«Δεν με έχει προβληματίσει γιατί και πώς γνωρίζει παγκόσμια απήχηση ο Καβάφης. Δικαιωματικά βρίσκεται εκεί που βρίσκεται· το θεωρώ αυτονόητο». Οταν επιτέλους έρχεται η απάντηση της Νταϊάνα Χάας στο ερώτημα που απέφευγε με επιμονή να απαντήσει, με αποστομώνει. «Δικαιωματικά βρίσκεται εκεί που βρίσκεται». Οπως σε κάθε περίπτωση μεγάλου συγγραφέα, οι εποχές, οι τάσεις και τα φίλτρα της πρόσληψής του αλλάζουν, μα η αξία του συνδέεται με εσωτερικά και πανανθρώπινα στοιχεία του έργου του τα οποία υπερβαίνουν τις εκάστοτε ερμηνείες του συρμού.

Αμερικανή, γεννημένη στο Σαν Φρανσίσκο, θεωρεί προνόμιο που μπορεί και τον διαβάζει στο πρωτότυπο. «Είναι ένας λόγος για να μάθει κανείς ελληνικά» υποστηρίζει. Εκείνη τα έμαθε στα φοιτητικά της χρόνια. Με σπουδές γαλλικής φιλολογίας στις ΗΠΑ και στον Καναδά, μια διατριβή για το θρησκευτικό πρόβλημα στον Καβάφη στη Σορβόννη με τον Κ. Θ. Δημαρά και διδακτική θητεία ως νεοελληνίστρια στα πανεπιστήμια McGill, Harvard, Κρήτης και New York University, η ομότιμη καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών έχει τη φήμη της μεθοδικής και σοβαρής εκδότριας του έργου του Καβάφη και κατέχει σημαντική θέση στον χώρο των καβαφικών σπουδών.

Την επισκέφθηκα με αφορμή τον τόμο Αλληλογραφία (1894/5-1905 & 1925) (εκδ. ΜΙΕΤ, 2025) που κυκλοφόρησε πρόσφατα με δική της φιλολογική επιμέλεια, οι επιστολές που αντάλλαξε ο Κ. Π. Καβάφης με τον φίλο του Περικλή Αναστασιάδη, χρηματομεσίτη και ερασιτέχνη ζωγράφο, οι οποίες σώζονται σήμερα στο αρχείο του ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ και στο Ιδιωτικό Αρχείο Μάνου Χαριτάτου. Επίμοχθη στην αποκωδικοποίηση και στη μεταγραφή, εξαντλητική στην έρευνα και στην τεκμηρίωση, και χαρισματική στη σύνθεση των στοιχείων σε αφηγήματα ενδιαφέροντα και για τον μέσο αναγνώστη, η έκδοση είναι μνημειώδης και θα αποτελέσει έργο αναφοράς στη μελέτη του Καβάφη αλλά και του ελληνισμού της Αιγύπτου.

Μύηση στις καβαφικές εκδόσεις

Η εξοικείωσή της με τον ποιητή και το έργο του αρχίζει στα νεανικά της χρόνια. Εχει δύο ζωηρές αναμνήσεις, που τις οφείλει στους δύο δασκάλους της, τον Κ. Θ. Δημαρά και τον Γ. Π. Σαββίδη: «Την πρώτη από την αίθουσα σεμιναρίων του Νεοελληνικού Ινστιτούτου της Σορβόννης το 1974, όταν ο Δημαράς, ο οποίος είχε αναλάβει επόπτης της διδακτορικής μου διατριβής, μου χάρισε ανάτυπο από το “Σχεδίασμα χρονογραφίας του βίου” του Καβάφη από τον Στρατή Τσίρκα, με τη σαφή προτροπή: “Από εδώ θα ξεκινήσετε”. Και τη δεύτερη, από αίθουσα της Παλιάς Φιλοσοφικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το ακαδημαϊκό έτος 1976-1977, τότε που τα “Σημειώματα ποιητικής και ηθικής” του Καβάφη πρωτοκυκλοφόρησαν, πολυγραφημένα, “για την αποκλειστική χρήση των τεταρτοετών φοιτητών του Τμήματος ΝΕΣ στο φροντιστήριο του καθηγητή Γ. Π. Σαββίδη”. Ως ακροάτρια στο ΑΠΘ το έτος εκείνο, είχα το προνόμιο να παρακολουθήσω το φροντιστήριο του Σαββίδη, και να συμμετάσχω στις συναρπαστικές συζητήσεις γύρω από τα σημαντικότατα αυτά κείμενα».

Η δική της ενασχόληση με την έκδοση καβαφικών κειμένων ξεκίνησε με την επιμέλεια των αναγνωστικών σημειώσεων του ποιητή στους τόμους του Decline and Fall of the Roman Empire του Εντουαρντ Γκίμπον, που φυλάσσονται στην προσωπική βιβλιοθήκη του ποιητή, και τη δημοσίευσή τους το 1982. Εκτοτε, οι εκδοτικές εργασίες της οργανώνονται σε δύο κύκλους, με επίκεντρο, αντίστοιχα, το έργο και τον βίο του Καβάφη. Οσον αφορά την έκδοση αυτοβιογραφικού και επιστολογραφικού υλικού, της εφετινής αλληλογραφίας προηγήθηκε το ημερολόγιο Constantinopoliad an Epic (1994).

Απαραίτητη προϋπόθεση

Μέσα στην έκρηξη ερμηνευτικών μελετών για τον Καβάφη την τελευταία δεκαπενταετία, εκείνη επιμένει εκδοτικά. Τι θέση έχει αυτή η λιγότερο ελκυστική τέχνη και επιστήμη της Εκδοτικής στη μελέτη της ποιητικής και στην κατανόηση του έργου του Καβάφη; «Είναι, πιστεύω, αυτονόητο ότι η αξιόπιστη έκδοση καβαφικών κειμένων (τόσο στο πρωτότυπο όσο και σε μετάφραση) συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για σοβαρές ερμηνευτικές μελέτες, είτε πρόκειται για την ποιητική και το έργο του Αλεξανδρινού είτε για τον βίο του» απαντά η Χάας, και εξηγεί: «Λόγω των ιδιαιτεροτήτων της γραφής του, ειδική πρόκληση αποτελεί η μεταγραφή (δηλαδή η αποκρυπτογράφηση ή/και η ανασύνθεση) των σωζόμενων χειρογράφων. Εφόσον συμφωνούμε ότι, όσον αφορά τα κατάλοιπά του, έχει πρωταρχική σημασία να γνωρίζουμε – στο μέτρο του δυνατού βέβαια, γιατί το προσωπικό του σύστημα συντομογραφίας λειτουργεί σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ως εργαλείο (αυτo)λογοκρισίας, και η έννοια του “τελικού” κειμένου, στην περίπτωσή του, είναι πάντα σχετική – τι πραγματικά γράφει ο γνωστός ως ακριβολόγος Καβάφης, η εκδοτική διαδικασία απαιτεί ιδιαίτερη περίσκεψη και προσοχή. Κάτι το οποίο στις μέρες μας, παρά τις διευκολύνσεις της ψηφιακής και διαδικτυακής εποχής μας (ίσως και εξαιτίας τους), δεν φαίνεται, δυστυχώς, πάντα να ισχύει».

Οι επιστολές Καβάφη – Αναστασιάδη, γραμμένες στα αγγλικά, κυκλοφορούν σε μια απαιτητική σχολιασμένη διπλωματική έκδοση. «Η μέθοδος της διπλωματικής έκδοσης υπαγορεύτηκε από το ίδιο το υλικό» εξηγεί η Χάας. «Πρόκειται για συντομογραφημένα σχέδια (με δύο εξαιρέσεις) επιστολών με πολλές διορθώσεις και διαγραφές, μέσα από τις οποίες συνάγονται, μάλιστα, ορισμένες από τις ουσιαστικότερες πληροφορίες που παρέχουν τα κείμενα αυτά για τον βίο και τη σκέψη του ποιητή. Με στόχο την πιστή απόδοσή τους και την πληρέστερη κατανόησή τους, ανασυντίθεται έτσι το “τελικό” κείμενο, ενώ παράλληλα, το “ιστορικό” της γραφής καταγράφεται σε υποσελίδιο υπόμνημα. Ο αναλυτικός σχολιασμός υπαγορεύτηκε, πρώτον, από το γεγονός ότι οι επιστολές είναι στο σύνολό τους αχρονολόγητες, και δεύτερον, από την ανάγκη πλαισίωσής τους, και ως προς το φιλικό και κοινωνικό περιβάλλον του Καβάφη τη συγκεκριμένη εποχή και ως προς την πορεία του ως δημιουργού».

Dear Costy – Dear Peri

Στο αποκατεστημένο κείμενο, ο «Dear Costy» γράφει στον «Dear Peri» θερμά, εξομολογητικά. Η συγκρότηση του λόγου του ιδιωτικού Καβάφη έχει ομοιότητες με τη συγγραφική μέθοδο του ποιητή; ρωτώ την εκδότρια. «Τα σημεία στα σχέδια επιστολών όπου η γραφή του Καβάφη γίνεται έως και βασανιστική, με συσσωρευμένες διορθώσεις και διαδοχικές παραλλαγές που θυμίζουν, στις πιο ακραίες περιπτώσεις, την αναθεωρητική διαδικασία της συγγραφικής του μεθόδου ως ποιητή, αντιστοιχούν, συνήθως, στην προσπάθεια να μεταφέρει μια εικόνα (ένα τοπίο ή μια εποχή), να προσδιορίσει ένα αίσθημα, ή να διατυπώσει επακριβώς μια σκέψη» με διαφωτίζει η Χάας.

Και συμπληρώνει: «Στην πιο συναισθηματικά φορτισμένη επιστολή του, εκεί όπου προσπαθεί να διατυπώσει συμβουλή προς τον φίλο του σε μια δύσκολη στιγμή που εκείνος βιώνει (επικαλούμενος, μάλιστα, δικό του αντίστοιχο βίωμα), ο Καβάφης αφήνει μέχρι τέλους “ανοιχτές” στο χειρόγραφο δύο παραλλαγές, εφαρμόζοντας στην επιστολογραφία μια τεχνική που χρησιμοποιεί στην επεξεργασία ποιητικών του συνθέσεων. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι στην ίδια επιστολή εντοπίζεται και η πιο εύγλωττη περίπτωση διαγραφής ενός χωρίου: τα λόγια με τα οποία προσδιορίζει την ουσία της φιλίας τους καταγράφονται, έπειτα διαγράφονται, και στο τέλος (καθώς φαίνεται) αποκαθίστανται μέσα στο κείμενο. Eνδειξη, ανάμεσα σε άλλες στην αλληλογραφία τους, ότι η “εξομολογητική” ανταπόκριση του Καβάφη στην όντως θερμή σχέση μεταξύ των δύο επιστολογράφων δεν ήταν δεδομένη, ότι αποτελούσε δύσκολη υπόθεση γι’ αυτόν. Πρόκειται για πρωτότυπη έκφανση ενός φαινομένου που θεματοποιείται στην ποίησή του».

«Αλεξανδρινός γράφει προς Αλεξανδρινό»

Καταλαβαίνουμε πως η αλληλογραφία αυτή κατέχει ιδιαίτερη θέση στο corpus της καβαφικής επιστολογραφίας. «Η μόνη αλληλογραφία (με την έννοια μιας αμοιβαίας ανταλλαγής ικανού αριθμού σωζόμενων επιστολών) που μπορεί να συγκριθεί με αυτή που συζητούμε είναι η, ποσοτικά σημαντικότερη, αλληλογραφία του Καβάφη με τον E. M. Φόρστερ. Μέσα από τη σύγκριση των δύο αλληλογραφιών αναδεικνύονται, ωστόσο, οι ουσιαστικές διαφορές, που αφορούν τόσο το χρονικό πλαίσιο και την ηλικία των επιστολογράφων όσο και το “είδος” και τις καταβολές της φιλίας τους και την αφορμή της γραπτής τους επικοινωνίας» σημειώνει η Χάας. «Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι, ενώ δεν πρόκειται στην περίπτωση των Καβάφη και Αναστασιάδη για “λογοτεχνική φιλία” (η διαφορά “μεγέθους” ανάμεσά τους αποτέλεσε, μάλιστα, μια από τις μεθοδολογικές προκλήσεις της έκδοσης), η επικοινωνία τους χαρακτηρίζεται, σε επίπεδο προσωπικής σχέσης, από αίσθημα αμοιβαιότητας το οποίο λείπει από την αλληλογραφία των δύο ομοτέχνων».

Οσο για τη συγκρότηση της φυσιογνωμίας του επιστολογράφου Καβάφη, «με τις επιστολές του προς τον Αναστασιάδη επιβεβαιώνεται περίτρανα αυτό που ο αδελφός του Τζων από το 1884 παρατήρησε σχετικά με το “επιστολογραφικό του ύφος”: ” ‘Le style c’est l’homme’ says Voltaire, and your letters speak of your individuality thro’ every line”. Επιβεβαιώνεται όμως ακόμη ότι η συγκρότησή της εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον εκάστοτε αποδέκτη. Στην προκείμενη περίπτωση νιώθει έντονα κανείς, σε επίπεδο και γλωσσικό και κοινωνικό και πολιτισμικό, ότι Αλεξανδρινός γράφει προς Αλεξανδρινό».

Ανασυνθέτοντας τον κόσμο τους

Και όπως οι περισσότεροι Αλεξανδρινοί της εποχής τους, οι δύο επιστολογράφοι ήταν τρίγλωσσοι. «Ξεκινούν μια πρόταση στα αγγλικά, τη συνεχίζουν στα γαλλικά και την τελειώνουν στα ελληνικά» σχολιάζει η Xάας. Παρότι μιλά τις τρεις γλώσσες και η ίδια, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι οι δυσκολίες της έκδοσης ήταν μεγάλες. «Πρώτη και κυρίαρχη δυσκολία ήταν η όσο το δυνατόν ακριβέστερη χρονολόγηση των επιστολών του Καβάφη· δεδομένου ότι αφορμή ολόκληρης σχεδόν της αλληλογραφίας στάθηκαν τα ταξίδια εκτός Αιγύπτου των δύο επιστολογράφων, τα δρομολόγια των πλοίων και οι κατάλογοι των επιβατών στις τοπικές εφημερίδες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο, όπως έπαιξαν ρόλο και γαλλικές ειδησεογραφικές πηγές της εποχής σχετικά με παραστάσεις και άλλα πολιτιστικά (κυρίως) γεγονότα. Δεύτερη δυσκολία, η εξακρίβωση του κοινωνικού περίγυρου στον οποίο κινούνταν οι δύο κοσμικοί Αλεξανδρινοί, μέσα από την ταύτιση των προσώπων που τον συνθέτουν. Με τη συνδρομή πολλαπλών, όντως, σύγχρονων πηγών (εδώ μας έδειξε τον δρόμο ο Τσίρκας), σε συνδυασμό με τα σήμερα διαθέσιμα γενεαλογικά εργαλεία, ταυτίστηκε η πλειονότητα των εκατό συνολικά προσώπων που αναφέρουν οι επιστολογράφοι». Η επίλυση αυτών των ζητημάτων είναι και η χαρά του εκδότη, λέει, όπως επίσης και ο εντοπισμός εικονογραφικού υλικού, το οποίο «να συνδέεται στενά, τόσο θεματικά όσο και χρονολογικά, με τις επιστολές, με σκοπό την πλαισίωση αλλά και την ανάδειξή τους».

Μικροϊστορίες ζωντανεύουν μοναδικά έναν πολύχρωμο κόσμο με όλες του τις λεπτομέρειες. Ανάμεσα στα άλλα, ο Καβάφης δανειζόταν βιβλία από τη βιβλιοθήκη του Αναστασιάδη και τον βλέπουμε να μοιράζεται μαζί του τις αναγνωστικές του εντυπώσεις. Ηταν, μήπως, αποκαλυπτική για την έμπνευση συγκεκριμένων ποιημάτων η αλληλογραφία; «Γνωρίζαμε από ήδη δημοσιευμένη επιστολή του προς τον Αναστασιάδη ότι ο Καβάφης δανείστηκε, από τη βιβλιοθήκη του φίλου του, ποιητική συλλογή του Ντ’ Ανούντσιο. Η έρευνα για την έκδοση της αλληλογραφίας επέτρεψε – με αφετηρία την υπόδειξη, σε ανύποπτο χρόνο, της Ρενάτα Λαβανίνι – να επιβεβαιώσουμε ότι ο ίδιος μετέφρασε στα ελληνικά συγκεκριμένο ποίημα της συλλογής αυτής, τον τίτλο του οποίου –”Εις Μάτην”– καταχώρισε, σε μετάφραση, στους δικούς του “πίνακες σύνθεσης” ποιημάτων. Από την αλληλογραφία προκύπτει επίσης ότι ο Αναστασιάδης του έστειλε από το Παρίσι θεατρικά έργα του Μορίς Ντονέ και του Ζιλ Λεμέτρ, τα οποία ο Καβάφης, σε δικές του επιστολές, σχολιάζει με τρόπο που επιτρέπει τη θεματική συσχέτιση με ποιήματά του. Τώρα, όσον αφορά τα διαβάσματα του Καβάφη, στη μοναδική “λογοτεχνική επιστολή”, όπως ο ίδιος την αποκαλεί, της αλληλογραφίας, ο ποιητής καταθέτει μεστή κριτική για το μυθιστόρημα του Ζολά Paris, που είχε πρόσφατα κυκλοφορήσει. Αν και θα ήταν παράτολμο να μιλήσουμε για έμπνευση, υπάρχουν ενδείξεις ότι η ανάγνωση αυτή μπορεί να συνδεθεί τόσο με το διήγημα “Εις το φως της ημέρας” όσο και με τη σύνθεση του “Περιμένοντας τους Βαρβάρους”».

Τα «αυτοσχόλια»

Εκείνο που περιμένει πλέον με αδημονία η αναγνωστική κοινότητα από τη Χάας είναι η έκδοση των καβαφικών αυτοσχολίων σε έναν τόμο. Τα περισσότερα έχουν ήδη δημοσιευθεί σε περιοδικά και συλλογικούς τόμους, μου επισημαίνει εκείνη. «Η ενότητα που απαρτίζουν τα λεγόμενα “αυτοσχόλια” του Καβάφη πρωτοπαρουσιάστηκε το 1983 – ακολούθησε, και συνεχίζεται έως και σήμερα, η προδημοσίευση τους με δική μου φιλολογική επιμέλεια (μεταγραφή και πλήρης υπομνηματισμός)».

Φεύγοντας, μια τελευταία ερώτηση: Υστερα από τόσον «συγχρωτισμό» με τον Καβάφη, έχει «πάρει», άραγε, κάτι από εκείνον; Η απάντησή της είναι διπλωματική: «Αν ήμουν γραμματέας στον 3ο Κύκλο Αρδεύσεων στην Αλεξάνδρεια το 1913, ο άγγλος προϊστάμενος ίσως να σημείωνε και στον δικό μου υπηρεσιακό φάκελο: “a trifle overdeliberate”». Σαν να λέμε, μια ιδέα σχολαστική. Ισχύει. Αλλά ο Αλεξανδρινός σίγουρα θα το ευχόταν για τους εκδότες του έργου του.

Fact-checking και Καβάφηδες

Ο αυστηρός Γ. Π. Σαββίδης, στον οποίο ορισμένοι καταλογίζουν ότι περιόριζε την πρόσβαση στο Αρχείο Καβάφη όταν ήταν στην κατοχή του, είχε εμπιστευθεί στη Χάας και στον κύπριο νεοελληνιστή Μιχάλη Πιερή αρκετά εκδοτικά εγχειρήματα. «Το Αρχείο ήταν ανοιχτό σε κάθε μελετητή που εξέταζε τον Καβάφη με ευσυνειδησία και σοβαρότητα» περιορίζεται να πει σήμερα η Χάας. Δεν θέλει να επεκταθεί σε ζητήματα τριβών που ταλανίζουν κατά καιρούς τον χώρο, αλλά την πονάει η υπόθεση των καβαφικών σπουδών. «Είναι κρίμα να πηγαίνουμε πίσω, και νομίζω ότι πάμε πίσω» λέει τελικά. Είχε κερδηθεί έδαφος επί Σαββίδη αλλά έπειτα «με κάποιες εκδόσεις και με κάποιες συμπεριφορές χάσαμε το έδαφος που είχαμε κερδίσει. Οταν πρέπει οι επόμενοι να διορθώσουν λάθη των προηγούμενων, χάνουμε χρόνο αντί να πηγαίνουμε μπροστά».

Είναι εμμονική με την τεκμηρίωση στοιχείων, θεωρεί σοβαρή υπόθεση το fact-checking. Τη στενοχωρεί επίσης η ύπαρξη ενός δεύτερου Καβάφη, τρόπον τινά «bon pour l’Amérique» κατ’ αναλογία με το παλαιό συγκαταβατικό «bon pour l’Orient» των Γάλλων. Ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης στο ομότιτλο ποίημα του Καβάφη έτρεμε μήπως η ελληνική παιδεία του δεν αποδειχθεί επαρκής και τον πάρουν στο ψιλό οι Αλεξανδρινοί, μου θυμίζει. Κάτι αντίστοιχο θα έπρεπε να συμβαίνει σήμερα με όσους μελετούν τον Καβάφη, θα έπρεπε να νοιάζονται μην τους πάρουν στο ψιλό οι Ελληνες που τον γνωρίζουν, που κατέχουν τη γλώσσα του, αλλά δυστυχώς φαίνεται πως δεν ισχύει.