Οι επέτειοι της γέννησης ή του θανάτου ενός σημαντικού ποιητή επαναφέρουν στο προσκήνιο το έργο του. Ομως τα είκοσι χρόνια από τον θάνατο του Μανόλη Αναγνωστάκη και τα εκατό από τη γέννησή του σηματοδοτούν κάτι περισσότερο: απαιτούν φόρο τιμής στο έργο και στην προσωπικότητα ενός από τους κορυφαίους ποιητές μας.

Κανένα από τα εκατό ποιήματα που έγραψε ο Αναγνωστάκης δεν μπορεί να θεωρηθεί υποδεέστερο των άλλων. Αν πάρουμε δέκα αναγνώστες και ζητήσουμε από τον καθένα να επιλέξει δέκα ποιήματα από το συνολικό corpus της ποίησής του θα βρεθούμε μπροστά σε δέκα εκδοχές. Κι αν τις αθροίσουμε, το άθροισμα ενδέχεται να μας δώσει το σύνολο των ποιημάτων του.

Αυτό δύσκολα θα το λέγαμε και για τους μείζονες ποιητές μας, περιλαμβανομένου ακόμη και του Καβάφη (με εξαίρεση τον Κάλβο και τον Σολωμό). Και είναι εντυπωσιακό γιατί αναφερόμαστε σ’ έναν δημιουργό που θεωρούσε τον εαυτό του ποιητή εποχής – άλλωστε Εποχές ονομάζει τις τρεις πρώτες συλλογές του.

Διόλου συμπτωματικό επομένως το ότι στις τρεις επόμενες έδωσε τον τίτλο Η Συνέχεια. Υπάρχουν βέβαια οι αναβαθμοί, αλλά πρωτόλεια δεν θα βρούμε. Το έργο παραμένει ενιαίο και συνεκτικό από την αρχή ως το τέλος.

Πάρτε, λ.χ., το ποίημά του «Χάρης 1944». Ηταν δεκαεννιά ετών όταν το έγραψε, όμως μπορεί ευκολότατα να ενταχθεί σε οποιαδήποτε συλλογή του, εκτός ίσως από τον Στόχο. (Αυτούσιους στίχους του θα βρει κανείς στο «Αμνηστεία ’64» του Σαββόπουλου – αλλά Αναγνωστάκης υπάρχει και σε άλλα τραγούδια του.) Οι επιδράσεις άλλων ποιητών στο έργο ενός εμβληματικού ποιητή έχουν τη σημασία τους, όμως η επίδραση του δικού του έχει, πιστεύω, πολύ μεγαλύτερη σημασία.

«Της Σιωπής το μέγα διάστημα»

Το έργο του Αναγνωστάκη είναι απόδειξη ότι η ποίηση αποτελεί τέχνη της νεότητας· της Κατοχής και του Εμφυλίου. Η διαψευσμένη, προδομένη, «ακυρωμένη» νεότητα κυριαρχεί στην ποίησή του – που την ανακαλεί σ’ ένα προσκλητήριο νεκρών, σαν πικρή υπόμνηση του ποιοι είμαστε.

Επόμενο να απορρίπτει το στερεότυπο ότι ανήκει στη λεγόμενη «γενιά της ήττας». Πώς να αναφερθείς σε «ήττες» και άλλα τέτοια ηχηρά για έναν ποιητή που έγραψε τους εκπληκτικούς στίχους «Τεντώσου απορρίπτοντας των λόγων σου την πανοπλία / Κάθε εξωτερικό περίβλημά σου περιττό / Και της Σιωπής το μέγα διάστημα, έτσι, / Τεντώσου να πληρώσεις συμπαγής».

Ομως ποιο είναι της «Σιωπής το μέγα διάστημα;». Και γιατί «Σιωπή» (με κεφαλαίο); Είναι αυτή που υπάρχει κάτω από τον λόγο – ωστόσο κυρίαρχη κι «εκκωφαντική» –, είναι ο συμπυκνωμένος χρόνος και το βίωμα που επανέρχεται μέσω της μνήμης σαν ξόρκι όχι μόνο για τα όσα συνέβησαν αλλά και για τις συνέπειές τους: όχι τόσο για την ήττα της Αριστεράς όσο για τη μετεμφυλική ψευδεπίγραφη κοινωνία των μεταπρατών και της λήθης που οδήγησε στη δικτατορία των συνταγματαρχών.

Το θέμα της σιωπής στην ποίηση ανήκει στα κυρίαρχα που συζητούνται στα διεθνή fora τα τελευταία δέκα χρόνια – και είναι εντυπωσιακό που παρουσιάζεται τόσο πρώιμα σ’ έναν δικό μας ποιητή – και όχι βέβαια γιατί η τελευταία του συλλογή εκδόθηκε το 1971. Αν η ποίηση είναι τέχνη της νεότητας (καθώς άλλωστε και η ζωή) τότε η σιωπή δεν είναι το υποκατάστατο του λόγου αλλά εκείνη που τον επαναφέρει στο φως με τη δύναμη της άνωσης.

Οσοι έχουν ζήσει στη Θεσσαλονίκη δεν θα δυσκολευτούν να δουν την πόλη να περνά σε όλη την ποίηση του Αναγνωστάκη, ο οποίος όμως βρίσκεται πιο κοντά στον Καρυωτάκη και στον Μπρεχτ παρά στον Καβάφη

Ο ερωτισμός και η ποίηση της πόλεως

Ο Αναγνωστάκης έλεγε πως είναι ερωτικός ποιητής. Ερωτικός και πολιτικός. Ο ερωτισμός υπάρχει σε όλη του την ποίηση. Είναι η «περιρρέουσα ατμόσφαιρα». Σε μια ποίηση βιωματική, και μάλιστα της νεότητας, δεν μπορεί παρά να κυριαρχεί. Αλλά, όταν η ποίηση είναι ποίηση εποχής, τα πολιτικά της γνωρίσματα αποτελούν μέρος της ατομικής εμπειρίας – και μάλιστα όταν πρόκειται για έναν τόσο προσωπικό ποιητή, όπως ο Αναγνωστάκης.

Και στο «πολιτικός» θα πρέπει να δώσουμε ένα ευρύτερο νόημα, γιατί η ποίηση αυτή είναι ποίηση της πόλεως, του αστικού τοπίου δηλαδή, όπως, για διαφορετικούς λόγους, και η ποίηση του Καβάφη. Οσοι έχουν ζήσει στη Θεσσαλονίκη δεν θα δυσκολευτούν να δουν την πόλη να περνά σε όλη την ποίηση του Αναγνωστάκη, ο οποίος όμως βρίσκεται πιο κοντά στον Καρυωτάκη και στον Μπρεχτ παρά στον Αλεξανδρινό.

Το καταδηλωτικό (παρά τον καβαφικό του τίτλο «Νέοι της Σιδώνος, 1970») είναι επί της ουσίας ένα μπρεχτικό ποίημα, όπως συμβαίνει και σε πολλά άλλα της τελευταίας του συλλογής Ο Στόχος. Στόχος βέβαια είναι η δικτατορία της 21ης Απριλίου, θλιβερή κατάληξη των όσων προηγήθηκαν. Τώρα, στην «Ποιητική» του: «Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις. Να μην τις παίρνει ο άνεμος». Αυτός ο εξαιρετικός, μέσα στην απλότητά του, στίχος ορίζει ως έναν βαθμό την «ποιητική» του: την επιλογή της «ακριβούς» λέξης, που δεν θα συσκοτίζει αλλά θα αναδεικνύει το περιεχόμενο.

Εχει ειπωθεί ότι ο Αναγνωστάκης είναι «εξομολογητικός» ποιητής – αλλά πρόκειται, νομίζω, για επιφανειακό χαρακτηρισμό. Ο ποιητής μεταφέρει τα όσα έχει βιώσει, όμως το βίωμα, στην ποιητική του αναγωγή, είναι συλλογικό. Μιλάει προσωπικά – κι εν τούτοις απευθύνεται στους άλλους. Η «ακρίβειά» του παραπέμπει στον Μπρεχτ που έλεγε πως έγραφε σε «βασικά γερμανικά».

Εδώ η παραβολή προκύπτει ως προβολή του βιώματος. Γι’ αυτό κι ο Αναγνωστάκης συγκινεί το αναγνωστικό κοινό. Τον διαβάζει κανείς και οικειοποιείται τα βιώματά του σαν να είναι δικά του. Επέτυχε το μείζον και το σπάνιο: να διαβαστεί για να ξαναδιαβαστεί. Και για τούτο παραμένει σύγχρονός μας.

Κριτική και σάτιρα «γραμμένη με το αριστερό χέρι»

Εργο σημαντικό ο Αναγνωστάκης μάς έδωσε και στην κριτική και στη σάτιρα. Η κριτική όμως δεν υπάρχει μόνο στην πρόζα του αλλά και στην ποίησή του. Ευθεία. Είναι, για να το πω αλλιώς, «κριτική της κρίσεως». Οχι με την καντιανή έννοια – κι όχι απλώς ως κρίση της Αριστεράς – που είναι βέβαια και αυτό. Συνιστά βασικό γνώρισμα της ελληνικής κοινωνίας.

Κι όσο για τα σατιρικά του (τα ποιήματα του Μανούσου Φάσση), για να παραπέμψω στον Ρόμπερτ Γκρέιβς, είναι ποίηση «γραμμένη με το αριστερό χέρι». Οσοι τον γνωρίσαμε είχαμε την εμπειρία του ακαριαίου και σαρδόνιου χιούμορ του. Τα ποιήματα αυτά, τολμώ να πω, είναι ανώτερα των αντίστοιχων του Σεφέρη.

Θα κλείσω με τον εκπληκτικό «Επίλογο» του Στόχου: «Κι όχι αυταπάτες προπαντός. // Το πολύ πολύ να τους εκλάβεις σα δυο θαμπούς προβολείς μες στην ομίχλη / Σαν ένα δελτάριο σε φίλους που λείπουν με τη μοναδική λέξη: ζω. // “Γιατί”, όπως πολύ σωστά είπε κάποτε κι ο φίλος μου ο Τίτος, / “Κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες / Kανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα”. // Εστω. / Ανάπηρος, δείξε τα χέρια σου. Κρίνε για να κριθείς». Ο «Επίλογος» αυτός σήμερα θα μπορούσε να είναι και μια νέα αρχή.