πετροχελίδονα» προέκυψαν από διάφορα ερεθίσματα, ορισμένα σημαντικά για μένα, αλλά ίσως όχι για τους αναγνώστες, και άλλα ήδη ξεχασμένα. Καθώς συλλογιζόμουν διάφορα ζητήματα, άρχισα σταδιακά να φαντάζομαι την ιστορία ενός ανθρώπου που ορίζει εκ των προτέρων την ημερομηνία του θανάτου του και μας προσφέρει το θέαμα της ιδιωτικής ζωής του μέσα από μια άσκηση καθημερινής γραφής. Με ενθάρρυνε επίσης να ξεκινήσω τη συγγραφή του μυθιστορήματος η πρόθεσή μου να γράψω για την εποχή μας και για τη Μαδρίτη. Δεν είχα ποτέ σκοπό να υποτάξω την ιστορία σε ένα ηθικό, πολιτικό ή άλλου είδους μήνυμα. Εγώ αναδεικνύω και αφηγούμαι, δεν κηρύττω. Μου αρκεί να διαμορφώνω μια λίγο ή πολύ συνεκτική αφήγηση, και στο τέλος εναπόκειται στους αναγνώστες να βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα».

Ο ήρωάς σας αισθάνεται απέχθεια, ακόμα και μίσος για όσους και όσες τον περιβάλλουν – εκτός από τον σκύλο του – ως ένα μέσο να τροφοδοτήσει το «ένστικτο αυτοσυντήρησης του εγώ», όπως παρατίθεται και η άποψη του Ζίγκμουντ Φρόιντ. Είναι ένας άνθρωπος της εποχής του που η βία του παρελθόντος αντηχεί στο επίσης προβληματικό παρόν ή αυτό το μίσος έχει περισσότερο υπαρξιακό χαρακτήρα;

«Κάποιοι κριτικοί έχουν πει ότι ο ήρωάς μου είναι ένας «γκουρμέ του μίσους» και νομίζω πως υπάρχει αρκετή αλήθεια σε αυτόν τον ορισμό. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι πρόκειται για ένα μίσος μάλλον διανοητικό, που δεν εκδηλώνεται με βίαιες πράξεις. Ενα μίσος ενδόμυχο που υποκαθιστά στον πρωταγωνιστή την έλλειψη σπουδαίων πράξεων στη ζωή του. Είναι το μίσος ενός πνευματικά διαυγούς αποτυχημένου που έχει φτάσει σε κάποια ηλικία, τα 55, συνειδητοποιεί πως δεν έχει ζήσει τίποτα σπουδαίο στη ζωή του και αναζητά γύρω του αιτίες και ενόχους».

Πιστεύετε στην έννοια του «απολαυστικού μίσους» όπως ο ήρωάς σας, αυτό που διέπεται «από διακριτικότητα και σύνεση» ως μέσο επιβίωσης;

«Στη λογοτεχνία, ναι. Εκτός λογοτεχνίας, δεν ξέρω. Υπάρχουν πολλών ειδών άνθρωποι, οπότε δεν θα με εξέπληττε αν κάποιοι έβρισκαν στο μίσος γεύσεις και μυρωδιές ευχάριστες».

Ο ήρωάς σας δεν έχει κάποιο σύστημα πίστης – κατά βάση θρησκευτικό ή πολιτικό. Κατά πόσο πιστεύετε μπορεί να διάγει κανείς τον βίο του δίχως κάποιο «υποστηρικτικό σύστημα»;  

«Εδώ έγκειται μία από τις κεντρικές πτυχές του ήρωα. Είναι ένας άνθρωπος που, αν και δεν πιστεύει σε τίποτα, παραμένει ηθικός. Πηγαίνει στη δουλειά του, έστω κι αν το επάγγελμά του δεν του αρέσει και δεν χρειάζεται τα χρήματα. Σκορπίζει τα βιβλία του στην πόλη αντί να τα πετάξει στα σκουπίδια ή να τα καταστρέψει. Πληρώνει τους λογαριασμούς του, τιμά τη φιλία, φροντίζει με αγάπη τον σκύλο του. Κατά βάθος, ο μεγάλος του αγώνας είναι ενάντια στον μηδενισμό. Και, ευτυχώς γι’ αυτόν, σε αυτή τη σκληρή μάχη ενάντια στον ίδιο τον εαυτό του δεν θα του λείψει η βοήθεια».

Επίσης είναι καθηγητής γυμνασίου στο επάγγελμα, όπως υπήρξατε κι εσείς. Σε ποιον βαθμό συμφωνείτε με τις απόψεις του και την περιγραφή του για την τρέχουσα, προβληματική κατάσταση της εκπαίδευσης και των παιδαγωγικών αντιλήψεων στην Ισπανία (που μοιάζει να είναι πολύ παρόμοια με εκείνη της Ελλάδας πρέπει να πω);

«Ημουν δάσκαλος επί 24 χρόνια στη Γερμανία και η κατάσταση στα σχολεία ήταν παρόμοια με αυτήν της Ισπανίας: έλλειψη κινήτρων για τους εκπαιδευτικούς, προβλήματα απειθαρχίας, δυσκολία σύνδεσης της εκπαίδευσης με τις νέες τεχνολογίες, γραφειοκρατία, τάξεις με πάρα πολλούς μαθητές κ.λπ. Λυπάμαι που το λέω, αλλά δεν έχω συνταγές για την επίλυση των σημερινών σοβαρών εκπαιδευτικών προβλημάτων. Θα ήταν καλό οι πολιτικοί που έχουν την ευθύνη να λάβουν σοβαρά υπόψη τους το θέμα, διότι από αυτό εξαρτάται το μέλλον κάθε χώρας».

Η εποχή μας επιτάσσει να αποκατασταθούν οι αδικίες εις βάρος των γυναικών και αυτό είναι κάτι που αντικατοπτρίζεται και στα έργα – και τα συγγραφικά – που κυκλοφορούν ή βλέπουμε. Εσείς παίρνετε ένα ρίσκο με το να εκφράζεστε μέσω του ήρωά σας με σκληρότητα απέναντί τους…

«Προσοχή. Εγώ, προσωπικά, δεν είμαι σκληρός με τις γυναίκες. Για την ακρίβεια, θεωρώ δεδομένο πως ο φεμινισμός αποτελεί επιτακτικό αίτημα της δημοκρατίας. Αλλο θέμα είναι τι λένε κάποιοι από τους ήρωες των μυθιστορημάτων μου. Σας διαβεβαιώνω όμως πως όταν ένας ήρωάς μου εκφράζεται αρνητικά για τις γυναίκες, προτού περάσουν 15 ή 20 σελίδες θα εμφανιστεί μια γυναίκα και θα δώσει σε αυτόν τον άντρα ένα μάθημα ζωής. Οποιος διαβάζει προσεκτικά τα βιβλία μου θα το διαπιστώσει».

Πόσο δύσκολο ή όχι είναι να εκφράζετε ως συγγραφέας «αντιδημοφιλείς» απόψεις σε μια εποχή όπου συχνά το αναγνωστικό κοινό διαβάζει και ερμηνεύει βάσει πολύ συγκεκριμένων προσδοκιών, επίσης συχνά διαμορφωμένων από το πνεύμα των καιρών;

«Γράφω ό,τι θέλω και όπως θέλω, και δεν με νοιάζει αν κάποιος ενοχλείται από αυτά που γράφω. Τα βιβλία μου δεν είναι υποχρεωτικό ανάγνωσμα. Ούτε γράφονται για να επιβεβαιώσουν τις απόψεις άλλων ή για να εξυπηρετήσουν τον τάδε ή τον δείνα σκοπό. Οποιος αναζητά κάτι τέτοιο στα βιβλία, καλά θα κάνει να στραφεί σε άλλους συγγραφείς».

Στο βιβλίο σας η διάθεση και η επιλογή για ζωή συνδέεται και με την ανάγνωση βιβλίων. Από τι μας σώζουν τελικά τα βιβλία;

«Η ανάγνωση βιβλίων μάς σώζει ίσως από πολλά πράγματα, με εξαίρεση το εφήμερο της κατάστασής μας. Εμένα μου δίνουν ένα κίνητρο στη ζωή, μου προσφέρουν απόλαυση, μειώνουν την τεράστια άγνοιά μου, μου επιτρέπουν την αισθητική εμπειρία, με βοηθούν να παραμένω δημιουργικός, μου δίνουν την ευκαιρία να ανταλλάσσω εντυπώσεις με άλλους αναγνώστες. Δεν είναι και λίγα».

Υπάρχουν συγγραφείς που έστω ερήμην σας σάς ακολουθούν και επηρεάζουν με κάποιον τρόπο τη δουλειά σας, και ιδίως στη συγκρεκριμένη περίπτωση;

«Δεν ξέρω. Εγώ ζω μια ήσυχη, μοναχική ζωή. Συνήθως δεν θεωρώ τον εαυτό μου μέλος της συντεχνίας των συγγραφέων ούτε έχω συνεχώς το βλέμμα μου στραμμένο σε όσα κάνουν ή λένε οι άλλοι. Διαβάζω κάποιους σύγχρονους συγγραφείς και ίσως αυτοί να με επηρεάζουν ή να με εμπνέουν. Δεν το επιβεβαιώνω ούτε το αρνούμαι».